7 Μέρες στο Έντεμπε: Θρίλερ ομηρείας από τη ζωή βγαλμένο

7-days-in-entebbe-days-in-entebbe
ΔΕΥΤΕΡΑ, 20 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2018

Υπέροχη κινηματογράφηση της δεκαετίας του '70 που παγιδεύεται, ωστόσο, σε μια ταινία δράσης δίχως δράση.

Πατώντας σε ένα πραγματικό γεγονός, ο σκηνοθέτης José Padilha και ο σεναριογράφος Gregory Burke επιχειρούν να διηγηθούν από τη δική τους σκοπιά την υπόθεση ομηρείας που ξεκίνησε στις 27 Ιουνίου του 1976 όταν δύο Γερμανοί ακτιβιστές και δύο Παλαιστίνιοι κατέλαβαν ένα αεροπλάνο της Air France.  

Με φόντο το παλαιστινιακό ζήτημα, το δρομολόγιο της Air France από το Τελ Αβίβ στο Παρίσι αλλάζει προορισμό και το αεροσκάφος με όλους τους επιβάτες- ομήρους προσγειώνεται στο παλιό αεροδρόμιο του Έντεμπε στην Ουγκάντα, όπου ο πρόεδρος της χώρας υποδέχεται θερμά την επιχείρηση σιγοντάροντάς την. Έτσι ξεκινάει μία μακρά διαπραγμάτευση, με τους δράστες από τη μία να ζητούν από την ισραηλινή κυβέρνηση να απελευθερώσει τους υπό κράτηση Παλαιστίνιους και το Ισραήλ από την άλλη να αρνείται όποια συμμετοχή στη διαπραγμάτευση.  

Το περιστατικό, έχοντας τη δική του πορεία στο σινεμά, με τρεις ταινίες να βασίζονται και να περιγράφουν τη ριψοκίνδυνη ισραηλινή επιχείρηση απελευθέρωσης των ομήρων, σίγουρα δεν έρχεται για να ξαναπεί την ιστορία από την ίδια σκοπιά που έχει ήδη ειπωθεί. Ωστόσο, ο σκηνοθέτης φαίνεται να μην έχει αποφασίσει αν θα περιγράψει ή θα αναλύσει το περιστατικό, με κάποιες νύξεις που κάνει για την πολιτική του Ισραήλ να είναι εκ του ασφαλούς και γνωρίζοντας τη συνέχεια της ιστορίας. Ούτε φαίνεται να έχει πολύ ξεκάθαρο στο μυαλό του ποια ιστορία θέλει να πει, με αποτέλεσμα σε μια ταινία διάρκειας κοντά 2 ωρών όλα να τα βλέπουμε τελικά αποσπασματικά.  

Έτσι η ιστορία ξεκινάει με τους δύο Γερμανούς δράστες, τη δική τους οπτική και εν τέλει (εύστοχα) το δικό τους ενοχικό σύνδρομο (εκ του Ολοκαυτώματος ορμώμενο). Και πάνω που πάμε να σχηματίσουμε μια γνώμη για τους χαρακτήρες τους μέσα από τα flashbacks της ζωής τους πριν την ομηρεία, η κάμερα μετατοπίζεται στις συναντήσεις της ισραηλινής κυβέρνησης και τις διπλωματικές συζητήσεις, κι έπειτα πάλι στους Γερμανούς και τις ενοχικές τους συνειδήσεις, μετά λίγο στους ομήρους και πάντα ελάχιστα μέχρι καθόλου στους ίδιους τους Παλαιστίνιους. Και μέσα σε όλα παρεμβάλλεται η ιστορία ενός Ισραηλινού στρατιώτη και της χορεύτριας κοπέλας του, ιστορία η οποία δίνει μια ποιητική διάσταση σε ένα θέμα που τίποτα το ποιητικό δεν το χαρακτηρίζει και μια κατά στιγμές ένταση σε μια ταινία δίχως καθόλου νεύρο. 

Στο όλο άψυχο αποτέλεσμα δεν βοηθούν ούτε οι ηθοποιοί, και κυρίως οι δύο πρωταγωνιστές, Daniel Brühl και Rosamund Pike, οι οποίοι υπάρχουν άβολα και υποτονικά στην οθόνη. Γενικότερα όμως όλοι οι ήρωες είναι σαν να έχουν το συναίσθημα σε μια υπόκωφη ένταση σε τέτοιο βαθμό που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν ο σταθερά υποτονικός ρυθμός των χαρακτήρων και της ταινίας ολόκληρης, αποτελεί συνειδητή επιλογή του σκηνοθέτη η οποία δεν λειτούργησε τελικά με τον αναμενόμενο τρόπο.

Παρά την άπνοιά της, η ταινία αντλεί ενδιαφέρον από το ίδιο το γεγονός που περιγράφει, η ιστορική εγκυρότητα του οποίου δίνει μια τέλεια ευκαιρία στους δημιουργούς να αναπαραστήσουν υπέροχα, πιστά και ξεφτισμένα (με την καλή έννοια του όρου) την εποχή των γεγονότων τόσο που είναι λες και τα μάτια του θεατή προσαρμόζονται στο φίλτρο της δεκαετίας του '70.  

ΙΩΑΝΝΑ ΒΑΡΔΑΛΑΧΑΚΗ / [email protected]