«Ο ένοχος»: Σκανδιναβικό θρίλερ δωματίου

o-enoxos
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 28 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2018

Στην πρώτη του ταινία ο Δανός σκηνοθέτης Gustav Möller χειρίζεται εξαιρετικά την κάμερα και το σασπένς.

Χωρίς να πρόκειται για κάτι που παρόμοιο δεν έχουμε ξαναδεί, η ταινία Ο ένοχος αποτελεί την καλύτερη αρχή για τον σκηνοθέτη της, Gustav Möller, ο οποίος συνυπογράφοντας το σενάριο με τον Emil Nygaard Albertsen δημιουργεί μια ταινία δράσης δίχως δράση. Η ταινία αφού κέρδισε αράδα τα βραβεία του κοινού στις φεστιβαλικές προβολές του Sundance,του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, του Τορίνου, του Ρότερνταμ και της Ζυρίχης, παίζει στα… προημιτελικά των Oscar μιας και αποτελεί τη μία εκ των εννιά υποψήφιων ταινιών που θα διεκδικήσουν μια θέση στην τελική πεντάδα της κατηγορίας της Καλύτερης Ξενόγλωσσης ταινίας.

Βασισμένη σε ένα καλά δομημένο σενάριο με μικρή διάρκεια και σωστές ανατροπές, αν και κάποιες φορές προβλέψιμες, η ταινία απαιτεί- και λαμβάνει- μια δυνατή ερμηνεία από τον πρωταγωνιστή της, Jakob Cedergren, ο οποίος στην ουσία είναι και ο μόνος ήρωας που αποκτά φυσική υπόσταση στην οθόνη μας. Όλοι οι άλλοι οι ήρωες υπάρχουν μέσα από τις φωνές τους και τις αντιδράσεις του βασικού ήρωα όταν συνδιαλέγεται μαζί τους στο τηλέφωνο, ενώ υπάρχουν και κάποιες εντελώς φευγαλέες προσωπικότητες για να μας πείσουν ότι ο ήρωας βρίσκεται στο εργασιακό του περιβάλλον και να σπάσουν τη μονοτονία του ενός ατόμου. 

Έτσι έχουμε ένα ήρωα κλεισμένο σε ένα δωμάτιο από το οποίο θα φύγει μόνο για να πάει στο διπλανό δωμάτιο. Μέσα σε αυτό το απλό, ψυχρό, βαρετό, κλειστοφοβικό σκηνικό- που όσο περνάει η ώρα γίνεται ολοένα και πιο σκοτεινό- ο ήρωας του Cedergren μας μεταφέρει από το τηλέφωνο μια δράση γεμάτη σασπένς που όμως ποτέ δεν βλέπουμε. Αν η ταινία ζητάει κάτι από το θεατή είναι η φαντασία, γιατί εκεί μόνο λαμβάνουν χώρα η απαγωγή μιας γυναίκας και οι προσπάθειες της αστυνομίας να την σώσουν.

Η ιστορία
Ο Asger (Jakob Cedergren) είναι ένας αστυνομικός με μπλεξίματα που τον έχουν θέσει εκτός ενεργού δράσης μέχρις ότου ξεκαθαριστεί η ευθύνη του στο θάνατο ενός εγκληματία. Την επομένη της μέρας που παρακολουθούμε είναι το δικαστήριο που θα κρίνει την ενοχή του, και ο ίδιος είναι φανερά αγχωμένος. Βασικά γενικότερα έχει διάφορα θέματα που χρίζουν περισσότερης ανάλυσης όσον αφορά τη συμπεριφορά και την ψυχολογία του, τα οποία μάλιστα όσο περνάει η ώρα καταλαβαίνουμε πιο πολύ και το βαθμό και την αιτία τους. Μέχρι να πραγματοποιηθεί λοιπόν το δικαστήριο ο Asger εργάζεται στο τηλεφωνικό κέντρο των επείγοντων περιστατικών της αστυνομίας της Δανίας- ναι, είναι τόσο βαρετό όσο ακούγεται.

Η ταινία ανοίγει με μαύρη οθόνη και μας να ακούμε τον ήχο του τηλεφώνου που χτυπάει- ένα ήχο που θα συνηθίσουμε να ακούμε συχνά στη διάρκεια της ιστορίας. Ο Asger απαντάει στα ανιαρά τηλεφωνήματά του ώσπου η φωνή μιας γυναίκας (ακούγεται η Jessica Dinnage) και τα ακατανόητα λόγια της τον βάλουν σε υποψίες. Η γυναίκα αυτή προσποιείται ότι μιλάει στο παιδί της στην προσπάθειά της να ζητήσει τη βοήθεια της αστυνομίας. Έμπειρος και γρήγορος ο Asger αντιλαμβάνεται την κατάσταση, ειδοποιεί τις αστυνομικές δυνάμεις να δράσουν και από εκεί κι έπειτα αρχίζει μια καταδίωξη που μας μεταφέρεται έντονα μέσα από τις τηλεφωνικές συνομιλίες και το βλέμμα του Asger. Αυτός είναι άλλωστε το μοναδικό- και σχεδόν μόνιμα κοντινό στο πρόσωπο- πλάνο της ταινίας. Στον Ένοχο βλέπουμε τον Asger να αγωνιά, να εκνευρίζεται, να ιδρώνει λίγο στο κούτελο, να τον καλύπτει σκιά ή όχι, να γουρλώνει τα μάτια, να κουνάει νευρικά τα χέρια, να ασφυκτιά μέσα σε αυτό το δωμάτιο, τους κανόνες και τη γραφειοκρατία. Κι όλα αυτά να τα κάνει με μια θεατρικότητα σκανδιναβική- έντονη και ψυχρή μαζί.

Για τους δικούς του - από αδιάφορους έως προβλέψιμους για εμάς- λόγους ο Asger πωρώνεται με την υπόθεση και προσπαθεί με κάθε τρόπο να κινήσει τα νήματα ώστε η γυναίκα αυτή να γυρίσει σπίτι της. Έτσι, έχοντας καλές προθέσεις βάζει το χεράκι του και εκεί που δεν πρέπει προσφέροντας και ο ίδιος στο πεδίο των ανατροπών.  

Τελικά ο Möller φαίνεται να εκμεταλλεύεται έξυπνα τα απλά υλικά που έχει στη διάθεσή του, όπως τον περιορισμένο χώρο και τις σκοτεινές λήψεις που τον συνοδεύουν (με το κόκκινο λαμπάκι που δηλώνει ότι η γραμμή είναι κατειλημμένη να αποτελεί το πιο «ζωντανό» στοιχείο της ταινίας), τους διαλόγους, τις ανατροπές στην ιστορία και το σασπένς, την αλλαγή στον τόνο της φωνής όσων συνδιαλέγεται ο Asger και κυρίως τον πρωταγωνιστή και τη μούρη του- στο τέλος μόνο αυτός έχει πραγματικά σημασία. Με αυτά τα υλικά και έπειτα από γυρίσματα διάρκειας 13(!!) ημερών ο Möller κατάφερε η πρώτη του ταινία να είναι ένα ενδιαφέρον θρίλερ δωματίου με ρυθμό και δυναμισμό.

ΙΩΑΝΝΑ ΒΑΡΔΑΛΑΧΑΚΗ / [email protected]