Who is who: Έντι Μέρφι

who-is-who-enti-merfi

Φωτογραφίες:ΙΜDb

ΚΥΡΙΑΚΗ, 16 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2012

Ο κωμικός που ξεκίνησε να μας κάνει να γελάμε από τη δεκαετία του ’80 και συνεχίζει μέχρι και σήμερα, Έντι Μέρφι, έχει πλέον ωριμάσει, κλείνοντας 30 χρόνια μπροστά στις κάμερες.

Έντουαρντ Ρίγκαν Μέρφι είναι το πλήρες όνομα του μικρού αστέρα που γεννήθηκε στις 3 Απριλίου το 1961 στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης όπου και μεγάλωσε. Η μητέρα του, Λίλιαν, δούλευε σε τηλεφωνικό κέντρο και ο πατέρας του, Τσαρλς Έντουαρντ Μέρφι, ήταν αστυνομικός, αλλά και ερασιτέχνης ηθοποιός και κωμικός, προφανώς κληρονομώντας το γονίδιο της κωμωδίας και στο γιο του. Δυστυχώς, όμως, έχασε τον πατέρα του νωρίς και όταν αρρώστησε και η μητέρα του που μεγάλωνε τον ίδιο και τον αδερφό του, αναγκάστηκε να ζήσει με θετούς γονείς για ένα χρόνο, στα 8 του – κι όπως αναφέρει ο ίδιος σε συνεντεύξεις του, το διάστημα αυτό ήταν κρίσιμο για τη διαμόρφωση της αίσθησης του χιούμορ του.

Αργότερα επέστρεψε στη μητέρα του και τον πατριό του στο Ρούζβελτ, όπου μεγάλωσε μαζί με τον αδερφό του και γύρω στα 15 ξεκίνησε ήδη να γράφει και να παρουσιάζει τα δικά του σκετς σε μαγαζιά, αλλά και στο σχολείο του, φανερά επηρεασμένος από τους κωμικούς της εποχής, όπως τον Μπιλ Κόσμπι.

Το ταλέντο του και το χιούμορ του δεν άργησε να εκτιμηθεί από ανθρώπους του χώρου και ο Έντι Μέρφι ξεκίνησε δικό του σόου στο Μανχάταν, με τους ιδιοκτήτες του club όπου εμφανιζόταν, μάλιστα, να εντυπωσιάζονται και να μανατζάρουν τελικά τον Μέρφι.

Ο ίδιος πέρασε και από το Bay Area comedy club, απ’ όπου είχαν περάσει ο Ρόμπιν Γουίλιαμς και η Γούπι Γκόλντμπεργκ, κάνοντας stand-up comedy, ενώ το αργότερα πέρασε από οντισιόν για το επιτυχημένο σόου «Saturday night live», όπου κατάφερε να αποκτήσει μια θέση με την ιδιότητά του ως κωμικού. Το χιούμορ βέβαια του Μέρφι την εποχή εκείνη άγγιζε πολλές φορές τα όρια του μη αποδεκτού, αφού περιλάμβανε πολλά ρατσιστικά σχόλια, ενώ ο ίδιος αναγκάστηκε να ζητήσει συγγνώμη για τα αστεία του εις βάρος των ομοφυλόφιλων και των ανθρώπων που πάσχουν από τον ιό HIV.

Μπαίνοντας στο χώρο του κινηματογράφου (και της μουσικής) με το δεξί

Δεν είναι σύνηθες το κινηματογραφικό ντεμπούτο ενός ηθοποιού να στέφεται με επιτυχία, παρ’ όλ’ αυτά στην περίπτωση του Έντι Μέρφι, τα πράγματα πήγαν κατ’ ευχήν. Το 1982 πρωταγωνιστεί μαζί με τον Νικ Νόλτε στην αστυνομική κομεντί «48 ώρες» σκηνοθεσίας Ουώλτερ Χιλ και εκτός του ότι έχει πρωταγωνιστικό ρόλο από την πρώτη του κιόλας κινηματογραφική εμφάνιση, βρίσκεται και υποψήφιος για Χρυσή Σφαίρα, ενώ το «48 ώρες» δέχεται θετικές κριτικές και πηγαίνει καλά εμπορικά, χαρίζοντάς του αισιοδοξία για μια λαμπρή συνέχεια. Μάλιστα, η ταινία αυτή με θέμα τους ντετέκτιβ-φίλους αποτελεί μια από τις πρώτες του είδους που ευδοκίμησε μέσα στα 80s και 90s.

Με τον ίδιο σκηνοθέτη και τους 2 πρωταγωνιστές στις θέσεις τους, το 1990 βγαίνει και το σίκουελ της ταινίας, το «Άλλες 48 ώρες», το οποίο πηγαίνει καλύτερα από εμπορική άποψη από το πρώτο, συγκεντρώνοντας περισσότερα από 150 εκατομμύρια δολάρια στα ταμεία, αλλά υστερώντας λίγο στις κριτικές.

Για τις ανάγκες της πρώτης ταινίας ο Μέρφι έκανε φωνητικά στο «The boys are back in town» των The Bus Boys, ενώ ασχολήθηκε γενικότερα με τη μουσική στην καριέρα του, βγάζοντας 2 hit singles μέσα στα 80s και κυκλοφορώντας το 1985 το προσωπικό του άλμπουμ «How could it be». Στις αρχές των 90s βγάζει και δεύτερο άλμπουμ, το «Love’s alright», ενώ σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του ηχογραφεί τραγούδια για τις ανάγκες ταινιών και μη και συμμετέχει σε βίντεο κλιπ, όπως το «Remember the time» του Μάικλ Τζάκσον, ενώ ο αγαπημένος του μουσικός, όπως ο ίδιος δηλώνει, είναι ο Έλβις Πρίσλεϊ.

Μετά το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο το 1982, την επόμενη χρονιά βρίσκεται με τον Νταν Άκροϊντ στην υποψήφια για Όσκαρ καλύτερης μουσικής κωμωδία «Πολυθρόνα για δύο» του Τζον Λάντις, όπου είναι και πάλι υποψήφιος για Χρυσή Σφαίρα, ενώ ταυτόχρονα συνεχίζει μέχρι και το 1984 τις εμφανίσεις του στο «Saturday night live».

Το 1984 μπαίνει ίσως στον πιο χαρακτηριστικό ρόλο της καριέρας του, ερμηνεύοντας τον «Μπάτσο του Μπέβερλι Χιλς», γνωστό και ως Άλεξ Φόλεϊ, ο οποίος βάζει συνεχώς σε μπελάδες τους αστυνομικούς που τον προσέχουν. Η ταινία βρίσκεται υποψήφια για Όσκαρ καλύτερου σεναρίου, το θεματικό της τραγούδι (Axel F του Harold Faltermeyer) αναστατώνει ακόμη και σήμερα κοινό και djs, συγκεντρώνει καλές κριτικές και ξεπερνά τα 300 εκατομμύρια στο box office, δυστυχώς, όμως, άλλη μια Χρυσή Σφαίρα για την οποία είναι υποψήφιος, δεν καταφέρνει να φτάσει ποτέ στα χέρια του Μέρφι. Λόγω των υποχρεώσεών του στην εν λόγω ταινία, ο Μέρφι μάλιστα αναγκάστηκε να αρνηθεί το ρόλο του Γουίνστον Ζέντεμορ σε μια άλλη επιτυχημένη κωμωδία, το «Ghostbusters».

Ακολουθεί το «Χρυσό παιδί» του Μάικλ Ρίτσι, με τον Μέρφι σε ρόλο… «εκλεκτού» που πρέπει να βρει ένα χαρισματικό παιδί και να το σώσει από τις σκοτεινές δυνάμεις. Ο ρόλος αρχικά είχε γραφτεί για τον Μελ Γκίμπσον, ο οποίος τον απέρριψε και η ταινία πήρε έναν πιο κωμικό χαρακτήρα με τη συμμετοχή του Μέρφι, πηγαίνοντας καλά εμπορικά, αλλά λαμβάνοντας λιγότερο καλές κριτικές από τις προηγούμενες ταινίες του.

Το 1987, ο Άλεξ Φόλεϊ ξαναζωντανεύει στο σίκουελ του «Μπάτσου του Μπέβερλι Χιλς» σκηνοθετημένο από τον Τόνι Σκοτ αυτή τη φορά και η επιτυχία είναι δεδομένη, παρά τις ανάμεικτες κριτικές. Συζητήθηκε μάλιστα, η μεταφορά της ταινίας στη μικρή οθόνη σε τηλεοπτική σειρά, αλλά ο Μέρφι αρνήθηκε να συμμετάσχει, δηλώνοντας παρ’ όλ’ αυτά ότι είναι θετικός για μια τρίτη ταινία. Το τρίτο μέρος του «Μπάτσου του Μπέβερλι Χιλς» ήρθε λίγο αργότερα, το 1994, με τη σκηνοθετική μπαγκέτα του Τζον Λάντις, όμως η απουσία του Τζον Άστον, του Ρόνι Κοξ και του Πολ Ράιζερ από το καστ, άφησε άσχημη γεύση σε κοινό και κριτικούς. Παρ’ όλο’ αυτά η ταινία συγκέντρωσε περίπου 120 εκατομμύρια δολάρια στα ταμεία, αλλά βρέθηκε και υποψήφια για Χρυσό Βατόμουρο ως το χειρότερο ριμέικ, με την πορεία του «Μπάτσου του Μπέβερλι Χιλς» να σταματά κάπου εκεί.

Με τον Τζον Λάντις, ο Έντι Μέρφι συνεργάστηκε και στο «Ο πρίγκιπας της Ζαμούντα» (1988), με τον Μέρφι στο ρόλο του πρίγκιπα που όμως κρύβει την πραγματική του ταυτότητα προσπαθώντας να ζήσει φυσιολογικά, ενώ το 1989 γράφει το σενάριο, σκηνοθετεί για πρώτη φορά, αλλά και πρωταγωνιστεί μαζί με τον αξέχαστο Αμερικανό κωμικό Ρίτσαρντ Πράιορ στην κομεντί «Harlem nights». Δυστυχώς, όμως, οι κριτικοί –σε αντίθεση με το κοινό- δεν «αγκαλιάζουν» την ταινία, η οποία μάλιστα κερδίζει το Χρυσό Βατόμουρο χειρότερου σεναρίου, ενώ ο Μέρφι βρέθηκε υποψήφιος για Χρυσό Βατόμουρο χειρότερου σκηνοθέτη, την ίδια στιγμή που η ταινία ήταν υποψήφια για Όσκαρ καλύτερων κοστουμιών.

Δεν ήταν η πρώτη φορά πάντως που ο διάσημος ηθοποιός έβαζε την υπογραφή του στο σενάριο ταινίας, αφού έδωσε τις ιδέες και τα φώτα του τόσο στο σενάριο του «Μπάτσου του Μπέβερλι Χιλς 2», όσο και στον «Πρίγκιπα της Ζαμούντα».

Η «κοιλιά» στην καριέρα του και η επάνοδος

Η ανοδική του πορεία μέσα στη δεκαετία του ’80, συνεχίζει μάλλον καθοδικά μέχρι τα μέσα του ’90, με τις κριτικές και τις εισπράξεις να μην φτάνουν στα επίπεδα που είχε συνηθίσει. Εξαιρέσεις αποτελούν το «Boomerang» που συγκεντρώνει 130 εκατομμύρια δολάρια και το «Vampire in Brooklyn» που καταφέρνει να ξεπεράσει το budget του, παρά τις αρνητικές κριτικές.

Μετά τα μέσα της δεκαετίας, όμως, καταφέρνει να κάνει και πάλι επιτυχίες, με πρώτο το «The nutty professor» και τον Μέρφι σε πολλαπλούς ρόλους, αφού υποδύεται όλη την οικογένεια του υπέρβαρου καθηγητή Σέρμαν Κλάμπ, αλλά και τον ίδιο. Η ταινία κερδίζει Όσκαρ καλύτερου μακιγιάζ και ο Μέρφι κερδίζει βραβείο Saturn καλύτερου ηθοποιού και Blockbuster Entertainment award, ενώ είναι και πάλι υποψήφιος για Χρυσή Σφαίρα και η επιτυχία συνεχίζεται με το «Doctor Dolittle» το 1998, όπου ο Μέρφι έχει μια περίεργη ιδιότητα: μπορεί και συζητά με ζώα. Η ταινία πλησιάζει σχεδόν τα 300 εκατομμύρια δολάρια στο box office, ενώ εμπορικά καλά πάει και το «Dr. Dolittle 2» (2001), αλλά και το σίκουελ «Nutty professor II: The Klumps» (2000), για το οποίο ο Μέρφι φτάνει τη μεγαλύτερη αμοιβή που είχε ως τότε, των 20 εκατομμυρίων δολαρίων συν ποσοστά από τα κέρδη.

Όσο καλά πηγαίνουν, όμως, οι ταινίες του που απευθύνονται σε οικογένειες και παιδιά, οι υπόλοιπες δουλειές του που απευθύνονται σε πιο ενήλικο κοινό, όπως το «Metro» (1997) του Τόμας Κάρτερ, η κομεντί «I Spy» με τον Όουεν Γουίλσον, το «Holy man» (1998), το «Showtime» κ.ά., δεν έχουν την ίδια τύχη. Ρεκόρ αποτυχίας σημειώνει μάλιστα η επιστημονικής φαντασίας κομεντί «Pluto Nash», η οποία με budget 100 εκατομμυρίων σημειώνει εισπράξεις μόλις 7 εκατομμυρίων δολαρίων, ενώ εξαίρεση αποτελεί η κομεντί «Bowfinger» (1999)του Φρανκ Οζ με τον Στιβ Μάρτιν, η οποία εκτός του ότι πήγε καλά εμπορικά, έλαβε και καλές κριτικές.

Το 2006 καταφέρνει να κερδίσει επιτέλους αυτή την πολυπόθητη Χρυσή Σφαίρα μετά από τόσες υποψηφιότητες, αλλά βρίσκεται και υποψήφιος για Όσκαρ β’ ανδρικού ρόλου για το ρόλο του στην ταινία – μεταφορά του μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ του ’81, «Dreamgirls», σκηνοθεσίας Μπιλ Κόντον, πλάι στη διάσημη τραγουδίστρια Μπιγιονσέ Νόουλς, όπου υποδύεται τον τραγουδιστή της soul, Τζέιμς Έρλι. Η ταινία σημειώνει εισπράξεις που ξεπερνούν τα 150 εκατομμύρια δολάρια και οι θετικές κριτικές για την ταινία επιβεβαιώνουν όλους τους συντελεστές της, μαζί και τον διάσημο ηθοποιό.

Στο μεταξύ ο Έντι Μέρφι έχει «χαρίσει» αρκετές φορές τη φωνή του σε ταινίες animation, με πιο σημαντική τον «Shrek» και όλα τα σίκουελς, όπου ο Μέρφι δίνει φωνή στον… γάιδαρο, τον κολλητό του Σρεκ και αμείβεται… αδρά γι’ αυτό, αφού για στο «Shrek 2» η αμοιβή του έφτασε τα 10 εκατομμύρια δολάρια.

Το 2007 πρωταγωνιστεί στην κωμωδία «Norbit» σε τριπλό, μάλιστα, ρόλο και δυστυχώς σαρώνει τα… Χρυσά Βατόμουρα και μετά τις κωμωδίες «Meet Dave» (2008) και «Imagine that» (2009), οι οποίες δεν πήγαν καλά εμπορικά, επιστρέφει και πάλι στη μεγάλη οθόνη μαζί με τον Μπεν Στίλερ και τον Κέισι Άφλεκ προσπαθώντας να κάνουν πραγματικότητα το… μεγάλο κόλπο στην κωμωδία «Πώς να κλέψετε έναν ουρανοξύστη» του Μπρετ Ράτνερ. Η ταινία μέχρι στιγμής λαμβάνει θετικές κριτικές και ο Μέρφι αμείβεται με 7,5 εκατομμύρια για να ερμηνεύσει τον Slide, έναν έμπειρο απατεώνα.

Ο Έντι Μέρφι, μάλιστα, επρόκειτο να παρουσιάσει και τα 84α βραβεία Όσκαρ το 2012, τελικά, όμως, αποσύρθηκε από αυτό το ρόλο μετά το σκάνδαλο που ξέσπασε όταν ο Μπρετ Ράτνερ έκανε κάποιες ομοφοβικές δηλώσεις που τον οδήγησαν σε παραίτηση από την παραγωγή της τελετής των βραβείων.

Μέρφι ο… οικογενειάρχης

Ο Έντι Μέρφι σήμερα έχει 5 παιδιά από το γάμο του με τη Νικόλ Μίτσελ Μέρφι, με την οποία παντρεύτηκε το 1993 και χώρισε το 2006, με το μεγαλύτερό του παιδί να είναι 22 ετών και το μικρότερο 9 ετών, ενώ έχει άλλα δύο παιδιά από τις σχέσεις του με τις Ταμάρα Χουντ και Πωλέτ Μακ Νίλι. Μετά το διαζύγιό του, ο διάσημος ηθοποιός έγινε θέμα των αμερικάνικων και όχι μόνο κουτσομπολίστικων εφημερίδων λόγω της σχέσης του με το… Spice Girl, Μέλανι Μπράουν και της εγκυμοσύνης της. Η ίδια δήλωνε ότι το παιδί είναι του Μέρφι, αυτός, όμως, περίμενε να γίνει το τεστ dna μετά τη γέννηση του παιδιού, το οποίο και απέδειξε την πατρότητά του.

Σήμερα είναι μαζί με την παραγωγό Τρέισι Έντμοντς, με την οποία έχει ανταλλάξει γαμήλιους όρκους στα νησιά Μπόρα Μπόρα σε μια κλειστή τελετή, χωρίς, όμως, να έχουν επισημοποιήσει ακόμη με νόμιμες διαδικασίες το γάμο τους.

Ενδεικτική φιλμογραφία: «48 Hours» (1982), «Trading places» (1983), «Best defense» (1984), «Beverly Hills cop» (1984), «The golden child» (1986), «Beverly Hills cop II» (1987), «Coming to America» (1988), «Harlem nights» (1989), «Another 48 Hrs.» (1990), «Boomerang» (1992), «The distinguished gentleman» (1992), «Beverly Hills cop III» (1994), «Vampire in Brooklyn» (1995), «The nutty professor» (1996), «Metro» (1997), «Doctor Dolittle» (1998), «Holy man» (1998), «Life» (1999), «Bowfinger» (1999), «Nutty professor II: The Klumps» (2000), «Dr. Dolittle 2» (2001), «Showtime» (2002), «Pluto Νash» (2002), «I spy» (2002), «Daddy day care» (2003), «The haunted mansion» (2003), «Dreamgirls» (2006), «Norbit» (2007), «Meet Dave» (2008), «Imagine that» (2009), «Tower heist» (2011), «Α thousand words» (2012).