Ο «Γιος της Σοφίας» αποτυπώνει το τέλος της ελληνικής αθωότητας

o-gios-tis-sofias-gios-tis-sofias
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 01 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2017

Η νέα ταινία της Ελίνας Ψύκου είναι μια διαφορετική ιστορία ενηλικίωσης με φόντο την Ολυμπιάδα του 2004.

Έχουν συμπληρωθεί αισίως 13 ολόκληρα χρόνια από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας. Ο λόγος που νιώθουμε αυτή την εποχή τόσο μακρινή ωστόσο δεν είναι επειδή αυτό το διάστημα έχουν μεσολαβήσει άλλες τρεις Ολυμπιάδες. Είναι η διαφορά ανάμεσα σε δύο διαφορετικές Ελλάδες, ανάμεσα σε μια πανέμορφη φούσκα και στα απομεινάρια της όταν έσκασε στον ανεμιστήρα και τα λαμπερά φώτα έφυγαν από την νοτιοανατολική πλευρά της Μεσογείου, με τη δημοσιότητα που ακολούθησε να είναι εντελώς διαφορετική.

Το 2004 ήταν μια χρονιά που η ποπ αισθητική μας περιστρεφόταν γύρω από τον άξονα της Eurovision, την οποία είχαμε εθνικό ως εθνικό καημό να κερδίζουμε πάση θυσία, λες και όλη μας η ύπαρξη ως έθνος εξαρτιόταν από αυτό και μόνο το γεγονός. Αυτό το καλοκαίρι του 2004 ήταν το αποκορύφωμα μιας ολόκληρης κοσμοθεωρίας για την οποία δεν υπάρχει ούτε παρελθόν ούτε μέλλον και που ενδιαφερόταν μόνο για το φαντασμαγορικό παρόν, χωρίς να θέτει ερωτήματα για το τι συμβαίνει πέρα από το εδώ και τώρα. Αυτή η απόλυτη προσωρινή ευδαιμονία ήταν και η αμαρτία που πληρώνουμε ακόμη σήμερα, για όσους έζησαν όμως αυτή τη μετάβαση του πριν και του μετά, το 2004 είναι και η χρονιά που συμβολίζει το οριστικό και αμετάκλητο τέλος του τρυφερού πανεθνικού παραμυθιού μας, ένας βίαιος όσο και δύσκολος αποχαιρετισμός.

Αυτή η ιστορία της εθνικής μας ενηλικίωσης δεν έχει απασχολήσει σε τόσο μεγάλο βαθμό το σύγχρονο ελληνικό σινεμά, τουλάχιστον όχι στο βαθμό της άμεσης σύνδεσης με την παρουσίαση της ακριβούς στιγμής της μετάβασης. Είναι λοιπόν ευτυχής η ύπαρξη του «Γιου της Σοφίας», της νέας ταινίας της Ελίνας Ψύκου που μετά την «Αιώνια επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά» δημιουργεί μια ταινία που την καθιστά πια ως μια ξεχωριστή φωνή του Greek Weird Wave, η οποία ενσωματώνει τον ρεαλισμό μέσα σε έναν μαγικό και παραμυθένιο κόσμο, με τους ήρωες όμως να μην αιθεροβατούν σε μια κούφια νεφελοκοκκυγία, αλλά να είναι θύματα της ίδιας της πραγματικότητας. Ας το θέσουμε διαφορετικά: η Ελίνα Ψύκου διαθέτει το χάρισμα να κινηματογραφεί αυτή ακριβώς τη στιγμή που η πραγματικότητα χάνει τη δυνατότητα να διηγείται παραμύθια και για αυτό πρέπει να αναπροσαρμόσεις τα ήδη υπάρχοντα ώστε αν θέλεις να επιβιώσεις να πρέπει να φτιάξεις δικές σου ιστορίες σε έναν εντελώς προσωπικό κόσμο.

Πρωταγωνιστής στον «Γιο της Σοφίας» είναι ο 11χρονος Μίσα (με το όνομά του να παραπέμπει στην μασκότ των Ολυμπιακών Αγώνων του 1980 στην Μόσχα) ο οποίος έρχεται στην Ελλάδα από την Ρωσία για να ζήσει με τη μητέρα του, Σοφία, η οποία όπως μαθαίνει στην πορεία έχει παντρευτεί έναν κατά πολύ μεγαλύτερό της εύπορο άνδρα που έχτισε την καριέρα του διηγούμενος παραμύθια στην τηλεόραση. Ό,τι ακολουθεί ακροβατεί ανάμεσα στην ωμή καταγραφή της πραγματικότητας και τον τρυφερό σουρεαλισμό, χωρίς όμως να πηγαίνει πίσω ή πλοκή ή να χάνεται το κεντρικό μήνυμα. Ακόμη και η επιφανειακή και φθηνή ποπ αισθητική της εποχής που παρουσιάζεται μέσω του νικητήριου τραγουδιού της Ρουσλάνα στην Eurovision γίνεται το όχημα για την κορυφαία και πιο φορτισμένη συναισθηματικά σκηνή του φιλμ.

Ο «Γιος της Σοφίας» βραβεύθηκε ως η καλύτερη ταινία στο διαγωνιστικό τμήμα του επιφανούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ της Tribeca με το σκεπτικό ότι είναι κάτι καινούριο που δεν έχουμε ξαναδεί. Η Ελίνα Ψύκου επιτυγχάνει να αποτυπώσει το τέλος της ελληνικής αθωότητας μέσα από μια «ξένη» ματιά, επικοινωνώντας έτσι το μήνυμά της με την ίδια σαφήνεια και στο εγχώριο αλλά και στο διεθνές κοινό.  Την Σοφία υποδύεται η διακεκριμένη στην Γερμανία Ρωσίδα ηθοποιός του σινεμά και του θεάτρου, Βάλερι Τσεπλάνοβα και τον ρόλο του Έλληνα συζύγου της έχει αναλάβει ο γνωστός κυρίως από τη σπουδαία του πορεία στο θέατρο, Θανάσης Παπαγεωργίου. Η ερμηνεία του μικρού πρωτοεμφανιζόμενου Βίκτορ Κόμουτ τονίζεται από τη ματιά της Ψύκου, η οποία ξέρει ακριβώς τι θέλει να πάρει τόσο από αυτόν όσο και από το σύνολο του καστ, αναδεικνύοντας σε κάθε κάδρο μια σπάνια σκηνοθετική αποφασιστικότητα.

Είναι ένα παραμύθι βαλκανικού μεσογειακού ρεαλισμού ο «Γιος της Σοφίας». Είναι μια απαθανάτιση του φόντου της ελληνικής φούσκας και είναι και μια τρυφερή σπουδή πάνω στην πολύπλοκη ταυτότητα της οικογενειακής αγάπης με το πέρασμα του χρόνου, από μια σκηνοθέτιδα που εκτός των άλλων είναι και μητέρα που μιλά και αξιοποιώντας τις δικές της εμπειρίες. Είναι το σύγχρονο ελληνικό σινεμά που θέλουμε.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΣΧΟΣ