Κριτική ταινίας:«Νικώντας το σκοτάδι»

kritiki-tainiasnikontas-to-skotadi

ΠΕΜΠΤΗ, 20 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2012

Ένα αντιπολεμικό και σαφέστατα αντιρατσιστικό μήνυμα περνάει η Πολωνή σκηνοθέτιδα Ανιέσκα Χόλαντ με την ταινία της «Νικώντας το Σκοτάδι».

«Νικώντας το σκοτάδι»

Βασισμένη σε αληθινή ιστορία και με φόντο την εποχή του Ολοκαυτώματος, η ταινία αναπαριστά μέσα από διάφορους χαρακτήρες και καταστάσεις την ανθεκτικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και τον αγώνα που αυτή δίνει ωθούμενη από το ένστικτο της επιβίωσης.

Βρισκόμαστε στην πόλη Λβιβ της Πολωνίας το Μάρτιο του 1943. Στο πλαίσιο μιας επιχείρησης εκκαθάρισης των γκέτο από τους Γερμανούς, κάποιοι εβραίοι κάτοικοι καταφέρνουν να ξεφύγουν και να κρυφτούν στους υπονόμους βρίσκοντας, έτσι, καταφύγιο κάτω από τη γη. Μέσα στην εξαθλίωση, τη φτώχεια και τη μιζέρια –που είναι επόμενη εν καιρώ πολέμου- ο Πολωνός Λέοπολντ Σόχα (Ρόμπερτ Βιεκίεβιτς) βρίσκει την ευκαιρία να κερδίσει χρήματα. Όντας δημοτικός υπάλληλος στις αποχετεύσεις και γνωρίζοντάς τες πολύ καλά, θα εκμεταλλευτεί αυτήν του την ιδιότητα βοηθώντας τους επιζήσαντες εβραίους, πηγαίνοντάς τους κάθε μέρα φαγητό, με κίνδυνο τη ζωή του. Το αντίτιμο, βέβαια, ήταν τα χρήματα που εξασφάλιζαν μια άνετη ζωή στην οικογένειά του.

Εμπνευσμένο από το βιβλίο του Ρόμπερτ Μαρσάλ «In the Sewers of Lvov: A Heroic Story of Survival from the Holocaust», το εγχείρημα αυτό της Χόλαντ περιγράφει τις συνθήκες ζωής ανδρών, γυναικών και παιδιών που έζησαν στο αηδιαστικό περιβάλλον των υπονόμων για μήνες καθώς και την πορεία ενός μικροαπατεώνα που εξελίσσεται σε ήρωα. Τα κίνητρα δράσης και τα όρια μεταξύ ιδιοτέλειας και ανιδιοτέλειας ή ανθρωπισμού σιγά-σιγά γίνονται θολά και αυτό αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία του φιλμ.

Η Ανιέσκα Χόλαντ προερχόμενη από την Κινηματογραφική Σχολή της Πράγας, έχει συνεργαστεί με μεγάλους Πολωνούς σκηνοθέτες: τον Κριστόφ Ζανούσι, τον Αντρέι Βάιντα και τον Κριστόφ Κισλόφσκι (με τον τελευταίο στο σενάριο της περίφημης τριλογίας «Τρία Χρώματα»). Έγινε ιδιαίτερα γνωστή για την ταινία της «Europa Europa» (1990) η υπόθεση της οποίας εκτυλίσσεται επίσης στην εποχή του ολοκαυτώματος και βασίζεται σε αληθινά γεγονότα. Μαζί με το «Angry Harvest» (1985) και το «Europa Europa», το «Νικώντας το Σκοτάδι» θα λέγαμε ότι συνιστά μια τριλογία που την κλείνει ταυτόχρονα. Και οι τρεις παραγωγές έχουν προταθεί για Όσκαρ.

Αναπόφευκτα το «Νικώντας το Σκοτάδι» μας κάνει να θυμηθούμε τη γνωστή «Λίστα του Σίντλερ» του Σπίλμπεργκ, ταινία με παρόμοιο θέμα.

Αν και το θέμα της ναζιστικής κατοχής με όλα τα δεινά που αυτή επισύρει έχει πολυσυζητηθεί και σκηνοθετηθεί αρκετές φορές για τη μεγάλη οθόνη, δίνοντας έτσι στους θεατές μια βαριεστημένη (;) εντύπωση του déjà-vu, ωστόσο, η συγκεκριμένη ταινία έχει να παρουσιάσει κάποια αξιοσημείωτα στοιχεία. Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς πώς η σκηνοθέτιδα χρησιμοποιεί την εναλλαγή φωτός και σκοταδιού για να «βάλει» το θεατή μέσα στην ατμόσφαιρα, να τον κάνει να συμπάσχει με τους εγκλείστους. Η ίδια περιπλανήθηκε σε διάφορους υπονόμους προκειμένου να οικειοποιηθεί το περιβάλλον και να το αποτυπώσει όσο πιο πιστά γίνεται. Χωρίς να διστάζει πουθενά, κινηματογραφεί ακόμη και τους αρουραίους που συμβιώνουν με τους εβραίους και περπατάνε πάνω τους. Η βρώμα και η δυσωδία των αποβλήτων αναπαρίσταται στην οθόνη ανάμεικτη με τη δυσωδία του πολέμου και των ρατσιστικών πεποιθήσεων των κατακτητών.

Με το ελάχιστο φως κάποιων φακών που πέφτει φειδωλά πάνω στους ανθρώπους που ζουν κάτω από τη γη, η Χόλαντ καταγράφει με την κάμερά της τη ζωή τους: τις γκρίνιες, την καθημερινότητά τους, τους έρωτές τους ακόμη και τη γέννηση ενός μωρού. Το φως είναι τόσο λιγοστό που κουράζει το θεατή από τη συχνή επανάληψη σκηνών μέσα στο σκοτάδι. Από την άλλη, το σκοτάδι δημιουργεί ένα ενδιαφέρον κοντράστ με το άπλετο φως που πέφτει -ενισχυμένο κάποιες φορές από την εκτυφλωτική παρουσία του χιονιού- όταν αναπαριστώνται οι ζωές όσων ζουν πάνω από τη γη. Μήπως μια μεταφορά μεταξύ φωτός-ελευθερίας και σκοταδιού-σκλαβιάς; Σκέψη που έρχεται να επιβεβαιώσει το τέλος της ταινίας. Είναι χαρακτηριστικό, επίσης, ότι όταν κάποιοι «αιχμάλωτοι» τείνουν το κεφάλι τους έξω από τον υπόνομο –όπως το κοριτσάκι- το φως της κάμερας οικειοποιείται το βλέμμα του εκάστοτε προσώπου: θολό στην αρχή, γίνεται βαθμιαία όλο και πιο καθαρό υπογραμμίζοντας έτσι την πολύχρονη διαμονή τους στα υπόγεια.

Παρόλο που λείπει κάτι από τη συνταγή της Χόλαντ και σε κάποια σημεία η ταινία εξαντλεί, θα λέγαμε, την υπομονή του θεατή, ωστόσο η προσοχή στη λεπτομέρεια αναπληρώνει τυχόν κενά. Το χτύπημα των καμπάνων, για παράδειγμα, που ακούγεται στο υπόγειο (εντελώς τυχαία;) όταν πεθαίνει ένας άνθρωπος ή όταν γεννιέται ένα παιδί προσδίδει μια τελετουργική απόχρωση στα συμβάντα. Η μουσική δε του Γιόχαν Στράους, με τις γλυκές και ευγενικές νότες του να πέφτουν όταν οι Ναζί διαπράττουν εγκλήματα, δημιουργεί μια ειρωνική αντίστιξη αισθητικά αξιόλογη. Η ταινία είχε προταθεί για Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης ταινίας το 2012. Πρωταγωνιστούν οι: Robert Wieckiewicz, Benno Fürmann, Agnieszka Grochowska. Η ταινία προβάλλεται από Seven Films/Spenzos Films.

ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ