Κριτική ταινίας: «Ανακυκλώνοντας τη Μήδεια»
Η Δήμητρα Γιαννακού γράφει κριτική για την ταινία του Αστέρη Κούτουλα «Ανακυκλώνοντας Τη Μήδεια» που προβάλλεται από τη New Star
«Ανακυκλώνοντας τη Μήδεια»
Ένα αμάλγαμα μουσικής, σύγχρονου χορού και κινούμενης εικόνας αποτελεί η ταινία του Αστέρη Κούτουλα «Ανακυκλώνοντας Τη Μήδεια». Η τραγική μορφή της Μήδειας ξαναζωντανεύει στη σύγχρονη Ελλάδα και σπαράζει για τα παιδιά της μέσα από τους ήχους της ονειρικής μουσικής του μεγάλου μουσικού Μίκη Θεοδωράκη.
Η διαχρονικότητα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας έγκειται στο ταξίδι της μέσα στο χρόνο, στην ικανότητα που έχει να αναδύεται σε διαφορετικές εποχές και διαφορετικούς πολιτισμούς, και μάλιστα, μέσα από ποικίλες καλλιτεχνικές φόρμες. Τα τραγικά θέματα, παν-ανθρώπινα στο χαρακτήρα τους, επανεμφανίζονται αδιάλειπτα και διαρκώς, με πολλές παραλλαγές.
Η ταινία «Ανακυκλώνοντας Τη Μήδεια» αποτελεί μία τέτοια περίπτωση, κατά την οποία ο μύθος της Μήδειας τοποθετείται στο παρόν και προεκτείνεται σημασιολογικά, καθώς το δράμα σταματά να είναι μόνο προσωπικό αλλά γίνεται συλλογικό, εφόσον διαχέεται δημόσια.
Και ακριβώς αυτό κάνει ο Αστέρης Κούτουλας. Με κύρια ντιρεκτίβα τη μουσική που συνέθεσε ο Μ. Θεοδωράκης για την Όπερα «Μήδεια» το 1988, ο σκηνοθέτης ερμηνεύει ή μετα-φράζει τη μουσική με εικόνες, μεταπηδώντας έντεχνα από το γλωσσικό κώδικα της μουσικής στον αντίστοιχο του κινηματογράφου. Μία από τις ικανότητες της έβδομης τέχνης είναι η απανταχού παρουσία της κάμερας.
Έτσι, η κάμερα-μάτι του θεατή μπορεί να μεταπηδά στο χώρο και το χρόνο συλλαμβάνοντας ακόμη και τις πιο απίθανες λεπτομέρειες, δημιουργώντας υψηλές συνθέσεις. Αξιοποιώντας αυτήν τη δυνατότητα, ο σκηνοθέτης μεταπηδά με άνεση από τις χορογραφίες του Renato Zanella («Μήδεια»), στις «χορογραφίες» που δημιουργήθηκαν στο κέντρο της Αθήνας, κατά τις πρόσφατες αντιπαραθέσεις μεταξύ της αστυνομίας και των διαδηλωτών. Οι συμβολικές και τελετουργικές κινήσεις του χορού βρίσκονται στην καρδιά του θεάματος της ταινίας «Ανακυκλώνοντας Τη Μήδεια», με τους χορευτές να είναι ταυτόχρονα και οι ερμηνευτές του δράματος των κεντρικών προσώπων. Οι χορευτές-ηθοποιοί, μέσα από την ένταση και την εκφραστικότητα των κινήσεών τους, αναπαριστούν σκέψεις, συναισθήματα, καταστάσεις και διαθέσεις.
Ένας συγχρονισμός παρατηρείται μεταξύ των κινήσεων-χειρονομιών των χορευτών και των κινήσεων των αστυνομικών ή του πλήθους που αντιστέκεται και αντιδρά. Σε αυτό συνέβαλε το μοντάζ της ταινίας, «διαλεκτικό» στο είδος του, με το οποίο ανοίγεται ένας διάλογος ή παραλληλισμός μεταξύ της οργής της Μήδειας και της οργής των νέων. Κοινός παρονομαστής και των δύο είναι η εκστατική μανία και η αντίσταση στην αδικία. Χαρακτηριστικά είναι τα πλάνα που αντιπαραθέτουν τα υψωμένα και ανοιχτά χέρια του επαναστατημένου πλήθους με κάποιες αντίστοιχες χειρονομίες της Μαρίας Κουσουνή (εκφραστικότατη ως «Μήδεια») μέσα σε ένα θέατρο. Δημιουργείται έτσι ένα ευφυέστατο ρακόρ (χωρίς να είναι το μόνο), μία σύνδεση μεταξύ διαφορετικών χρόνων και χώρων που προβληματίζει πάνω στο θέατρο της Ιστορίας, με τους νέους να είναι τα θύματα.
Οι νέοι αντιστέκονται σπρώχνοντας με δύναμη τους φράχτες της Βουλής στο ένα πλάνο και στο επόμενο παρατηρούμε την καλλιτεχνική έκφανση αυτής της κίνησης μέσα από τη χορευτική αναπαράσταση. Ενταγμένοι σε αυτά τα πλαίσια, οι αστυνομικοί αρμονικά παραταγμένοι και στη σειρά ο ένας πίσω από τον άλλον, δεν μπορούν να μη δώσουν την εντύπωση ενός μπαλέτου που σκορπά τον τρόμο.
Η μουσική παίζει τον πρωτεύοντα ρόλο για την απόδοση της αίσθησης όλων των παραπάνω. Καθώς τα λόγια είναι λιγοστά, οι υψηλές νότες του Μ. Θεοδωράκη- άλλοτε λυρικές και άλλοτε επικές, άλλοτε επαναστατικές και άλλοτε θρησκευτικής ευλάβειας- δομούν και κατευθύνουν ένα θέαμα που θέαμα που θρηνεί για την «τύχη» των νέων, που φέρνει τον Ευριπίδη στο παρόν. Κατά το μεγάλο ποιητή, τα πάθη των ανθρώπων αποτελούσαν και την αιτία των πράξεών τους. Ενέργειες, συναισθήματα και πάθη, όλα γίνονται ένα κουβάρι στο ακουστικό-οπτικό θέαμα του Αστέρη Κούτουλα, προβληματίζοντας και αναστατώνοντας το κοινό.
Το σύνολο συμπληρώνεται με τις αφηρημένες σκηνές μιας παιδούλας (Bella Oelmann) που κοιτάζει κατάματα την κάμερα-θεατή, ρωτώντας τον για τα γενόμενα και εκφράζοντας μια θλίψη για όλα.
Το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα που προκύπτει είναι πρωτότυπο, σπάνιο και αισθαντικό, καθώς παρα-τάσσονται ή συν-τάσσονται τρεις τέχνες (η μουσική, ο χορός και το σινεμά) για να εκφράσουν, όσο πιο ζωηρά γίνεται, την τραγικότητα της σύγχρονης νεολαίας στην Ελλάδα των τελευταίων εξελίξεων.
Παίζουν: Μαρία Κουσούνη, Bella Oelmann, Ντανίλο Ζέκα, Franziska Hollinek-Walner, Eno Peci, Σοφία Πίντζου. Η ταινία προβάλλεται από τη New Star.
ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ







