Κριτική ταινίας:«Ένα καλοκαίρι»

kritiki-tainiasena-kalokairi

ΠΕΜΠΤΗ, 18 ΙΟΥΛΙΟΥ 2013

H Δήμητρα Γιαννακού γράφει κριτική για την ταινία «Ένα Καλοκαίρι» («Μud») που προβάλλεται από τις Seven Films/Spentzos Films.

«Ένα Καλοκαίρι» («Μud»)

Ο Τζεφ Νίκολς έχει σκηνοθετήσει τρεις ταινίες μέχρι τώρα. Με την τρίτη, «Mud-Ένα Καλοκαίρι», επιβεβαιώνει τις αισθητικές του προτιμήσεις και κατατάσσεται ανάμεσα στους σημαντικότερους αμερικανούς σκηνοθέτες της γενιάς του. Το «Mud-Ένα Καλοκαίρι» μάς υπόσχεται ένα ταξίδι μύησης στην καρδιά του Μισισιπή, μια περιπέτεια στα μυστικά της ζωής και της ενηλικίωσης.

Η φύση φαίνεται να είναι μία από τις βασικές σταθερές των έργων του Νίκολς. Μετά τους απέραντους σιτοβολώνες που χρησίμευαν ως background στις «Ιστορίες Πυροβολισμών» και τον άπλετο ορίζοντα στο «Καταφύγιο», ο σκηνοθέτης στρέφεται ακόμη πιο έντονα στο μαγευτικό σύμπαν της φύσης από όπου αντλεί στοιχεία για να πλάσει το φαντασιακό κόσμο των εικόνων του. Τώρα, μας μεταφέρει στις όχθες του μεγάλου ποταμού Μισισιπή, όπου θα εκτεθεί και το μεγαλύτερο μέρος της διήγησης και όπου θα δράσουν πρόσωπα άγρια, ανεξάρτητα και ατίθασα, κατ’ εικόνα των στοιχείων της φύσης.

Και πράγματι, ο κεντρικός χαρακτήρας φέρει το όνομα «Mud», από τον οποίο πήρε και τον τίτλο η ταινία. «Mud» σημαίνει λάσπη. Ο Mud (Μάθιου ΜακΚόναχι) είναι ένας ημι-άγριος τύπος που μένει μέσα σε μια παλιά βάρκα αραγμένη πάνω σε ένα δένδρο (!). Το υγρό στοιχείο, ασταθές πάντα και ρευστό, αναμειγνύεται περίτεχνα με τη συμπαγή αγριότητα της πλούσιας βλάστησης και πανίδας συνθέτοντας ένα περιβάλλον μέσα από το οποίο αναδύονται υπάρξεις μυστήριες, μυσταγωγικές, περιθωριακές, ανήσυχες και επαναστατικές.

Η αντίθεση μεταξύ του σταθερού (γη) και του αβέβαιου ή φευγαλέου (νερό) αποτελεί μια άσκηση ύφους που έχει υιοθετηθεί από πολλούς κινηματογραφιστές, ξεχωρίζοντας εκείνους του γαλλικού ιμπρεσιονισμού. Για παράδειγμα, ο Epstein κάνει κάτι παρόμοιο στο φιλμ «La belle Nivernaise».

Σε αυτό το ντεκόρ εντάσσονται τα πρόσωπα του δράματος. Δύο έφηβοι, ο Ellis (Τάι Σέρινταν) και ο Neckbone (Τζέικομπ Λόφλαντ) διασκεδάζουν την ανία τους κάνοντας εξερευνήσεις στα πέριξ της περιοχής όπου ζουν. Με μια βάρκα (δια)σχίζουν το ποτάμι και ανακαλύπτουν ένα έρημο νησί με έναν κάτοικο, τον Mud. Ο Μud κρύβει ένα άστατο παρελθόν και πολλά μυστικά τα οποία θα αποκαλύψει βαθμιαία στα παιδιά καθώς θα γίνουν φίλοι και θα ζητήσει τη βοήθειά τους.

Οι έφηβοι, ένα είδος Τομ Σώγιερ, ρέμπελοι και περίεργοι θα τολμήσουν να προσφέρουν βοήθεια στο μυστηριώδη άνδρα με το ηλιοκαμένο δέρμα, το τατουάζ φιδιού στο μπράτσο, το πιστόλι στη μέση και το «ιερό» -κατ’ αυτόν- πουκάμισο με το μάτι λύκου...

Μια σειρά από περιπέτειες ξεκινούν, μια ιστορία εξερεύνησης και καταδίωξης που δίνουν μια νέα απόχρωση στο νατουραλιστικό τοπίο του μύθου, μετατρέποντας το φιλμικό κείμενο σε ταινία δράσης με ρομαντικό υπόβαθρο. Οι γυναίκες παίζουν ένα σημαντικό ρόλο κινώντας τα νήματα της αφήγησης, καθώς αποτελούν στόχο και κίνητρο διαφόρων ενεργειών.

Βασικός σκοπός του Mud είναι να βρει την αγαπημένη του και να φύγουν μαζί. Ο Ellis, από την άλλη, σαγηνεύεται από μια έφηβη, μερικά χρόνια μεγαλύτερή του, και εμπλέκεται σε διάφορους καυγάδες για χάρη της. Κάτω από αυτήν την οπτική γωνία και δεδομένου του αγέρωχου ταπεραμέντου του μικρού, θα λέγαμε, ότι αυτός αποτελεί έναν αντικατοπτρισμό της προσωπικότητας του Mud, με κάποια χαρακτηριστικά να προσομοιάζουν.

Μια ανδρική ματιά –του σκηνοθέτη- ξεχωρίζει στην προσέγγιση των σχέσεων μεταξύ των δύο φύλων, κατά την οποία οι γυναίκες δείχνουν επιπόλαιες, ακατανόητες και επιφανειακές. Ωστόσο, μια αλλαγή προς το τέλος ανατρέπει αυτό το δεδομένο.

Ο σκηνοθέτης βυθίζει τους ήρωες του σε ένα σύμπαν όμοιο με το χαρακτήρα τους ή τη ζωή τους. Ο Mud ζει σε ένα μεταβατικό σημείο, μεταξύ του ποταμού και του δάσους. Το ίδιο και η ζωή του βρίσκεται σε μία καμπή, σε μια κατάσταση ρευστή και αβέβαιη που ο ίδιος θέλει να αλλάξει. Επίσης, για τον έφηβο Ellis τα ιδανικά της παιδικής ηλικίας διαψεύδονται και γκρεμίζονται, καθώς ο ίδιος βαδίζει προς την ενηλικίωση, γνωρίζοντας τον πόνο και τους συμβιβασμούς που τη συνοδεύουν.

Το ρέμπελο, δε, η αίσθηση της φυγής και της ελευθερίας αντικατοπτρίζονται εύστοχα στην ιδέα των πουλιών που χαίρεται να κινηματογραφεί ο Νίκολς. Τα πουλιά εκτίθενται με διάφορους τρόπους: είτε με γενικά πλάνα να πετάνε στον ορίζοντα συνθέτοντας το ντεκόρ της αφήγησης είτε χαραγμένα στο σώμα σε μορφή τατουάζ. Η απεικόνισή τους, τέλος, στο μενταγιόν ενός προσώπου έρχεται να επιβεβαιώσει μια άσκηση ύφους του σκηνοθέτη. Το μοντάζ είναι εκφραστικό μιας διήγησης που κυλά -από τη μια- ήρεμα, όπως το νερό, χωρίς να λείπουν, ωστόσο, οι ξαφνικές ανατροπές (και οι αλλαγές οπτικής γωνίας). Οι ηθοποιοί είναι ίσως οι πιο κατάλληλοι για να ενσαρκώσουν τους συγκεκριμένους ρόλους. Το αγέρωχο ταμπεραμέντο Του Μάθιου ΜακΚόναχι συμβαδίζει απόλυτα με το χαρακτήρα που υποδύεται. Ο Τζεφ Νίκολς παραδίδει ένα έργο προσεγμένο και αισθαντικό στο οποίο αρκετοί θα αναγνωρίσουν κάποια «ίχνη» του Τέρενς Μάλικ.

Παίζουν: Μάθιου ΜακΚόναχι, Τάι Σέρινταν, Τζέικομπ Λόφλαντ, Ρις Γουίδερσπουν, Σαμ Σέπαρντ, Μάικλ Σάνον. Η ταινία προβάλλεται από τις Seven Films/Spentzos Films.

ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ