Who is who: Τιμ Ρόμπινς
Ηθοποιός, σεναριογράφος, σκηνοθέτης, παραγωγός και πλέον και μουσικός, ο Τιμ Ρόμπινς δεν διστάζει να πειραματιστεί, παραμένοντας σταθερά στον καλλιτεχνικό χώρο. Πόσο ταλέντο, άραγε, μπορεί να κρύβει ένας άνθρωπος;
Στις 16 Οκτωβρίου 1958 ήρθε στον κόσμο το τέταρτο παιδί της οικογένειας Ρόμπινς, ο Τίμοθι Φράνσις Ρόμπινς, στο προάστιο Κοβίνα του Λος Άντζελες. Η μητέρα του είναι η ηθοποιός Μέρι Ρόμπινς και ο πατέρας του ο μουσικός, ηθοποιός και φολκ τραγουδιστής Γκίλμπερτ Λι Ρόμπινς, ο οποίος απεβίωσε το 2011.
Ο μικρός Τιμ και τα αδέλφια του (δύο μεγαλύτερες αδερφές κι ένας αδερφός) μεγάλωσαν με καθολική ανατροφή και όσο ήταν ακόμη πολύ μικρός, μετακόμισαν οικογενειακώς στο Γκρίνουιτς Βίλατζ της Νέας Υόρκης, προκειμένου ο πατέρας του να κυνηγήσει τη μουσική του καριέρα.
Κι ο Τιμ Ρόμπινς δεν άργησε να ξεκινήσει τη δική του καριέρα, αφού από τα 12 κιόλας ήταν μέλος της αβάν-γκαρντ θεατρικής ομάδας του Theater for the New City (ενσαρκώνοντας μάλιστα και τον Μικρό Πρίγκιπα από το ομώνυμο έργο του Αντουάν ντε Σεντ Εξιπερί), ενώ σε αυτή την ηλικία μπήκε και στο κλαμπ δραματικής τέχνης στο σχολείο Stuyvesant όπου φοιτούσε.
Μετά το σχολείο, ξεκίνησε σπουδές στο Δημόσιο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης στο Πλάτσμπεργκ για 2 χρόνια κι έπειτα παρακολούθησε στην Καλιφόρνια το κινηματογραφικό τμήμα του UCLA, απ’ όπου αποφοίτησε το 1981.
Τη χρονιά αυτή, ίδρυσε μια πειραματική θεατρική ομάδα (Actors’ Gang theater group) στην οποία ανήκε και ο Τζον Κιούζακ, ενώ ήδη είχε αρχίσει τις τηλεοπτικές εμφανίσεις σε τηλεοπτικές σειρές και τηλεταινίες.
Περνώντας λοιπόν από τα πλατό διάσημων τηλεοπτικών σειρών, όπως της «Santa Barbara», του «Πλοίου της αγάπης», του «Αστυνομικού τμήματος της Χιλ Στριτ» κ.α, το 1984 έκανε το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο με ένα μικρό ρόλο στη δραματική περιπέτεια «Toy soldiers». Η συνέχεια είναι «χλιαρή» με κάποιους δευτερεύοντες ρόλους σε ταινίες, που δεν κάνουν επιτυχία, με περάσματα από σειρές όπως η επιτυχημένη «Αυτός, αυτή και τα μυστήρια» με τον Μπρους Γουίλις και τη Σίμπιλ Σέπερντ, ενώ το 1986 έχει κι ένα μικρό, ασήμαντο ρόλο στο επιτυχημένο «Top Gun» με τον Τομ Κρουζ και τον Άντονι Έντουαρντς.
Μετά από μια υποψηφιότητα για Χρυσό Βατόμουρο χειρότερου β’ ανδρικού ρόλου στην παιδική περιπέτεια-κομεντί «Howard the duck» -ταινία που παραδέχτηκε ότι έκανε μόνο για τα χρήματα- και μετά από κάποιες συνεργασίες -με τη Τζόντι Φόστερ στο «Five corners» (1987) και τον Τζον Κιούζακ στο «Tapeheads» (1988)- το 1988 καταφέρνει να πάρει την ανιούσα και στην καριέρα και στην προσωπική του ζωή.
Η κυρία και οι… ταύροι
Το 1988, ο Ρον Σέλτον υπογράφει το σενάριο και τη σκηνοθεσία της αθλητικής ταινίας «Η κυρία και ο ταύρος» με πρωταγωνιστές τη Σούζαν Σάραντον, τον Κέβιν Κόστνερ και τον Τιμ Ρόμπινς.
Η Σάραντον υποδύεται μια γυναίκα, που κάθε χρονιά δημιουργεί σχέση με το νέο ανερχόμενο αστέρι της τοπικής ομάδας μπέιζμπολ και οι Κόστνερ-Ρόμπινς βρίσκονται σε ρόλους...υποψηφίων εραστών της Σαράντον, με τον Κόστνερ σε ρόλο βετεράνου του μπέιζμπολ, που έχει αναλάβει να εκπαιδεύσει το δυναμικό, αλλά αφελή παίχτη, τον οποίο υποδύεται ο Ρόμπινς.
Η ταινία βρίσκεται υποψήφια για Όσκαρ σεναρίου, δέχεται καλές κριτικές, πηγαίνει καλά σε εισπράξεις και ο Ρόμπινς κερδίζει βράβευση από την Αμερικανική Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου, αλλά και ευρεία αναγνώριση. Εκτός, όμως, από την επαγγελματική άνοδο που του χάρισε η ταινία, τον έφερε κοντά και σε μια γυναίκα, τη Σάραντον, με την οποία καταλήγουν σύντροφοι για τα επόμενα 21 χρόνια, αποκτώντας μαζί 2 γιους.
Δυστυχώς, η σχέση τους λήγει το 2009, μετά από τόσα χρόνια συμβίωσης και με τους δυο τους να ανακοινώνουν το χωρισμό ενός ζευγαριού, το οποίο πολλοί είχαν χαρακτηρίσει ως «ταιριαστό αταίριαστο».
Οι πρωταγωνιστικοί του ρόλοι στις επόμενες ταινίες (όπως στην κομεντί «Twister» (1989), στο «Miss firecracker» (1989), στο «Erik the Viking» (1989), στο «Cadillac man» (1990) με τον Ρόμπιν Γουίλιαμς κ.ά.) δεν έδωσαν καμιά ιδιαίτερη ώθηση στην καριέρα του, ενώ το 1991 σκηνοθετείται από τον Σπάικ Λι στο «Jungle fever», σε ένα καστ όπου συναντά τον Άντονι Κουίν, τον Σάμιουελ Λ. Τζάκσον, τη Χάλι Μπέρι κ.ά.
Επιτυχιών συνέχεια
Το 1992, ο Τιμ Ρόμπινς βρίσκεται στο καστ της ταινίας «Ο παίκτης» του Ρόμπερτ Άλτμαν, υποδυόμενος τον Γκρίφιν Μιλ, νεαρό στέλεχος του Hollywood studio, πρόθυμο να κάνει τα πάντα για να αναρριχηθεί, σκοτώνοντας ένα σεναριογράφο, σε μια προσπάθεια του Άλτμαν να «χτυπήσει» το Χόλιγουντ.
Ο Ρόμπινς βραβεύεται από το Φεστιβάλ Καννών, κερδίζει τη Χρυσή Σφαίρα, ενώ η ταινία είναι υποψήφια για 3 Όσκαρ, κερδίζοντας την εκτίμηση του καλλιτεχνικού κύκλου.
Στη συνέχεια, σε ρόλο ανθρώπου-ορχήστρα σκηνοθετεί, υπογράφει το σενάριο και πρωταγωνιστεί στη σατιρική, πολιτική ταινία «Bob Roberts» με θέμα την αμερικάνικη πολιτική κι έναν φολκλόρ τραγουδιστή που προσπαθεί να γίνει Γερουσιαστής, κερδίζοντας υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα.
Η Χρυσή Σφαίρα έρχεται στα χέρια του ξανά στη συνέχεια, μαζί με το υπόλοιπο καστ της ταινίας «Short cuts» του Άλτμαν το 1993, με την Άντι Μακ Ντάουελ και τη Τζούλιαν Μουρ και το 1994 σκηνοθετείται από τους αδελφούς Κοέν στην κομεντί «The hudsucker proxy», η οποία, όμως, δεν τα πηγαίνει καλά εμπορικά.
Την ίδια χρονιά βρίσκεται σε μια από τις πιο επιτυχημένες δουλειές της καριέρας του, στο πλευρό του Μόργκαν Φρίμαν στη δραματική ταινία «Τελευταία έξοδος Ρίτα Χέιγουορθ» του Φρανκ Ντάραμποντ, η οποία είναι υποψήφια για 7 Όσκαρ. Το όνομα του Ρόμπινς μπορεί να μην είναι μέσα στις υποψηφιότητες, η ταινία, όμως γίνεται αγαπητή από τον κόσμο, το ίδιο και η ερμηνεία του -για πολλούς- ως ένας από τους κρατούμενους της φυλακής Shawshank, που καταφέρνει να φέρει αξιοπρέπεια και σεβασμό μέσα στις φυλακές, αλλά και να κάνει μια σημαντική φιλιά με τον συγκρατούμενό του και αφηγητή της ταινίας, Μόργκαν Φρίμαν.
Ο ίδιος ο Ρόμπινς, πάντως, θεωρεί την ταινία μια από τις κορυφαίες στιγμές της καριέρας του, το ίδιο και πολλοί θαυμαστές του.
Μετά τη Ρίτα...τι;
Τι κι αν δεν κατάφερε να βρεθεί υποψήφιος για Όσκαρ με την τελευταία του ταινία; Το 1995 «δικαιώνεται», αφού η κινηματογραφική μεταφορά του «Dead man walking» («Θα ζήσω») από το ομότιτλο βιβλίο της Έλεν Πρεζάν, τον βρίσκει στην προσαρμογή του σεναρίου και στη θέση του σκηνοθέτη και μάλιστα του χαρίζει υποψηφιότητα για Όσκαρ καλύτερου σκηνοθέτη.
Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους βρίσκεται η Σάραντον (υποδυόμενη τη μοναχή Έλεν που έγραψε και το βιβλίο) και ο Σον Πεν, ο οποίος υποδύεται τον καταδικασμένο σε θανατική ποινή φυλακισμένο, με κύριο θέμα την ιδιαίτερη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στους δύο. Η Σάραντον κερδίζει το Όσκαρ και ο Ρόμπινς, όμως, λαμβάνει καλές κριτικές και βραβεύσεις από το φεστιβάλ κινηματογράφου του Βερολίνου, υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα και άλλες διακρίσεις.
Ο Ρόμπερτ Άλτμαν βρίσκεται ξανά στο δρόμο του στη συνέχεια με το «Prêt-à-Porter», στο καστ του οποίου παρελαύνει πληθώρα διασήμων, από τη Σοφία Λόρεν και τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι μέχρι τον Ζαν Πολ Γκοτιέ και τη Ναόμι Κάμπελ, με σύντομες εμφανίσεις, σε μια σατιρική ταινία με θέμα τη μόδα.
Στη συνέχεια συναντά τον… Άλμπερτ Αϊνστάιν με τη μορφή του αξέχαστου Γουόλτερ Ματάου στην κομεντί «I.Q.» και το 1999 σκηνοθετεί και υπογράφει το σενάριο σε άλλη μια ταινία, τη δραματική «Cradle will rock» με τον Τζον Κιούζακ και τη Σούζαν Σάραντον, η οποία τον φέρνει υποψήφιο για βράβευση στις Κάννες, ενώ του χαρίζει βραβεία διαφόρων φεστιβάλ παγκοσμίως. Την ίδια χρονιά βρίσκεται και στο καστ της κωμωδίας «Austin Powers: Ο κατάσκοπος που με κουτούπωσε» σε… προεδρικό ρόλο.
To 2000 σκηνοθετείται από τον Μπράιαν Ντε Πάλμα στο «Αποστολή στον Άρη», το οποίο δεν πήγε πολύ καλά και την ίδια χρονιά συναντά τον καλό του φίλο Τζον Κιούζακ, για άλλη μια φορά, στα πλατό του «High fidelity» του Στίβεν Φρίαρς και μετά από κάποιες μη επιτυχημένες δουλειές, το 2003 πρωταγωνιστεί στη δραματική ταινία «Το σκοτεινό ποτάμι» με σκηνοθέτη τον Κλιντ Ίστγουντ, βασισμένο στο βιβλίο του Ντένις Λίχεϊν. Μαζί με τον Σον Πεν και τον Κέβιν Μπέικον υποδύονται τους 3 παιδικούς φίλους που ξαναβρίσκονται για να εξιχνιάσουν ένα έγκλημα, τη δολοφονία της κόρης του ενός.
Ο Ρόμπινς, ο οποίος βρίσκεται και κατηγορούμενος για το έγκλημα στην ταινία, καταφέρνει να πάρει στα χέρια του το Όσκαρ β’ αντρικού ρόλου (το Όσκαρ α’ αντρικού ρόλου πήγε στον Σον Πεν) και να κερδίσει πλήθος βραβείων και υποψηφιοτήτων, που τον ανεβάζουν ακόμη περισσότερο στην εκτίμηση των κριτικών.
Ο Τιμ Ρόμπινς μίλησε με τα καλύτερα λόγια για τον Κλιντ Ίστγουντ και όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, το «Σκοτεινό ποτάμι» ήταν μια ταινία που την αγάπησε, χωρίς να τον ταλαιπωρήσει πρακτικά πολύ.
Αργότερα, το 2005, τον συναντάμε και στο πρωταγωνιστικό καστ του «Ο πόλεμος των κόσμων» μαζί με τον Τομ Κρουζ και τον Στίβεν Σπίλμπεργκ στη σκηνοθεσία και στη συνέχεια βρίσκεται υποψήφιος για διάφορες βραβεύσεις με την ισπανική παραγωγή «The secret life of words».
Στις αρχές του 2006, μάλιστα, σκηνοθέτησε τη θεατρική παράσταση-προσαρμογή από το πασίγνωστο έργο του Τζορτζ Όργουελ «1984», η οποία ταξίδεψε στον κόσμο και βρέθηκε και στην Αθήνα, αλλά και στο φεστιβάλ της Μελβούρνης στην Αυστραλία. Ο ίδιος, μάλιστα, έχει αναφέρει πως σκέφτεται σοβαρά να σκηνοθετήσει και την κινηματογραφική βερσιόν της ιστορίας.
Η υπόλοιπη δεκαετία δεν καταφέρνει να του χαρίσει κάποια επιτυχία, αφού ο ίδιος βρίσκεται σε ταινίες, που δεν σημειώνουν υψηλές εισπράξεις, ούτε καταφέρνουν να εντυπωσιάσουν τους κριτικούς (όπως το «Zathura: a space adventure» τo 2005, το «Noise» το 2007 με τον Ουίλιαμ Χαρτ, το «The lucky ones» το 2008 με τη Ρέιτσελ Μακ Άνταμς κ.ά.), ενώ τελευταία του ταινία είναι το επιστημονικής φαντασίας «Green Lantern» (2011) του Μάρτιν Κάμπελ, το οποίο και πάλι δεν κατάφερε να ενθουσιάσει.
Αυτός και η μουσική
Έχοντας μεγαλώσει με πατέρα μουσικό και κουβαλώντας το «μικρόβιο» από την παιδική του ηλικία, ο Τιμ Ρόμπινς βρήκε την ευκαιρία, μετά το χωρισμό του με τη Σούζαν Σάραντον, να στραφεί προς αυτή τη μορφή τέχνης.
Το 2010 έβγαλε το άλμπουμ «Tim Robbins & the Rogues Gallery band» με αμερικάνικο ήχο επηρεασμένο από τον Μπομπ Ντίλαν και τον Μπρους Σπρίνγκστινγκ, το οποίο μάλιστα σκεφτόταν να ονομάσει «The midlife crisis album», μέχρι να καταλάβει ότι ένας τέτοιος τίτλος δεν θα προσέλκυε και πολύ τον κόσμο.
Τα τραγούδια του άλμπουμ έχουν γραφτεί κατά τη διάρκεια των τελευταίων 25 χρόνων και η πρώτη φορά που του προσφέρθηκε η ευκαιρία να βγάλει δίσκο, ήταν το 1992 μετά την επιτυχία της ταινίας «Bob Roberts», ο ίδιος, όμως, τότε είχε αρνηθεί, πιστεύοντας ότι ακόμη δεν είχε πολλά να πει σε αυτό το χώρο.
Ο χωρισμός του με τη Σάραντον πάντως έπαιξε μεγάλο ρόλο στην πραγματοποίηση αυτού του βήματος και ο ίδιος σήμερα είναι ενθουσιασμένος και πιστεύει ότι είναι κατάλληλη στιγμή να στραφεί προς τη μουσική. Παρ’ όλ’ αυτά ο κινηματογράφος παραμένει στα ενδιαφέροντά του και πρόσφατα, μάλιστα, τέλειωσε τα γυρίσματα της δραματικής κομεντί «Thanks for sharing» με τον Μαρκ Ράφαλο και τη Γκουίνεθ Πάλτροου.
Ενδεικτική φιλμογραφία: «Toy soldiers» (1984), «No small affair» (1984), «The sure thing» (1985), «Fraternity vacation» (1985), «Top Gun» (1986), «Howard the duck» (1986), «Five corners» (1987), «Tapeheads» (1988), «Bull Durham» (1988), «Twister» (1989), «Miss Firecracker» (1989), «Erik the Viking» (1989), «Cadillac man» (1990), «Jacob’s ladder» (1990), «Jungle fever» (1991), «The player» (1992), «Bob Roberts» (1992), «Shorts cuts» (1993), «The hudsucker proxy» (1994), «The Shawshank redemption» (1994), «Prêt-à-Porter» (1994), «I.Q.» (1994), «Nothing to lose» (1997), «Arlington road» (1999), «Austin Powers: the spy who shagged me» (1999), «Mission to Mars» (2000), «High fidelity» (2000), «Antitrust» (2001), «Human nature» (2001), «The truth about Charlie» (2002), «Mystic river» (2003), «Code 46» (2003), «War of the worlds» (2005), «The secret life of words» (2005), «Zathura: a space adventure» (2005), «Catch a fire» (2006), «Tenacious D in the pick of destiny» (2006), «Noise» (2007), «The lucky ones» (2008), «City of Ember» (2008), «Green Lantern» (2011).
φωτογραφίες: www.imdb.com







