Το «mother!» είναι μια απολαυστικά χαοτική σύλληψη καταδικασμένη να διχάσει με πάθος

mother
ΠΕΜΠΤΗ, 19 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2017

Η νέα ταινία του Darren Aronofsky μας πηγαίνει πίσω στην παράνοια που αγαπήσαμε στην αρχή της καριέρας του.

Ποιος είναι ο λόγος που βλέπεις σινεμά; Είναι για να περάσεις ευχάριστα με καλή παρέα και ποπ κορν στα μούλτιπλεξ; Είναι για να ζήσεις διαφορετικές ζωές και να ταξιδέψεις σε άλλους κόσμους, ξεφεύγοντας έτσι για λίγο από τη ρουτίνα της καθημερινότητας; Είναι για να σκεφτείς και να προβληματιστείς; Και ποια μέθοδο προτιμάς για να δεις αυτό που θέλεις; Είναι πιο επιθυμητή μια ρεαλιστική προσέγγιση που να λειτουργεί ως καθρέφτης της πραγματικότητας, μια εξωπραγματικά φανταχτερή που να αψηφά τους νόμους της λογικής αλλά να διασκεδάζει ή μια καθαρά συμβολική στην οποία το κάθε τι μπορεί να ερμηνευτεί ποικιλοτρόπως και που δε σημαίνει ακριβώς αυτό που βλέπουμε; Όλες οι παραπάνω απορίες θα σας δημιουργηθούν παρακολουθώντας το «mother!» του Darren Aronofsky, μια ταινία τόσο πολυσυζητημένη ήδη πριν από την πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ της Βενετίας και η οποία μοιάζει φτιαγμένη ώστε να εγείρει κουβέντες και ερωτήματα γύρω από τη φύση του σινεμά και των λόγων που πολύς κόσμος ελκύεται από αυτό.

Δεν βλέπεις κάθε μέρα μια ταινία που να βρίσκεται στη σφαίρα του mainstream και να διαθέτει τέτοια φιλοδοξία, δοκιμάζοντας να απλώσει πρωτότυπες ιδέες με έναν σχεδόν ρηξικέλευθο τρόπο που μεγάλη μερίδα του κοινού δεν έχει συνηθίσει να ακολουθεί. Σίγουρα ο Aronofsky είναι ένας δημιουργός που χαίρει μεγάλης εκτίμησης από μεγάλη μερίδα του κοινού και ο οποίος έχει κερδίσει την θέση του στην ελίτ των σκηνοθετών του 21ου αιώνα. Αυτό πραγματοποιήθηκε αρχικά μέσα από το πόσο αγαπήθηκαν μεταγενέστερα ταινίες όπως το «Requiem for a Dream» και το «The Fountain» και ολοκληρώθηκε μετά και από την οσκαρική επιτυχία του «Black Swan». Ωστόσο, ο Aronofsky παραμένει και ο δημιουργός του «Pi», μιας αυθεντικά mindfuck ταινίας, ενώ πάντα είχε τον τρόπο να γίνεται «παράξενος», αφού ακόμη και οι πιο θεωρητικά απλοϊκές ταινίες του διαθέτουν ενδιαφέρουσες γωνίες. Το «mother!» είναι η πιο παρανοϊκή του ταινία, αλλά αυτό δε θα έπρεπε να συνιστά έκπληξη, αφού ουδέποτε επεδίωξε ο ίδιος να γίνει εμπορικός από μόνος του.

Εκτός από το ότι είναι πραγματικά δύσκολο να εξηγήσει κάποιος τι ακριβώς είναι το «mother!» σε κάποιον που δεν το έχει δει, είναι και ανούσιο υπό τη λογική ότι είναι μια ταινία που όσο λιγότερα ξέρεις τη στιγμή που θα την παρακολουθήσεις, τόσο το καλύτερο για την εμπειρία που θα αποκομίσεις στην αίθουσα. Όχι ότι υπάρχει βέβαια κάποιος τρόπος να είσαι έτοιμος ή να ξέρεις τι ακριβώς θα δεις, όσα και να διαβάζεις γύρω από το φιλμ. Γιατί τόσο ιδιαίτερο είναι το συγκεκριμένο δημιούργημα του Aronofsky. Αρκεί να γνωρίζετε ότι παρακολουθεί την ιστορία μιας νεαρής γυναίκας (Jennifer Lawrence) που μένει σε ένα σπίτι στην εξοχή μαζί με τον ποιητή σύζυγό της (Javier Bardem) και που βλέπουν την ήσυχη ζωή τους να διαταράσσεται με κάθε πιθανό τρόπο.

Θεωρούμε το «Noah» την πιο εύκολη και επίπεδη ταινία του Aronofsky, στο βαθμό που όσο και αν προσπαθήσαμε, δεν καταφέραμε να ανακαλύψουμε κάποια επίπεδα ανάγνωσης που να δικαιολογούν την ύπαρξή της πέρα από ένα ακόμη blockbuster που εμπνέεται από τη βιβλική θεματολογία. Βλέποντας όμως το «mother!», μπορούμε να πούμε ότι εκτιμούμε πολύ περισσότερο αυτό που έκανε με το «Noah», ως απαρχή της ενασχόλησής του με πρόσωπα και καταστάσεις της Βίβλου, η οποία εδώ κορυφώνεται με εντελώς απρόσμενο τρόπο. Το «mother!» είναι πολλά πράγματα, αλλά πρώτα απ’ όλα είναι μια παραβολή για την Φύση και πόσο επεμβαίνουμε καταστροφικά στην λειτουργία της, για την Κοσμογονία, τον Αδάμ και την Εύα, τον Κάιν και τον Άβελ, αλλά και για την ίδια την δημιουργία ως μια επίπονη διαδικασία, με την Μούσα να εξαντλείται και με το δημιούργημα στο τέλος να μην ανήκει πια στον δημιουργό του, να τίθεται ελεύθερο προς κανιβαλισμό από το κοινό και η ίδια η ροή να ξεκινά μετά πάλι από την αρχή.

Το σπίτι του ζευγαριού εξελίσσεται και μεταλλάσσεται διαρκώς μέσα στην ταινία και εν τέλει αποτελεί μια ξενάγηση σε ένα μουσείο διαφορετικών και ετερόκλητων genre του σινεμά. Σε ένα πρώτο στάδιο, το φιλμ καταφέρνει να είναι διασκεδαστικό και να διατηρεί το σασπένς παρά τις ιδιαιτερότητές του. Από εκεί και έπειτα, όλα ανάγονται σε ένα συμβολικό επίπεδο και αποκτούν αυτόματα πολλαπλά νοήματα και το χάος που εξαπολύει ο Aronofsky κλιμακώνεται μαεστρικά μέχρι το φινάλε, ενώ σου δίνει την εντύπωση ότι η οθόνη πρόκειται να εκραγεί ανά πάσα ώρα και στιγμή. Από τον πρώιμο Polanski μέχρι τον Bunuel και από το ωμό horror των 70s στα ψυχολογικά θρίλερ των 90s, ο Aronofsky αφήνει τη φαντασία του να τον καθοδηγήσει, δίνοντας στον Bardem τόσο την υπόσταση του Θεού/Δημιουργού, αλλά και του ίδιου του του εαυτού (ίσως να μην είναι τυχαίο ότι επέλεξε έναν ηθοποιό γεννημένο την ίδια ακριβώς χρονιά με αυτόν) και η παρουσία της συντρόφου του στην πραγματική ζωή Jennifer Lawrence στο ρόλο της Μητέρας και της Μούσας, περιπλέκει ακόμη περισσότερο τα πράγματα σε ένα σημείο που ίσως να έχει μεγαλύτερη αξία να απολαύσεις το σκηνικό ως έχει από το να βυθιστείς σε μια δαιδαλώδη υπερανάλυση του φιλμ.

Μιας και το «mother!» αναδεικνύει και ισχυροποιεί με κάθε τρόπο το θηλυκό στοιχείο, δίνει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία στις Jennifer Lawrence και Michelle Pfeiffer να βγουν μπροστά και να ξεχωρίσουν με τις ερμηνείες τους. Και αν η Lawrence φλερτάρει πολύ συχνά με το στα όρια της υπερβολής παίξιμο και την «πολλή υποκριτική» (αν και δεν μπορούμε να φανταστούμε κάποια άλλη στο ρόλο της), η Pfeiffer με διακριτικότητα, έμφαση στη λεπτομέρεια και κομψότητα, παραδίδει μια χαμηλόφωνα και βραδυφλεγώς σπουδαία ερμηνεία όσο βρίσκεται στην οθόνη, χωρίς ποτέ να αποβάλλει το μυστήριο από πάνω της, σίγουρα από τις πιο ενδιαφέρουσες που έχουμε δει μέσα στο 2017.

Δεν βλέπεις συχνά ταινίες με την τιτάνια φιλοδοξία και την έλλειψη ορίων στο ταβάνι της φαντασίας τους σαν το «mother!». Σίγουρα δε θα έχει ευρεία αποδοχή από το κοινό που θα το παρακολουθήσει και είναι απολύτως λογικό. Δεν προσφέρει κάτι έτοιμο ούτε ευχάριστο και έρχεται σε ευθεία αντιπαράθεση με τη στρωτή αφήγηση και θεματολογία των ταινιών που παρακολουθεί ο κόσμος που αγάπησε μια διαφορετική πλευρά του Aronofsky από αυτή που παρουσιάζει ο ίδιος εδώ. Η συμβουλή μας είναι ακόμη και αν δεν θελήσετε να μπείτε σε διαδικασία αναλύσεων, να προσπαθήσετε να διασκεδάσετε με την έλλειψη ορίων του φιλμ, αφού κάτι τέτοιο είναι πραγματικά εφικτό και θεωρούμε πως είναι μια από τις πιο ζωντανές κινηματογραφικές εμπειρίες εδώ και καιρό. Το σίγουρο είναι πως όποια και αν είναι η γνώμη σας για το «mother!», όταν τελειώσει θα έχετε καταλάβει ακριβώς το λόγο ύπαρξης του θαυμαστικού στον τίτλο του.

Η ταινία κυκλοφορεί στις αίθουσες από την UIP.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΣΧΟΣ / [email protected]