«Το πορτρέτο μιας γυναίκας που φλέγεται»: Μια ιστορία αγάπης για την ιστορία της γυναίκας

to-portreto-mias-gunaikas-pou-flegetai
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 11 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2019

Εξαιρετική ταινία γεμάτη συναίσθημα, όμορφες εικόνες και υπέροχες ερμηνείες.

Έχοντας βάλει φωτιά στις Κάννες από όπου έφυγε με το Βραβείο Καλύτερου Σεναρίου και το Queer Palm, η ταινία «Το πορτρέτο μιας γυναίκας που φλέγεται» της Céline Sciamma παρουσιάστηκε το Σεπτέμβρη στις 25ες Νύχτες Πρεμιέρας για να δώσει μια γεύση από τη φλόγα της προτού βγει στις ελληνικές αίθουσες αυτή την εβδομάδα.  

Μια ταινία από γυναικεία χέρια, γυναικείο βλέμμα και ιστορία που ούτε άνδρες ήρωες διαθέτει ούτε τους αφορά, η ταινία της Sciamma ξεκινά ως λεσβιακό δράμα εποχής αλλά υπερβαίνοντας γρήγορα αυτό τον -περιοριστικό και ως προς το περιεχόμενο και ως προς την εποχή- χαρακτηρισμό γίνεται μια ταινία για την γυναίκα. Για την γυναίκα και τις στερήσεις της στην επιλογή, την επιθυμία, τον έρωτα, την τέχνη, την ελευθερία.  

Βρετάνη, τέλη 18ου αιώνα. Στην Μαριάν (Noémie Merlant) έχει ανατεθεί να φιλοτεχνήσει το γαμήλιο πορτρέτο της Ελουάζ (Adele Haenel), μιας νεαρής που έχει μόλις αφήσει το μοναστήρι και ζει με την κόμισσα μητέρα της (Valeria Golino) και την οικιακή τους βοηθό (Luana Bajrami) σε έναν απομονωμένο πύργο των γαλλικών ακτών. Καθώς η κόμισσα αναχωρεί για την Ιταλία, αφήνει στη νεαρή καλλιτέχνιδα και την κόρη της προθεσμία πέντε ημερών για να ολοκληρωθεί ο πίνακας. Μαζί και το χρονικό περιθώριο για ένα φλογερό ειδύλλιο. 

Χωρίς μουσική, δραματικούς τόνους και εντάσεις, η Sciamma συνθέτει μια ερωτική χορογραφία μεταξύ δύο γυναικών τον 18ο αιώνα και καταλήγει να μας παρασύρει στις γεμάτες ρυθμό,ερωτισμό και νοσταλγία εικόνες της. Η σκηνοθέτιδα δομεί την ιστορία της σε δύο μέρη και αφιερώνει σε καθένα τον δικό του χρόνο. Το πρώτο μέρος αφορά τον έρωτα, το πώς δύο άνθρωποι ερωτεύονται και πώς ανακαλύπτουν τον εαυτό τους μέσα από αυτό που τους συμβαίνει, ενώ το δεύτερο αφορά την ανάμνηση αυτού του έρωτα.  

Κοινό στοιχείο και στα δύο μέρη αποτελεί το έντονο συναίσθημα, πράγμα που με εξαιρετικούς χειρισμούς η Sciamma καταφέρνει να έχει πάντα στα πλάνα της. Σύμμαχός της όλοι όσοι έβαλαν το χεράκι τους για να δημιουργηθούν αυτές οι εικόνες. Η φωτογραφία, το τοπίο, τα χρώματα, τα καιρικά φαινόμενα, οι ήχοι, οι λήψεις, οι κινηματογραφικές αναφορές και η λειτουργία του βλέμματος, οι ηθοποιοί. Τα πάντα εκπέμπουν συναίσθημα, τα πάντα καταγράφουν το συναίσθημα μέσα σε μια ταινία που χρησιμοποιώντας συμβολισμούς συνδυάζει το ρεαλισμό με την ποίηση- εξαιρετικής ομορφιάς οι σκηνές με την άμβλωση και ο επίλογος.  

Έχοντας υπογράψει η ίδια και το σενάριο, η Sciamma γνωρίζει τι θέλει να πει και πώς να το πει. Έτσι τοποθετεί την ιστορία της στο παρελθόν για να μιλήσει για το παρόν. Όπως η ίδια εξηγεί, ήθελε η ιστορία να αφορά μία καλλιτέχνιδα. Όμως κατά την έρευνά της διαπίστωσε πως παρόλο που τον 18ο αιώνα έδρασαν πολλές γυναίκες ζωγράφοι, η ιστορία (της τέχνης) τις αποσιώπησε. Θεωρώντας το γεγονός αυτό πολιτική πράξη, εμπνέεται και φτιάχνει τη δική της ιστορία για μια γυναίκα ζωγράφο που στο πρόσωπό της βλέπει όλες τις γυναίκες. Δίπλα της τοποθετεί μια ισότιμη γυναίκα.  

Ο έρωτας που ερωτεύεται η πένα και η κάμερα της Sciamma δεν βασίζεται σε σχέσεις εξουσίας, αλλά στην ισότητα και την ειλικρίνεια. Γι’ αυτό και μόνο συγκινητικός είναι ο τρόπος με τον οποίο καταργείται η κοινωνική ιεραρχία στο όνομα της γυναικείας αλληλεγγύης. Γι’ αυτό και πρόκειται για μια βαθιά γυναικεία ιστορία που σε κάθε πράξη της διαπραγματεύεται διαφορετικές πτυχές του ίδιου ανεκπλήρωτου της γυναίκας. Γι’ αυτό και οι γυναίκες αυτές έχουν πάρει φωτιά. 

«Το ονειρευόμουν χρόνια.  
Το να πεθάνεις; 
Το να τρέξω.»
 

ΙΩΑΝΝΑ ΒΑΡΔΑΛΑΧΑΚΗ / [email protected]