Το «Εγώ, η Τόνια» χρησιμοποιεί τη βία κατά των γυναικών για διασκέδαση

i-tonya-tonya
ΠΕΜΠΤΗ, 25 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2018

Δύο δυνατές πρωταγωνιστικές ερμηνείες δεν μπορούν να διασώσουν μια αβάσταχτα επιφανειακή και καθόλου προσωπική ταινία.

Η ιστορία της Tonya Harding μοιάζει εξαρχής προορισμένη για το σινεμά, ίσως για αυτό εξηγείται και το γεγονός ότι η Margot Robbie, η οποία την υποδύεται στην οθόνη, συνειδητοποίησε πως πρόκειται για αληθινό περιστατικό μόνο αφού τελείωσε την ανάγνωση του σεναρίου. Η Αμερικανίδα πρωταθλήτρια του καλλιτεχνικού πατινάζ μεσουράνησε στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και στις αρχές το ’90, ο λόγος για τον οποίο ωστόσο το όνομά της παραμένει στο προσκήνιο τόσα χρόνια μετά είναι οι κατηγορίες εις βάρος της για την επίθεση που δέχτηκε η βασική της ανταγωνίστρια, Nancy Kerrigan, με απώτερο σκοπό να τη βγάλει εκτός παιχνιδιού και να κερδίσει τον διαγωνισμό που θα της εξασφάλιζε τη συμμετοχή στους Χειμερινούς Ολυμπιακούς του 1994 στο Λιλεχάμερ της Νορβηγίας.

Από κάθε άποψη, η Harding με το ιδιαίτερο ταπεραμέντο της και με τον προβληματικό της περίγυρο, μοιάζει μια φυσιογνωμία που δε συναντάς συχνά σε ένα άθλημα όπως το καλλιτεχνικό πατινάζ. Το «Εγώ, η Τόνια» του Craig Gillespie («Lars and the Real Girl») είχε λοιπόν ήδη στη διάθεσή του ένα υλικό που θα του δώσει ώθηση, το ζητούμενο είναι λοιπόν πώς τη διαχειρίζεται. Και παρότι το τελικό αποτέλεσμα ξεφεύγει από τα στεγανά μιας τυπικής κινηματογραφικής βιογραφίας που στοχεύει στα βραβεία και είναι σίγουρα διασκεδαστικό, στηρίζει όλο το στήσιμο αυτής της διασκέδασης εις βάρος της Harding, χωρίς να χειρίζεται πουθενά την πολύπαθη και παράξενη ιστορία της με τη λεπτότητα που θα χρειαζόταν.

Ο Gillespie έστησε το «I, Tonya» πάνω στη λογική του «Goodfellas», σε βαθμό που αν δε γνώριζες ποιος είναι ο σκηνοθέτης, θα ήσουν σίγουρος ότι παρακολουθείς τη νέα δουλειά του David O. Russell («Οδηγός αισιοδοξίας», «Οδηγός διαπλοκής», «Joy»). Υπάρχει μια late 80s/early 90s νοσταλγία που ανταποκρίνεται και στη ζεστασιά που απορρέει από το soundtrack, ενώ η λογική mockumentary που ενίοτε σπάει τον τέταρτο τοίχο βοηθά στο να μη δοθούν απαντήσεις σε ζητήματα ευθύνης που δεν έχουν διαλευκανθεί μέχρι και σήμερα, αλλά και να κυλήσει το φιλμ πολύ πιο ευχάριστα, σαν να παρακολουθείς μια πολύπλοκη heist movie.

Τα προβλήματα ωστόσο ξεκινούν από τις βάσεις όλου αυτού του οικοδομήματος, όταν και το φιλμ ξεκινά δείχνοντας τις σκηνές της σωματικής βίας που δέχεται η Harding από τον σύζυγό της με μια απίστευτη ελαφρότητα, σαν να είναι κάτι εντελώς φυσιολογικό που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να προκαλέσει γέλια. Το γεγονός ότι η ταινία δε θέλει να δώσει απαντήσεις στην ιστορία της Harding γίνεται μειονέκτημα, καθώς το φιλμ ποτέ δεν ενδιαφέρεται να μπει πραγματικά στην ψυχοσύνθεση της πρωταγωνίστριάς του, μένοντας σε μια επιφάνεια που ξεθυμαίνει πολύ γρήγορα, επιτρέποντάς σου να δεις το κενό που υπάρχει στον πυρήνα του.

Η Margot Robbie ψάχνει έναν καλό ρόλο και για αυτό δείχνει πραγματικά παθιασμένη στην ερμηνεία της ως Harding, έχοντας βρει έναν πολύ καλό συνδυασμό ανάμεσα στην σοβαρότητα που θα την οδηγήσει στα βραβεία και στην αυθεντικότητα που επιτάσσει μια τόσο ταραγμένη αληθινή ιστορία. Το πρόσωπό της τη στιγμή της αποκαθήλωσης της Harding κατά τη διάρκεια της συμμετοχής της στην Ολυμπιάδα δικαιολογεί από μόνο του την παρουσία της στα Όσκαρ. Η Allison Janney στο ρόλο της μητέρας της είναι εξαιρετική όσον αφορά την αποστασιοποίηση από την κόρη της, δείχνοντας ότι αν και κατά βάθος ενδιαφέρεται για την κόρη της, δεν θέλησε ποτέ την μητρότητα ούτε και προσαρμόστηκε στις επιταγές της. Η σχέση των δύο είναι το μόνο αληθινά πολύπλοκο στοιχείο μιας ταινίας που είναι πολύ πιο απλοϊκή από ό,τι διατρανώνει, χωρίς να καταφέρνει ποτέ να εξερευνήσει το «Εγώ» του τίτλου της.

Δεν έχει να κάνει με το ότι το «Εγώ, η Τόνια» κυκλοφόρησε στην εποχή του #MeToo, αφού γυρίστηκε πριν να ξεσπάσει το σκάνδαλο Weinstein. Η βία κατά των γυναικών είναι ένα διαχρονικό πρόβλημα και η διαχείρισή της για διασκέδαση και για γέλια είναι εξίσου προβληματική ανεξάρτητα από την χρονική περίοδο. Οι καλές ερμηνείες και η αναγνώρισή τους είναι κάτι που αφορά αποκλειστικά βραβεία που αντιμετωπίζουν το σινεμά με την κλινική ψυχρότητα ενός μαθήματος ανατομίας. Το «Εγώ, η Τόνια» είναι μια κακή ταινία και τίποτα δεν το αλλάζει αυτό.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΣΧΟΣ