Κριτική ταινίας: «Αγριότητα»
Σεξ, βία, ναρκωτικά, traffic, ξέπλυμα χρήματος, εκβιασμοί, ίντριγκες αντεκδίκησης και επιβολής «του δίκαιου του ισχυροτέρου» αποτελούν τα κύρια συστατικά της «Αγριότητας», της νέας ταινίας του Όλιβερ Στόουν.
«Αγριότητα»(Savages)
Με αυτά τα στοιχεία θα λέγαμε ότι ο σκηνοθέτης κάνει ένα come-back στο στυλ παλαιότερων ταινιών του, όπως του γνωστού «Γεννημένοι δολοφόνοι» (1994) ή και του «U-Turn-Τυφλή Στροφή» (1997).
Η ιστορία έχει ως κεντρικό σημείο αναφοράς τρεις φίλους. Ο Μπεν (Άαρον Τζόνσον), είναι ένας αξιόλογος βοτανολόγος με πρόσωπο ειρηνιστή και ύφος παιδιού των λουλουδιών που ασπάζεται το πολύ γνωστό «κάντε έρωτα και όχι πόλεμο». Ο Τσον (Τέιλορ Κιτς) δίπλα του -στρατιώτης στο παρελθόν, γεμάτος τατουάζ, μυς και φλέβες που εξέχουν έντονα στο πρόσωπο- θα λέγαμε ότι τον συμπληρώνει.
Το τρίτο πρόσωπο της παρέας είναι η Οφηλία (Μπλέικ Λάιβλι), χαϊδευτικά Ο, αντιπροσωπεύοντας τον τύπο γυναίκας «είμαι ωραία και το ξέρω» ξανθιά και ελκυστική, καλομαθημένη χωρίς ηθικές αναστολές (με το υποκοριστικό «Ο» να υποδεικνύει και τους απανωτούς οργασμούς). Ο Τσον και ο Μπεν (σαν τους αλλοτινούς Ζυλ και Τζιμ του Τρυφώ) μοιράζονται μαζί της πολλές στιγμές μεταξύ των οποίων και αρκετές στο σεξ. Η ζωή τους κυλά ευχάριστα, καθώς στήνουν και μια προσοδοφόρα επιχείρηση καλλιέργειας μαριχουάνας ανωτέρας ποιότητος που θα ενθουσιάσει πολλούς fans του είδους. Όλα φαίνονται να κυλούν ανθηρά μέχρι που ένα μεξικανικό καρτέλ διακίνησης ναρκωτικών θα τους κλείσει το δρόμο, βάζοντας πολλά εμπόδια, επιδιώκοντας να τους υποτάξει με το καλό αλλά και με το άγριο, παίρνοντας ως όμηρο την αγαπημένη τους Οφηλία και απειλώντας τους ότι θα τη σκοτώσουν…
Ο θεατής παρακολουθεί, λοιπόν, τη διαδρομή των δύο νέων στην προσπάθειά τους να σώσουν τη φίλη τους και να συνεχίσουν ελεύθερα τη ζωή τους κάπου μακριά από όλους και όλα. Το στοιχείο της απαγωγής αποτελεί το θεμέλιο της πλοκής καθώς και αυτό που θα δώσει τη λύση στο τέλος. Το σενάριο είναι εμπνευσμένο από το ομώνυμο μπεστ-σέλερ του αμερικανού συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων Ντον Γουίσλοου.
Ο Όλιβερ Στόουν ερεθίζεται από αυτή την ιστορία και τη βάζει σε εικόνες καθότι έχει αγγίξει κάποια βιώματα και εμπειρίες της ζωής του. Είχε πάρει μέρος στον πόλεμο του Βιετνάμ και εκεί η κάνναβη «τον βοήθησε να επιβιώσει, να διατηρήσει την ανθρωπιά του εν μέσω της περιρρέουσας τρέλας», όπως είπε ο ίδιος σε μια συνέντευξη. Επιπλέον, το γεγονός ότι έχει συλληφθεί μια φορά στο παρελθόν για κατοχή μαριχουάνας τον ώθησε να φτιάξει μια ταινία που θα ξεσκεπάζει το σύστημα διακίνησης ναρκωτικών και θα αποκαλύπτει το υποκριτικό πρόσωπο της Αμερικής.
«Ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών είναι ένας πόλεμος χωρίς ελπίδα, όπως αυτός του Αφγανιστάν, μια μάχη που δεν μπορούμε να κερδίσουμε γιατί υπάρχει πολύ χρήμα που μπαίνει στο παιχνίδι [...] Βλέπω αυτόν τον πόλεμο σαν μια φάρσα (σαν κι αυτή) όπου εξελίσσονται τα έξι πρόσωπα της ταινίας και, όπως σε ένα παιχνίδι γάτας και ποντικιού, ο καθένας αποκαλύπτει το αληθινό του πρόσωπο», δήλωσε ο Στόουν χαρακτηριστικά.
Η «Αγριότητα» αποτελεί περίπτωση ταινίας στην οποία συμπυκνώνονται τα περισσότερα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το σκηνοθέτη της: στηλίτευση της βίας, απέχθεια για το Κράτος και ό, τι το αντιπροσωπεύει, κυνήγι για το χρήμα, αγάπη για τις περιπέτειες και την πρόκληση, το έγκλημα, τον υπόκοσμο, τη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης... Και εδώ υπάρχουν δύο στρατόπεδα, οι καλοί και οι κακοί που επιδίδονται εξίσου σε μια μάχη επιβολής εξουσίας, πρωταγωνιστώντας σε μια ιστορία όπου η τόλμη, η αυθάδεια και το θράσος διαδέχονται αλλεπάλληλα το πρωτόγονο, το ζωώδες και παρορμητικό στοιχείο του ανθρώπινου είδους.
Η αγριότητα ενσαρκώνεται με διάφορους τρόπους και παίρνει ποικίλες μορφές: από τα κομμένα κεφάλια που σέρνονται στο πάτωμα, τις διαφόρων τύπων επιθέσεις και σφαγές μέχρι και τον τρόπο που τα πρόσωπα τρώνε τις μπριζόλες, όμοια με θηρία. Ιδιαίτερα η μορφή του Μπενίτσιο Ντελ Τόρο ξεχωρίζει για τον τρόπο ερμηνείας του άξεστου και αδίστακτου κακού Lado. Η αγριότητα βρίσκει, τέλος, το αποκορύφωμα της έκφρασής της στις μάσκες που φορούν κάποια στιγμή τα δύο κεντρικά πρόσωπα, ο Μπεν και ο Τσον, καθώς ετοιμάζονται για επίθεση. Όμοια με νεκροκεφαλές, με δόντια άγριου σαρκοβόρου ζώου που προεξέχουν επιδεικτικά, δημιουργούν μια έξυπνη παραβολή του ξεπεράσματος των ορίων, της έλλειψης ηθικών φραγμών, της δίψας για επιβολή σημαίνοντας τον αλληλοσπαραγμό που υφίσταται στο σύγχρονο πολιτισμένο και άγριο κόσμο.
Κοντινά και γρήγορα πλάνα, νευρικό μοντάζ με αξιοσημείωτη προβολή δύο εκδοχών για το τέλος, πλοκή γεμάτη εκπλήξεις και βίαιες εξελίξεις αποτελούν στοιχεία της δουλειάς αυτής του Όλιβερ Στόουν. Επίσης, σύμφωνα με τους ντεκορατέρ, τα ντεκόρ έχουν συλληφθεί και στηθεί με σκοπό να αντιπροσωπεύουν τις καταστάσεις ή και τα ίδια τα πρόσωπα που δρουν μέσα σε αυτά. Η βίλα, για παράδειγμα, στη οποία μένει μόνη της η Έλενα (Σάλμα Χάγιεκ) η αρχηγός του καρτέλ, με το τεράστιο μέγεθός της έρχεται υπογραμμίσει την άπειρη μοναξιά της.
Χωρίς να συγκαταλέγεται στις ταινίες που θα μείνουν αξέχαστες, «Η Αγριότητα» προσφέρει ένα κοκτέιλ βίας, ερωτισμού και μιας ενέργειας εφηβικού αέρα με το οποίο μπορείτε να περάσετε ένα βράδυ.
Παίζουν: Μπλέικ Λάιβλι, Τέιλορ Κιτς, Άαρον Τζόνσον, Μπενίτσιο Ντελ Τόρο, Τζον Τραβόλτα, Σάλμα Χάγιεκ. Η ταινία προβάλλεται από την UIP.
ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ







