Κριτική ταινίας: «Παράνομοι»

kritiki-tainias-paranomoi

ΠΕΜΠΤΗ, 25 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2012

Γουέστερν ανάμεικτο με στοιχεία γκανγκστερικής ταινίας ή και το αντίστροφο είναι οι «Παράνομοι» του Τζον Χίλκοουτ.

«Παράνομοι» (Lawless)

Κινηματογραφική διασκευή του μυθιστορήματος μαθητείας «The Wettest Country in the World», η ταινία περιγράφει -μέσα από τις ζωές τριών αδελφών- τον «πόλεμο» που γινόταν στην εποχή της Ποτοαπαγόρευσης (δεκαετία του ’30) για τη διακίνηση του αλκοόλ καθώς και τις σχετικές βίαιες επιθέσεις που προκαλούσε. Στο φετινό Φεστιβάλ των Καννών, η ταινία διαγωνίστηκε για το Χρυσό Φοίνικα.

Ο συγγραφέας του βιβλίου Ματ Μπόντουραντ αφηγείται με μυθιστορηματικό τρόπο την ιστορία του παππού του Τζακ. Ο Τζακ ήταν ο μικρότερος από τους τρεις αδελφούς Μπόντουραντ οι οποίοι παρήγαγαν ουίσκι στη Βιρτζίνια και το διακινούσαν λαθραία. Η διήγηση της ταινίας ακολουθεί την πορεία της ζωής και του μεγαλώματος ενός νέου μικρόσωμου ο οποίος, μέσα από τις δοκιμασίες και τη βία που υπέστη, εξελίχθηκε σε έναν ατρόμητο και αδίστακτο άνδρα.

Όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο, οι παραγωγοί της εταιρίας Red Wagon αμέσως ενδιαφέρθηκαν να το αποδώσουν κινηματογραφικά. Απευθύνθηκαν στον αυστραλό Τζον Χίλκοουτ, κυρίως για την ικανότητά του να αποδίδει θεατρικά τη βία. Ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης παρουσιάζει μια ιδιαίτερη προτίμηση στα γουέστερν και στα φιλμ με γκάνγκστερ. Το 2005 σκηνοθέτησε ένα γουέστερν με τίτλο “The Proposition’’ και το 2009 τη road-movie “The road’’.

Τώρα καταπιάνεται με μια ταινία ιστορικών διαστάσεων, αναπαριστώντας μια παλαιά εποχή, όταν είχε ήδη ξεκινήσει το Μεγάλο Κραχ στην Αμερική. Διάφορες πληροφορίες κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών εκείνων των καιρών μπορεί να συλλέξει το μάτι του θεατή-παρατηρητή. Ο σκηνοθέτης αφηγείται χρησιμοποιώντας χολιγουντιανούς κώδικες του παρελθόντος και του σήμερα. Ο ίδιος δεν αρνείται ότι μία από τις εμπνεύσεις του για τη δημιουργία αυτής της ταινίας ήταν «ένα από τα σπάνια φιλμ των γκάνγκστερ, η δράση του οποίου εκτυλίσσεται σε ένα αγροτικό τοπίο, δηλ. το Μπόνι και Κλάιντ του Άρθουρ Πεν». Ο Άρθουρ Πεν κινηματογραφούσε με έναν τρόπο προκλητικό, εκθέτοντας στην οθόνη καταστάσεις έντονης βίας αψηφώντας τον κώδικα Χέιζ (κώδικας λογοκρισίας στον κινηματογράφο που άρχισε να εφαρμόζεται αυστηρά στη δεκαετία του ’30 και έπεσε σε αχρηστία στο τέλος της δεκαετίας του ’60).

Ο τρόπος κινηματογράφησης του Τζον Χίλκοουτ, θα λέγαμε ότι μιμείται τη «γλώσσα» του Πεν, βάζοντας στη σειρά ποικίλες σκηνές στυγνής βίας, με αρθρώσεις που σπάνε από τη μια στιγμή στην άλλη, με πυροβολισμούς, αίμα και ζουμ σε μυαλά που εκτινάσσονται στον αέρα. Γνωρίζοντας, ωστόσο, ότι η αναπαράσταση της ωμής βίας στην οθόνη δεν αποτελεί πια ταμπού, ο Χίλκοουτ με μια τέτοια αναπαράσταση δίνει και μια απόχρωση ταινίας τρόμου με μπόλικο αιματοκύλισμα και σασπένς.

Μέσα σε ένα περιβάλλον πλούσιας βλάστησης και επαρχιώτικης νοοτροπίας, τα αδέλφια λαμβάνουν βαθμιαία τις διαστάσεις υπέρ-ηρώων που με θεαματικό τρόπο «τα βγάζουν πέρα», παίρνοντας ακόμη και εκδίκηση. Η απίστευτη ανδρεία και αποφασιστικότητά τους γίνεται ακόμη πιο παραστατική καθώς ενδύεται με έναν κτηνώδη χαρακτήρα, τις αντιδράσεις του οποίου μπορεί να παρακολουθήσει ο θεατής είτε στο ουρλιαχτό λύκου που βγάζει ο Χάουαρντ (Τζέισον Κλαρκ) σηματοδοτώντας την έλευση των εχθρών είτε στα γουργουρίσματα του Φόρεστ (Τομ Χάρντι).

Η ζωώδης αίσθηση ενισχύεται ακόμη περισσότερο με ένα πολύ σύντομο πλάνο που δείχνει δύο κοκόρια σε σύγκρουση, αμέσως μετά από μια ελαφριά αντιπαράθεση μεταξύ του Τζακ και των αδελφών του. Το συγκεκριμένο ρακόρ μεταφορικής σημασίας παραπέμπει σε ένα παρόμοιο ρακόρ που κάνει ο Φριτζ Λανγκ στην ταινία “Fury” (1936). Ο Λανγκ δίπλα από ένα πλάνο με δυο γυναίκες που κουτσομπολεύουν παραθέτει ένα σύντομο πλάνο με δύο κότες που κακαρίζουν...

Το σενάριο της ταινίας έχει γραφτεί από το Νικ Κέιβ ο οποίος, βέβαια, έχει φροντίσει και τον ήχο. Ο συνθέτης κάνει μια αξιοσημείωτη δουλειά που βρίσκουμε τώρα πια σπάνια σε ταινίες του Χόλλυγουντ, όπου οι ήχοι –in της δράσης αναμειγνύονται περίτεχνα με τη μουσική και τους ήχους –off.Οι τελευταίοι, μάλιστα, λειτουργούν ως σημεία στίξης σε στιγμές κρίσιμες και αγωνίας.

Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο της ταινίας «Παράνομοι» είναι ότι τα πρόσωπα ενσαρκώνουν από τη μια το θεμελιώδη μύθο των αξιών της Αμερικής και από την άλλη αντιπροσωπεύουν μια χώρα που αναπτύχθηκε με βάση την αρχή της επιβολής «του δίκαιου του ισχυροτέρου».

Σκηνές δράσης ανάμεικτες με σκηνές περισυλλογής ή και ρομαντισμού, μέσα σε μια ατμόσφαιρα νοσταλγική του παρελθόντος θυμίζοντας διαφήμιση για ουίσκι, συνθέτουν το παζλ της ταινίας «Παράνομοι» που αξίζει να δει κανείς.

Παίζουν: Σάια ΛαΜπέφ, Τομ Χάρντι, Τζέισον Κλαρκ, Γκάρι Όλτμαν, Γκάι Πιρς, Τζέσικα Τσαστέιν, Μία Βασικόφσκα. H ταινία προβάλλεται από την Οdeon.

ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ