Κριτική ταινίας: «Μια Βραδιά στο Σαιν Τροπέ»
Η Δήμητρα Γιαννακού γράφει κριτική για την ταινία «Μια Βραδιά στο Σαιν Τροπέ», μια ευχάριστη οικογενειακή κομεντί, στο πλαίσιο της οποίας οι ρήξεις μεταξύ των μελών μιας οικογένειας και ο διαφορετικός τρόπος ζωής τους χρησιμεύουν ως υλικό ανάπτυξης μιας ίντριγκας που κινεί την προσοχή.
Πράγματι, ποικίλες γκροτέσκ καταστάσεις αναδύονται από την «αναμέτρηση» -θα λέγαμε- μεταξύ δύο αδελφών, διαμετρικά αντίθετων χαρακτήρων με έναν πατέρα στη μέση ο οποίος πάσχει από τη γνωστή νόσο του Αλτσχάιμερ. Ο Ρονί (Καντ Μεράντ) είναι ένας πλούσιος, λαϊκός τύπος, που χαίρεται να ζει τη ζωούλα του (χαρακτηριστικός «bon viveur»), απολαμβάνοντας με κυνισμό ό, τι μπορεί. Ο αδελφός του Ζεφ (Ερικ Ελμονινό) είναι ένας μουσικός, παθιασμένος με την τέχνη του, που γυρίζει τον κόσμο παίζοντας κλασική μουσική. Βαθιά θρησκευόμενος και με αυστηρό τρόπο ζωής, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το Ρονί.
Η αντίθεση αυτών των δύο χαρακτήρων θα επιδειχθεί ακόμη περισσότερο από ένα απρόσμενο περιστατικό που θα πυροδοτήσει μια σειρά από τραγελαφικές καταστάσεις. Ο Ρονί παντρεύει την κόρη του ενώ ο Ζεφ χάνει ξαφνικά τη γυναίκα του. Ένας γάμος και μια κηδεία θα γίνουν σχεδόν ταυτόχρονα προκαλώντας ένα οπτικό εφέ ανεκδοτολογικό. Τα αδέλφια έρχονται σε ακόμη μεγαλύτερη ρήξη, μέσα στην προσπάθειά τους να συμβιβάσουν δύο αντιθετικές καταστάσεις. Σε αυτό το σημείο δίνεται η ευκαιρία στη σκηνοθέτιδα Ντανιέλ Τομσόν να θέσει σε παραλληλισμό δύο κοινωνικές περιστάσεις που έχουν κάποια κοινά στοιχεία, παρά την πρώτη εμφανή αντίθεση. Σε ένα γάμο όλοι οι παρευρισκόμενοι φορούν «τα καλά τους», όπως και σε μια κηδεία. Είναι βαθιά συγκινημένοι και στις δύο περιστάσεις, φιλιούνται (ο αυθεντικός τίτλος του φιλμ «Des gens qui s’embrassent»), κάποιοι μάλιστα κλαίνε, ενώ ερωτήσεις περί αιωνιότητας διαχέουν μια ατμόσφαιρα μεστή από λουλούδια και λιβάνια. Ο Billy Wilder χρησιμοποιεί και επεκτείνει αυτό το εφέ με επιδέξιο τρόπο στην κομεντί «Αvanti» το 1972. Και εκεί υπάρχει ένα δυστύχημα το οποίο φέρνει κοντά δύο ανθρώπους που στο τέλος ερωτεύονται. Η αναλογία μεταξύ της επικήδειας τελετής και της γαμήλιας συνιστά μια φιλμική μεταφορά που συναρπάζει στην περίπτωση του Wilder. Στο «Μια Βραδιά στο Σαίν Τροπέ» επιχειρείται μια καρικατούρα των αντίστοιχων περιστάσεων.
Ο έρωτας υπάρχει και στην ταινία της Ντανιέλ Τόμσον («Πρώτη Σειρά Πλατεία-Fauteuils d’Orchestre»), μόνο που δεν προέρχεται από το ζευγάρι που παντρεύεται. Μια τυχαία συνάντηση και γνωριμία μέσα σε ένα τραίνο θα γεννήσει έναν έρωτα «απίθανο» που θα φέρει μια σειρά ανατροπές.. Η σκηνοθέτιδα δείχνει να έλκεται από τις αλληλεπιδράσεις των ανθρώπων που συναντιούνται σε χώρους μαζικής μεταφοράς, αν λάβουμε υπόψη και την ταινία της «Jet Lag» («Décalage Horaire») του 2002. Εκεί, μέσα στους χώρους ενός αεροδρομίου δύο άγνωστοι θα έρθουν πολύ κοντά..
Ο ελληνικός τίτλος «Μια Βραδιά στο Σαίν Τροπέ» προέρχεται από το δεύτερο τμήμα της ταινίας όπου οι δύο οικογένειες, του Ρονί και του Ζεφ, συναντιούνται τυχαία στο ειδυλλιακό και κοσμοπολίτικο περιβάλλον του Σαίν Τροπέ, «βάζοντας» αυτόματα το θεατή σε κλίμα διακοπών. Ο ένας είναι με το κρουαζιερόπλοιό του, ο άλλος δίνει κονσέρτα κάτω από κάστρα. Ενδιαφέρουσα είναι η αντίθεση που έρχεται στην επιφάνεια, σχετικά με τις επιλογές διασκέδασης ή ψυχαγωγίας των ανθρώπων. Από τη μια, η επίδειξη, η ελαφρότητα και η επιφάνεια. Από την άλλη, η κουλτούρα, η τέχνη, η ηρεμία, η σοφή ανάλωση του χρόνου, η εμβάθυνση, η εγκράτεια. Μέσα στην ατμόσφαιρα του clubbing και του «φαίνεσθαι», η Μόνικα Μπελούτσι κυκλοφορεί ως μια très chic κυρία γελοιοποιώντας τις αξίες του υλισμού. Η εικόνα της έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη συναισθηματική και ευαίσθητη μουσικό (Λου Ντε Λαζ), κόρη του Ζεφ, η στάση της οποίας λειτουργεί ως αντίποδας στην παραπάνω αναπαράσταση.
Εκτός από όλα τα παραπάνω ενδιαφέροντα στοιχεία, η νέα ταινία της Ντανιέλ Τομσόν δεν εμβαθύνει και μένει στην επιφάνεια καταλήγοντας να είναι μια ελαφριά κωμωδία ηθών. Διάφοροι γνωστοί ηθοποιοί συγκεντρώνονται σε μέρη αντίστοιχα γνωστά και δημοφιλή (στο “Maxim’s”, το διάσημο εστιατόριο του Παρισιού, στην όμορφη Concorde, στο Σεν Τροπέ) δημιουργώντας τις προϋποθέσεις ενός εύκολου εντυπωσιασμού και συνθέτοντας ένα κωμειδύλλιο παλιάς εποχής. Οι ηθοποιοί, επίσης, δεν δείχνουν να πολυπιστεύουν στους ρόλους τους ενισχύοντας έτσι την ελαφρότητα που διαπερνά το σύνολο.
Παίζουν: Καντ Μεράντ, Μόνικα Μπελούτσι, Ερίκ Ελμονινό, Βαλερί Μπονετόν, Μαξ Μπουμπλί, Λου Ντε Λαζ, Κλάρα Πονσό, Ιβρί Γκιτλίς. Η ταινία προβάλλεται από την Feelgood.
ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ







