Κριτική ταινίας: «Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει»
Η Χρυσή Άρκτος του 62ου Φεστιβάλ του Βερολίνου (2012) απονεμήθηκε στους αδελφούς Ταβιάνι για την ταινία τους «Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει».
«Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει»
Το σκηνοθετικό δίδυμο εντυπωσίασε κοινό και κριτικούς με την τόλμη του να μεταφέρει τον «Ιούλιο Καίσαρα» του Σαίξπηρ μέσα σε ένα περιβάλλον φυλακής, αφήνοντας ελεύθερους τους κρατουμένους να ερμηνεύσουν τα πρόσωπα της τραγωδίας, ο καθένας με το δικό του τρόπο και στη δική του διάλεκτο. Μια κινηματογραφική απόδοση πρωτότυπη και ευρηματική ξεγλιστρώντας επιδέξια από την παγίδα της γελοιοποίησης που ενέχει οποιαδήποτε απόπειρα μεταφοράς στον κινηματογράφο ενός θεατρικού έργου και δη μάλιστα μιας τραγωδίας.
Όλα ξεκίνησαν όταν οι δύο σκηνοθέτες είδαν τους φυλακισμένους του σωφρονιστικού κέντρου της Rebibbia να απαγγέλουν στίχους από την «Κόλαση» του Δάντη. Στη συγκεκριμένη φυλακή, μια θεατρική ομάδα είχε σχηματιστεί με διάφορες παραστάσεις στο ενεργητικό της. Η «Κόλαση» του Δάντη παρέπεμψε αμέσως στην «κόλαση» που ζούσαν οι φυλακισμένοι και έδωσε την ιδέα στους αδελφούς Ταβιάνι να σκηνοθετήσουν μια ταινία που θα είχε ως βάση ένα κείμενο για το θέατρο. Διάλεξαν τον «Ιούλιο Καίσαρα» του Σαίξπηρ, μια ιστορία με ίντριγκες, συνωμοσίες και δολοφονίες, θέματα διόλου ξένα, θα λέγαμε, στη ζωή των φυλακισμένων. Η ιδέα, μάλιστα, ήρθε από μια φράση του ίδιου του κειμένου πάνω στο δολοφόνο του Καίσαρα «Ο Βρούτος είναι ένας τίμιος άνδρας».
Ένα στοιχείο της πρωτοτυπίας –που προαναφέρθηκε- έγκειται στο ότι τα πρόσωπα της τραγωδίας ενσαρκώνονται από τους ίδιους τους κρατουμένους, εκτός από τους Salvatore Striano (στον περίφημο ρόλο του Βρούτου) και Maurilio Giaffreda που έχουν εκτίσει την ποινή τους και τώρα είναι ελεύθεροι. Ο γεμάτος στόμφος λόγος τους και οι ικανότητες ερμηνείας που επέδειξαν δημιούργησαν απορίες αλλά και θαυμασμό.
Η ταινία αρχίζει μέσα σε ένα λιτό περιβάλλον και ντεκόρ, με κυρίαρχο το κόκκινο, όπου αναπαρίσταται ο θάνατος του Βρούτου, σημείο αποκορύφωσης αυτής της τραγωδίας του Σαίξπηρ. Οι ηθοποιοί με κοστούμια εποχής κάνουν την πρώτη τους εμφάνιση στην οθόνη. Η προτεραιότητα δίδεται στο λόγο και στις εκφράσεις του προσώπου που γίνονται έντονα αισθητές από τα πολύ κοντινά και σφιχτά πλάνα. Βαθμιαία με ένα τράβελινγκ προς τα πίσω, το κάδρο αποκτά προοπτική και ο θεατής αντιλαμβάνεται ότι η δράση κινείται μέσα σε πλαίσια φυλακής με τους ερμηνευτές της παράστασης να είναι φυλακισμένοι. Σύντομα τα πλάνα με τα συγχαρητήρια και τα χειροκροτήματα τα διαδέχονται πλάνα επιστροφής στο κελί και εγκλεισμού.
Με ένα χρονικό άλμα η διήγηση μεταφέρεται έξι μήνες πριν, όταν η θεατρική ομάδα πήρε την απόφαση να ανεβάσει το έργο. Αυτόματα οι πολύχρωμες αποχρώσεις εξαφανίζονται παραχωρώντας τη θέση τους στο άσπρο και μαύρο. Οι σκηνοθέτες δεν αργούν να ενημερώσουν το κοινό πάνω στην ταυτότητα των ηθοποιών-φυλακισμένων, τα διάφορα εγκλήματα για τα οποία κατηγορήθηκαν καθώς και την ποινή που εκτίουν. Κατά τη διάρκεια της audition, τους βάζουν να μιλήσουν για τον εαυτό τους σε δύο εντελώς αντιθετικά ύφη και στυλ λόγου. «Οι ασκήσεις ύφους» του Raimond Queneau παίρνουν σάρκα και οστά στην οθόνη αποτυπώνοντας εύγλωττα τις ρητορικές μορφές και το αισθητικό αποτέλεσμα που αυτές δημιουργούν.
Μόλις αρχίζουν οι μελέτες των ρόλων από τους ερμηνευτές, διαφορετικά επίπεδα ανάγνωσης της ταινίας μπαίνουν το ένα μέσα στο άλλο προβληματίζοντας μεν το θεατή, εντυπωσιάζοντας δε αισθητικά με την αμφισημία τους. Οι έγκλειστοι μέσα στο φυσικό περιβάλλον της φυλακής, χωρίς σκηνικά και κοστούμια αυτή τη φορά, ταυτίζονται αρκετά συχνά με τα πρόσωπα του Σαίξπηρ στη συνείδηση του θεατή, δημιουργώντας μια διπλή αναπαράσταση: των φυλακισμένων που κάνουν πρόβα τους ρόλους τους από τη μια, αλλά και του ίδιου του έργου του «Ιούλιου Καίσαρα» από την άλλη. Το κείμενο του Σαίξπηρ ζωντανεύει καθώς χρωματίζεται από την εσωτερική φωνή των φυλακισμένων- ερμηνευτών που με απλό και σοφό τρόπο εκφράζονται μέσα από αυτό, τονίζοντας την καθολικότητα και διαχρονικότητά του. Για κάποια λεπτά, μάλιστα, δίνεται η εντύπωση ότι δεν μιλούν τα πρόσωπα της τραγωδίας αλλά οι φυλακισμένοι που λογομαχούν για τις διαφορές τους.
Η επιλογή της ασπρόμαυρης εικόνας συνεπικουρεί στη δημιουργία όλης της παραπάνω σύγχυσης. Οι κατάδικοι βαθμιαία παίρνουν τις διαστάσεις μυθικών φιγούρων κινούμενοι μέσα σε μια ατμόσφαιρα φυλακής που γλιστρά επιδέξια προς το ντεκόρ μιας θεατρικής σκηνής. Η ευλυγισία της κίνησης της κάμερας απελευθερώνει το θεατή από την πολυθρόνα του προσφέροντάς του διάφορες οπτικές γωνίες των προσώπων, της δράσης αλλά και του ντεκόρ. Το έργο ακροβατεί αριστοτεχνικά μεταξύ του πνεύματος του λόγου του Σαίξπηρ, της φυσικότατης ερμηνείας του από τους ηθοποιούς και της σκληρής πραγματικότητας της φυλάκισης. Η τελευταία υπογραμμίζεται πολύ εύστοχα –ανάμεσα σε άλλα- και από ένα πλάνο plongé της ιδιόμορφης σκεπής, θα λέγαμε, με τα συρματοπλέγματα κάτω από τα οποία δρουν τα πρόσωπα.
«Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει» με τις ασπρόμαυρες αμφιταλαντεύσεις του μεταξύ τέχνης, ελευθερίας, ανθρωπισμού και εγκλεισμού θα αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα πρωτότυπης κινηματογραφικής προσέγγισης τραγωδίας μέσα από μια σύγχρονη ματιά.
Πρωταγωνιστούν οι : Cosimo Rega, Salvatore Striano, Maurilio Giaffreda, Giovanni Arcuri, Fabio Cavalli. H ταινία προβάλλεται από την Ama Films.
ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ







