Γιατί το ασπρόμαυρο σινεμά δεν πεθαίνει;

giati-to-aspromauro-sinema-den-pethainei

Σκηνή από την ταινία «The Αrtist»

ΤΕΤΑΡΤΗ, 07 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2013

Σε μία κινηματογραφική βιομηχανία που χρόνο με το χρόνο στόχευε σε όλο και πιο φωτεινή κι έντονη οπτική αισθητική, εντύπωση προκαλούν οι ολοένα και περισσότερες ασπρόμαυρες ταινίες που κάνουν την εμφάνισή τους στις σκοτεινές αίθουσες.

Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 60, όλα έδειχναν ότι το ασπρόμαυρο φορμάτ βάδιζε με μαθηματική ακρίβεια στην κατάργηση. Τα χρώματα γίνονταν όλο και πιο ζωντανά, με την χρωματικό φάσμα να διευρύνεται χρονιά με τη χρονιά. Η τελευταία δεκαετία ωστόσο χαρακτηρίστηκε από μια διάθεση back to basics σε όλες τις εκφάνσεις της. Από τη μουσική και τη μόδα μέχρι τον τρόπο κινηματογράφησης. Η τάση κορυφώθηκε τη τελευταία διετία, μάλιστα, σύμφωνα με το έγκυρο περιοδικό Variety οι σινεφίλ στο διάστημα αυτό έχουν «εκτεθεί» στην ασπρόμαυρη παλέτα περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη περίοδο.

Η λίστα με τα πρόσφατα ασπρόμαυρα έργα των τελευταίων ετών είναι μακροσκελής. Από εμπορικές ταινίες όπως «Ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί»(2001) των αδερφών Κοέν και η «Αμαρτωλή Πόλη» το 2005, με all star cast, που σηματοδότησε και τη δυναμική επιστροφή του Mickey Rourke στα κινηματογραφικά πράγματα, μέχρι πιο μικρές παραγωγές όπως το γαλλικό «Οι συνήθεις Εραστές» της ίδιας χρονιάς, με το Philippe Garrel πίσω από την κάμερα και το γιο του, Louis, μπροστά.

Άξιο αναφοράς είναι σαφώς και το «Καφές και Τσιγάρα» (2003) του Jim Jarmusch. Ο Jarmusch, πραγματικά δε χρειάζεται το παραμικρό χρώμα για να κάνει μια υπέροχη ταινία κι έχει ολόκληρη φιλμογραφία ασπρόμαυρων ταινιών για να το αποδείξει («Πέρα από τον Παράδεισο», «Στην Παγίδα του Νόμου», «Ο Νεκρός»).

Τη λίστα συμπληρώνουν επάξια δύο animated ταινίες, το περσινό «Frankenweenie» του Tim Burton και το σαφώς πιο ενήλικο «Persepolis» (2007) των Vincent Paronnaud και Marjane Satrapi.

«Κάθε κινηματογραφιστής κάποια στιγμή στην καριέρα του ονειρεύεται να γυρίσει ένα ασπρόμαυρο φιλμ», λέει ο σκηνοθέτης του «Frances Ha», Noah Baumbach στο περιοδικό Variety. Τι είναι όμως αυτό που τους έλκει;

Ο Joss Whedon του «Much Ado About Nothing» (2012), υποστηρίζει ότι χρησιμοποίησε το εν λόγω φορμάτ προκειμένου να δώσει στο φιλμ του την αίσθηση χλιδής και λάμψης του παλιού Hollywood. Σε μία αντίστοιχη προσπάθεια αναβίωσης της παλιάς χολιγουντιανής ατμόσφαιρας βάσισε και ο Steven Soderbergh την ασπρόμαυρη επιλογή του στην ταινία «Ο Καλός Γερμανός» (2006). Ο Soderbergh μάλιστα θέλησε να έχει τόσο αυθεντικό αποτέλεσμα που εκτός από τα χρώματα, απέκλεισε τους εξελιγμένους φακούς στις κάμερες και τις σύγχρονες μεθόδους φωτισμού που δίνουν πιο φυσικό αποτέλεσμα. Επιπλέον οι ηθοποιοί δε φορούσαν μικρόφωνα αλλά η ηχογράφηση έγινε με το πατροπαράδοτο χειροκίνητο boom που ανάγκαζε τους ηθοποιούς να φωνάζουν.

Η «Χιονάτη» (2012) του Pablo Berger

Στο φιλμ πρωταγωνιστεί ο George Clooney, που ένα χρόνο πριν, το 2005, είχε πειραματιστεί και ο ίδιος σκηνοθετικά με το ασπρόμαυρο φορμάτ στο «Καληνύχτα και Καλή Τύχη», το οποίο είχε γυριστεί ως έγχρωμο και στην πορεία υπέστη τεχνική επεξεργασία.

Στο αντίθετο στρατόπεδο, βρίσκεται ο βραβευμένος με Oscar σκηνοθέτης του γαλλικού «The Αrtist» (2011), Michel Hazanavicius, ο οποίος όπως είχε δηλώσει σε συνέντευξή του δεν αγιοποιεί τις παλιές ταινίες κι ούτε προσπαθεί να δημιουργήσει καθ’ εικόνα και ομοίωσή τους. Τονίζει πως ο στόχος του, ανεξάρτητα αν συμβαίνει, δεν ήταν να δώσει ρετρό αέρα στο «The Artist» αλλά να εκμεταλλευτεί τις «αρκετές αφηγηματικές επιλογές» που προσφέρει το παραμελημένο αυτό είδος. Το «The Artist» όμως δε σταματά το φλερτ με το παρελθόν, στο οπτικό κομμάτι αλλά επεκτείνεται και στο ακουστικό, αφού πρόκειται για βουβή ταινία, στα χνάρια της οποίας, όσον αφορά τα τεχνικά χαρακτηριστικά τουλάχιστον, κινήθηκε και η «Χιονάτη» (2012) του Pablo Berger. Η ταινία επαναπροσδιορίζει εικαστικά το παραμύθι των αδερφών Γκριμ, τοποθετώντας το στη δεκαετία του ‘20, τόσο με την υπόθεση όσο και με το στυλ σκηνοθεσίας.

Όταν το χρώμα δε «λειτουργεί» στην ταινία.

Φωτογραφία ΙΜDb:Η «Λευκή κορδέλα» του Μichael Haneke

Πέρα από τη νοσταλγική διάθεση και τη ρετρό αισθητική, υπάρχουν περιπτώσεις που το ασπρόμαυρο εκτός από στιλιστικά εξυπηρετεί και αφηγηματικά την ταινία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η «Λευκή Κορδέλα» (2009) του Michael Haneke.

Ο ίδιος ο σκηνοθέτης έχει ξεκαθαρίσει σε πολλές συνεντεύξεις του ότι η επιλογή της ασπρόμαυρης εικόνας, αφενός αποτελεί φόρο τιμής στο Γερμανό φωτογράφο August Sander, η δουλειά του οποίου αποτέλεσε τη βασική πηγή έμπνευσης του Haneke για την ταινία, αφετέρου δημιουργεί το επιθυμητό κλίμα, ψυχρό κι αποστασιοποιημένο, το οποίο ενισχύει την ιστορία.

Μία αντίστοιχη περίπτωση είναι και το «Control» (2007) του Anton Corbijn, η βιογραφία του τραγουδιστή των Joy Division, του Ian Curtis. Δεδομένου ότι ο ίδιος ο Ολλανδός σκηνοθέτης έχει τραβήξει τις χαρακτηριστικές ασπρόμαυρες φωτογραφίες του γκρουπ, που καθιέρωσαν το στυλ του, και στις οποίες στηρίχθηκε για να κάνει το φιλμ, είναι προφανές ότι οτιδήποτε άλλο εκτός από ασπρόμαυρο δε θα «δούλευε».

«Αποφάσισα να το γυρίσω ασπρόμαυρο για πολλούς λόγους, ένας από αυτούς ήταν ότι όσα ασπρόμαυρα φιλμ έχω δει είναι πιο ρεαλιστικά. Το 95% των αγαπημένων μου ταινιών είναι ασπρόμαυρες», δήλωνε ο Francis Ford Coppola to 2009, εξηγώντας την επιλογή της ασπρόμαυρης φωτογραφίας στο «Tetro» με τον Vincent Gallo. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα, που το φορμάτ «προχωρά» την ταινία ένα βήμα παρακάτω, χωρίς να είναι ένα απλό κλείσιμο του ματιού στους ρομαντικούς νοσταλγούς μιας περασμένης κινηματογραφικής περιόδου, είναι το αναμενόμενο «A Field in England» του Ben Wheatley. «Τα χρώματα στα ρούχα, στο γρασίδι, ο ουρανός, όλα προκαλούσαν σύγχυση. Με το ασπρόμαυρο η προσοχή επικεντρώνεται εκεί που πρέπει, στο πρόσωπο του ηθοποιού στα μαλλιά του και στις υφές. Αυτό καθόρισε την επιλογή μας», εξηγεί ο Wheatley.

Η ασπρόμαυρη κινηματογράφηση, αν και μόδα, θεωρείται από τα στούντιο οικονομικό ρίσκο. Όταν ο βραβευμένος με Oscar σκηνοθέτης Alexander Payne («Πλαγίως», «Οι Απόγονοι»), εξέφρασε τη διάθεσή του να γυρίσει σε αυτό το φορμάτ, το επόμενο φιλμ του, «Nebraska», το στούντιο προσπάθησε να τον μεταπείσει, κι όταν ο Payne αρνήθηκε να αλλάξει γνώμη, προχώρησε σε περιορισμό του προϋπολογισμού. «Είναι πολύ όμορφο αισθητικά και ο λόγος που ξεπεράστηκε με τα χρόνια ήταν καθαρά εμπορικός κι όχι καλλιτεχνικός», δήλωσε στην πρεμιέρα του έργου, στο Φεστιβάλ Καννών, το Μάιο που μας πέρασε. «Η ιστορία –το κοινό ταξίδι ενός πατέρα και του γιου του- προσφέρεται για ασπρόμαυρη κινηματογράφηση. Ένα στυλ εξίσου αυστηρό με τις ζωές των πρωταγωνιστών».

ΝΑΝΤΙΑ ΚΑΚΛΗ