Kριτική ταινίας:«Ποτέ δεν είναι αργά»
Η Μέριλ Στριπ και ο Τόμι Λι Τζόουνς συναντιούνται μπροστά στην κάμερα του Ντέιβιντ Φράνκελ («Ο Διάβολος Φοράει Πράντα») για να υποδυθούν ένα παντρεμένο ζευγάρι το οποίο μετά από τριάντα χρόνια γάμου συναντά σοβαρά προβλήματα επαφής και επικοινωνίας. Ζητήματα απώλειας του ενδιαφέροντος του ενός για τον άλλο, εξαφάνισης της ερωτικής επιθυμίας και αποξένωσης βγαίνουν στη επιφάνεια και κινηματογραφούνται με λιτό τρόπο διακοσμημένο με κωμικές πινελιές.
«Ποτέ δεν είναι αργά» (Hope Springs)
Η ταινία «Ποτέ δεν είναι αργά» αποτελεί μια ρομαντική και δραματική κομεντί με τα πρόσωπα της οποίας αρκετοί θεατές θα ταυτιστούν. Ο Ντέιβιντ Φράνκελ φαίνεται να ειδικεύεται τα τελευταία χρόνια στην κινηματογράφηση ιστοριών που έχουν ως στόχο να δώσουν προτάσεις ανάπτυξης της προσωπικότητας, επαναπροσδιορισμού του τρόπου ζωής καθώς και ανανέωσης των σχέσεων των ανθρώπων. Το 2011 σκηνοθετεί την κωμωδία «The Big Year» όπου τρεις φίλοι με υπαρξιακές ανησυχίες εγκαταλείπουν για ένα χρόνο τα πάντα -υποχρεώσεις και ευθύνες- για να αφιερωθούν σε ένα πάθος τους. Τώρα έρχεται να προτείνει μια λύση στα συνήθη αδιέξοδα των επί χρόνια παντρεμένων ζευγαριών που βρίσκονται στο χείλος του χωρισμού.
Μετά από τριάντα χρόνια γάμου, η Κέι (Μέριλ Στριπ) και ο Άρνολντ (Τόμι Λι Τζόουνς) μοιράζονται απλά την ίδια στέγη χωρίς να έχουν καμία ουσιαστική επικοινωνία μεταξύ τους. Η ρουτίνα της καθημερινότητας φαίνεται να έχει διαβρώσει τη σχέση τους «μέχρι το κόκκαλο» ενώ η libido και η έλξη του ενός για τον άλλο έχουν εξαφανιστεί από καιρό. Κοιμούνται σε χωριστά δωμάτια, δεν αγγίζονται καν και οι συζητήσεις τους -όταν γίνονται- είναι οι ίδιες και οι ίδιες, επαναλαμβανόμενες σε ρυθμό κουραστικού leitmotiv. Η παραπάνω περιγραφή και φιλμική αναπαράσταση λειτουργεί ως ένας καθρέπτης αναγνωριστικός πολυάριθμων γάμων ή και μακροχρόνιων σχέσεων που έχουν υποστεί την αμείλικτη φθορά του χρόνου. Κατά τον κοινωνιολόγο Michel Bozon, «όλα όσα συμβάλλουν στη σταθερότητα του ζευγαριού και το κάνουν να υπάρχει ανεξάρτητα από τη σεξουαλικότητά του φέρουν αντίστοιχα και μία ύφεση στον αριθμό των σεξουαλικών επαφών».
Η Κέι, και ο Άρνολντ θα προσπαθήσουν να σώσουν το γάμο τους επισκεπτόμενοι έναν οικογενειακό σύμβουλο-ψυχολόγο (Στιβ Κάρελ) που ζει σε ένα χωριό κάπου μακριά. Εκεί εκτίθεται η ολοκληρωτική αποξένωση του ενός από τον άλλον που γίνεται ακόμη πιο τραγική αν σκεφτούμε ότι αυτοί οι άνθρωποι ζουν μαζί για τριάντα χρόνια. Ο θεατής παρακολουθεί την επώδυνη πορεία του ζευγαριού να αναζωπυρώσει τη σχέση του δίνοντας της την παλιά πνοή και ζωντάνια μέσα από δύσκολες ασκήσεις που επιβάλλει η θεραπεία του ψυχοθεραπευτή.
Καθισμένοι στον καναπέ απέναντι από το σύμβουλο και απαντώντας στις ερωτήσεις του, οι δύο παρτενέρ αναγκάζονται να αποκαλύψουν φαντασιώσεις, μυστικά και σκέψεις που τους στοίχειωναν για χρόνια. Οι κινήσεις και οι στάσεις των δύο συζύγων στο σαλόνι-ιατρείο μερικές φορές είναι αποκαλυπτικές των πεποιθήσεων ή και της αμηχανίας τους. Για παράδειγμα, όταν στην Κέι τίθεται το ερώτημα περί σεξουαλικών απωθημένων και φαντασιώσεων, εκείνη αρχίζει να κουμπώνει αμήχανα το ζακετάκι της. Ο Άρνολντ, από την άλλη, ανοίγει προσποιητά μια εφημερίδα όταν τίθενται ερωτήσεις στη γυναίκα του που τον φέρνουν σε δύσκολη θέση… Χαρακτηριστική είναι επίσης και η αλλαγή χρωμάτων στα ρούχα της Κέι: κατά την πρώτη της επίσκεψη στο θεραπευτή φορά ένα σύνολο σε άτονους χρωματισμούς. Μετά την επιτυχή έκβαση, όμως, της πρώτης άσκησης και αφού κοιμήθηκε αγκαλιά με τον άνδρα της μετά από πολύ καιρό, αυτή ντύνεται στα κόκκινα. Η αλλαγή χρωματικών συνδυασμών στην ενδυμασία λειτουργεί υποδηλωτικά σημαίνοντας την αντίστοιχη αλλαγή της συναισθηματικής κατάστασης της Κέι.
Η ταινία αποτελεί μια σειρά από διαδοχικά σκετς επισκέψεων στο θεραπευτή και εκτέλεσης των ασκήσεων που αυτός προτείνει. Ο Στβ Κάρελ ερμηνεύοντας το θεραπευτή υποδύεται το λιγότερο κωμικό ρόλο της καριέρας του.
Το «Ποτέ δεν είναι αργά» δεν παρουσιάζει καμιά κινηματογραφική πρωτοτυπία. Όλο το επιχείρημά του στηρίζεται στην ψυχοσύνθεση και τον εσωτερικό κόσμο των δύο κεντρικών προσώπων. Η ερμηνευτική δεινότητα της Μέριλ Στριπ και του Τόμι Λι Τζόουνς φέρει στους ώμους της όλο το διακύβευμα του φιλμ. Και οι δύο ηθοποιοί συνθέτουν ένα σύνολο που αποδίδει πιστά ένα «ζευγάρι-τύπο» αντιπροσωπευτικό εκατομμύριων ζευγαριών παντρεμένων επί δεκαετίες. Εκείνη είναι ευαίσθητη, συναισθηματική, κουρασμένη από την αδιαφορία του συζύγου και απεγνωσμένη. Η Μέριλ Στριπ αποδίδει αυτό το πρόσωπο με τη συνήθη λεπτότητα και χάρη που τη διακρίνει. Εκείνος είναι ευθυνόφοβος, γκρινιάρης, αντιδραστικός και αποφεύγει πάντα να θίξει ζητήματα που «πονάνε» και τον ξεβολεύουν. Ο Τόμι Λι Τζόουνς είναι πειστικότατος στο ρόλο του κατσούφη και οξύθυμου που, ωστόσο, δεν θέλει να χάσει τη γυναίκα του και την ησυχία του.
Ο Ντέιβιντ Φράνκελ διευθύνει τους ηθοποιούς με τέτοιο τρόπο ώστε να αναδύεται μια κωμικότητα –ελαφρύνοντας έτσι την κατάσταση- και ένας έμμεσος σαρκασμός. Αξιοσημείωτη είναι η σκηνή μέσα στον κινηματογράφο όπου το ζευγάρι πηγαίνει για να παρακολουθήσει «Το Δείπνο των Ηλιθίων» του Φράνσις Βέμπερ. Η Κέι προσπαθεί ξαφνικά να επιδοθεί σε μια άσκηση ικανοποίησης του άνδρα της κατά την οποία, όμως, αποδεικνύεται αδέξια και ανόητη (;). Κάτω από αυτά τα συμφραζόμενα, «Το Δείπνο των Ηλιθίων» λειτουργεί σαν αντανάκλαση της περιγραφόμενης κατάστασης.
Ο ελληνικός τίτλος «Ποτέ δεν είναι αργά» έρχεται να συμπυκνώσει την προσπάθεια των δύο κεντρικών προσώπων να αναστήσουν τη σχέση τους λίγο πριν το ολοσχερές τέλος. Ο Ντέιβιντ Φράνκελ μας παραδίδει μια συγκινητική ιστορία που αξίζει να δει κανείς.
Παίζουν: Μέριλ Στριπ, Τόμι Λι Τζόουνς, Στιβ Κάρελ, Τζιν Σμαρτ. Η ταινία προβάλλεται από τη Feelgood Entertainment.
ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ







