Who is who: Vivien Leigh

who-is-who-vivien-leigh

Η Vivien Leigh. Photo: Wikipedia

ΚΥΡΙΑΚΗ, 11 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2013

«Ταλαντεύομαι μεταξύ της ευτυχίας και της δυστυχίας και κλαίω εύκολα», έτσι περιέγραφε τον εαυτό της η ίδια. Το click@Life παρουσιάζει τη Vivien Leigh, όχι ως «αυτοκαταστροφική και απρόσεκτη», όπως έβλεπε η ίδια τον εαυτό της, αλλά ως μια έξοχη ηθοποιό, όπως δηλαδή την έβλεπαν και τη βλέπουν όλοι οι υπόλοιποι.

Η Vivian Mary Hartley, όπως είναι το αληθινό της όνομα, γεννήθηκε στις 5 Νοεμβρίου του 1913 στο Darjeeling της Ινδίας, οι ρίζες της όμως είναι αγγλικές από τη μεριά του πατέρα της και ιρλανδικές από αυτήν της μητέρας της. Η μικρή Vivian πήρε την πρώτη γεύση υποκριτικής σε ηλικία 3 ετών, όταν εμφανίστηκε στην ερασιτεχνική θεατρική ομάδα της μητέρας της.

Στα 6 της, κι έχοντας μετακομίσει πλέον στην Αγγλία, η Vivian γράφεται σε σχολείο που διοικείτο από καλόγριες, και εκμυστηρεύεται στη φίλη, συμμαθήτριά της και μετέπειτα ηθοποιό, Maureen O’Sullinan, ότι θέλει να γίνει μια «σπουδαία ηθοποιός».

Λόγω της συνεχούς μετακίνησης της οικογένειάς της, η Vivian άλλαζε διαρκώς σχολεία στην Αγγλία, τη Γαλλία, την Ιταλία και τη Γερμανία με αποτέλεσμα να μάθει άπταιστα γαλλικά και ιταλικά. Το 1931, αφότου παρακολούθησε μια ταινία της παλιάς της συμμαθήτριας, O’Sullivan και αποκάλυψε και στους γονείς της το όνειρό της για μια καριέρα στο σινεμά, ο πατέρας της την έγραψε στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης του Λονδίνου.

Ο γάμος της με τον Herbert Leigh Holman, από όπου εμπνεύστηκε και το καλλιτεχνικό της επίθετο, και η γέννηση της κόρης της Suzanne, την ανάγκασαν να «παγώσει» τα φιλόδοξα πλάνα της. Η αναβολή όμως ήταν προσωρινή, αφού λίγα χρόνια αργότερα, με νέο πια όνομα,το Vivien Leigh, κυνήγησε το όνειρό της.

Το 1935, υπήρξε «σημαδιακή» χρονιά για τη Leigh, αφού πραγματοποίησε το κινηματογραφικό και το θεατρικό της ντεμπούτο στα «Things Are Looking Up» και «The Mask of Virtue», αντίστοιχα. Οι κριτικές που πήρε για τη θεατρική της ερμηνεία ήταν εξαιρετικές, με τις εφημερίδες να επαινούν το ταλέντο της και την εκφραστικότητα του προσώπου της που θα εξελισσόταν σε σήμα κατατεθέν της, μαζί με το ανέβασμα του δεξιού της φρυδιού. Η επιτυχία αυτή την οδήγησε στην υπογραφή συμβολαίου με το σκηνοθέτη Alexander Korda, για μια σειρά ανεξάρτητων ταινιών, αλλά και στη μεταφορά του έργου «The Mask of Virtue» σε μεγαλύτερο θέατρο.

Η Leigh δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες, αδυνατώντας να τοποθετήσει τη φωνή της σωστά, με αποτέλεσμα η παράσταση να κατέβει λίγες μέρες αργότερα. Η ηθοποιός πικραμένη δήλωσε όταν ρωτήθηκε σχετικά ότι τα κομπλιμέντα για το ταλέντο από τους κριτικούς ήταν «το χειρότερο πράγμα που της συνέβη καθώς έριξαν πάνω της τέτοιο βάρος και τέτοια ευθύνη, που δεν ήταν σε θέση να αντέξει».

Το άστρο όμως της Vivien είχε ανατείλει κι ήταν πια αδύνατο να σβήσει. Έτσι, παρά την απειρία της, προχώρησε σε πιο δυναμικούς ρόλους, συμμετέχοντας στο ανέβασμα σαιξπηρικών έργων. Το 1937, υποδύθηκε την Οφηλία στη μεταφορά του Άμλετ από το Old Vic Theatre, όπου και ερωτεύτηκε το Laurence Olivier, με τον οποίο συμπρωταγωνιστούσε εκείνη τη χρονιά και στο θέατρο και στο σινεμά, στο έργο «Μέσα στις Φλόγες». Γρήγορα οι δυο τους, αν και παντρεμένοι, ξεκίνησαν ένα φλογερό και δημόσιο ειδύλλιο.

Γραμματόσημο με σκηνή από την ταινία «Όσα παίρνει ο άνεμος»

Την περίοδο εκείνη ο σκηνοθέτης του «Όσα Παίρνει ο Άνεμος», George Cukor, αναζητούσε την ιδανική «Scarlett O’Hara». «Το κορίτσι που ψάχνω πρέπει να κατέχεται από το διάβολο και είναι φορτισμένη με ηλεκτρισμό», δήλωνε ο Cukor. Το Φεβρουάριο του 1938, η Leigh ζήτησε να περάσει από οντισιόν για το ρόλο. «Εγώ θα ενσαρκώσω τη Scarlett O’Hara. Ο Laurence δεν πρόκειται να υποδυθεί τον Rhett Butler, αλλά εγώ θα ενσαρκώσω τη Scarlett. Περιμένετε και θα δείτε», έλεγε σίγουρη για τον εαυτό της Vivien Leigh. Έπρεπε όμως να δουλέψει σκληρά για το ρόλο, καθώς ο παραγωγός David O. Selznick, μολονότι γνώριζε κι εκτιμούσε τη δουλειά της, θεωρούσε ότι η βρετανική προφορά της δεν ταίριαζε στο χαρακτήρα της O’Hara.

Έτσι η Leigh ταξίδεψε στο Los Angeles, προκειμένου να είναι μαζί με το Olivier, που προσπαθούσε να γίνει γνωστός στις ΗΠΑ, αλλά και να πείσει τον Selznick, ότι είναι η ιδανική επιλογή για το ρόλο. Ο Cukor ενθουσιάστηκε με το απρόσμενο άριστο δοκιμαστικό της ηθοποιού, και της ανέθεσε το ρόλο της Scarlett αμέσως, απορρίπτοντας ονόματα όπως η Katharine Hepburn και η Bette Davis.

Η Leigh, έχοντας να αντιμετωπίσει την πρόκληση ενός τόσο απαιτητικού ρόλου αλλά και την απόσταση από τον σύντροφό της, Olivier, που βρισκόταν για δουλειά στη Νέα Υόρκη, ταλαιπωρήθηκε στα γυρίσματα. Ωστόσο το «Όσα Παίρνει ο Άνεμος», έγινε τεράστια επιτυχία σπάζοντας κάθε ρεκόρ στο box office και συγκεντρώνοντας 13 υποψηφιότητες για Oscar, ανάμεσα στις οποίες και ερμηνείας για τη Leigh. «Η επιλογή της ως Scarlett O’Hara δικαίωσε το παράλογο κυνήγι ταλέντων από το οποίο αναδείχτηκε νικήτρια. Είναι τόσο κατάλληλη για το ρόλο όσον αφορά ταλέντο και εμφάνιση που οποιαδήποτε άλλη επιλογή θα ήταν ασύλληπτη», θα γράψουν για αυτή οι Times της Νέας Υόρκης. Τελικά, τη βραδιά της 29ης Φεβρουαρίου 1940, η Vivien Leigh θα αφήσει ανεξίτηλο το όνομά της στη λίστα των κλασικών ηθοποιών με την κατάκτηση του Oscar πρώτου γυναικείου ρόλου, αφήνοντας πίσω την Bette Davis του «Λυκόφωτος μιας ζωής» και τη Γκρέτα Γκάρμπο του «Νινότσκα».

Η κινηματογραφική της πορεία κυλούσε παράλληλα με αυτή του Olivier, ενώ λίγες φορές οι δρόμοι τέμνονταν με κοινές εμφανίσεις όπως το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» στο Broadway, που επισκιάστηκε από την ενασχόληση του τύπου με τη σχέση τους, και το «Λαίδη Χάμιλτον», μια πατριωτική ταινία που οδήγησε σε φιλική σχέση με τον Winston Churchill.

Παράλληλα τα πρώτα σύννεφα στην ψυχική υγεία της Leigh άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους. Στα γυρίσματα του «Καίσαρ και Κλεοπάτρα», το 1944, μετά τη οδυνηρή εμπειρία μιας αποβολής, έπεσε σε κατάθλιψη και υπέστη την πρώτη κρίση, από μια σειρά που θα ακολουθούσαν, τις οποίες προκαλούσε η διπολική διαταραχή από την οποία έπασχε η ηθοποιός.

Το 1949, κέρδισε το δεύτερό της Oscar μπαίνοντας έτσι στο ολιγομελές κλαμπ των ηθοποιών που έχουν κερδίσει και τις φορές που έχουν προταθεί για αυτό το βραβείο. Η βράβευση της έγινε για τη συμμετοχή της στην ταινία «Λεωφορείον ο Πόθος», του Elia Kazan, ο οποίος ενώ αρχικά δεν την εκτιμούσε ως ηθοποιό δηλώνοντας ότι διακρίνει «μικρό ταλέντο», σταδιακά έγινε θαυμαστής της, επαινώντας την αποφασιστικότητα και τη σκληρή δουλειά της «θα σερνόταν ανάμεσα σε σπασμένα γυαλιά αν θεωρούσε ότι θα ενίσχυε την ερμηνεία της», θα δηλώσει χαρακτηριστικά ο Kazan. Την εκτίμησή του για τη Leigh εξέφρασε και ο Tennessee Williams , ο δημιουργό του «Λεωφορείον ο Πόθος», σύμφωνα με τον οποίο, η Vivien Leigh έδωσε στο ρόλο περισσότερα από όσα είχε κι ο ίδιος ονειρευτεί. Η ηθοποιός όμως σε συνέντευξή της αργότερα δήλωσε πως ο ρόλος την οδήγησε στην τρέλα.

Μarlon Brando και Vivien Leigh στην κλασική ταινία «Λεωφορείον ο Πόθος». Photo: ΙΜDb.

Η διπολική διαταραχή εξακολουθούσε να βασανίζει τη Vivien Leigh, που μετά από μία ακόμα αποβολή το 1955, υπέστη κι άλλη κρίση που όχι μόνο την ανάγκασε να αποχωρήσει από το φιλμ «Elephant Walk», αλλά της απέδωσε και το χαρακτηρισμό «δύσκολη συνεργάτης». Παράλληλα η σχέση της με τον Olivier έγινε όλο και πιο ταραχώδης, οδηγώντας στο διαζύγιό τους το 1960. Το ειδύλλιό της με τον νεότερο ηθοποιό Jack Merivale την ανανέωσε και την ενθάρρυνε να αναλάβει κι άλλους ρόλους, στο σινεμά και το θέατρο, τη δεκαετία του ’60. Για την ερμηνεία της στο μιούζικαλ Tovarich, το 1963, τιμήθηκε με βραβείο TONY.

Στις 8 Ιουλίου του 1967, κι ενώ φαινόταν να ανακάμπτει από τη φυματίωση που την ταλαιπωρούσε μήνες, άφησε την τελευταία της πνοή στο σπίτι της στο Λονδίνο. Ήταν μόλις 53 ετών. Το σώμα της αποτεφρώθηκε στο κρεματόριο Golders Green και η τέφρα της σκορπίστηκε στη λίμνη κοντά στο σπίτι της στο Sussex, στην Αγγλία. Σε μία τελετή που έγινε προς τιμήν της, από το πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνια, προβλήθηκαν επιλεγμένες σκηνές από τις κινηματογραφικές της εμφανίσεις, ενώ η περιοχή με τα θέατρα στο Λονδίνο (London theater district) έσβησε τα φώτα για μία ώρα σε ένδειξη πένθους για την Vivien Leigh.

Ενδεικτική Φιλμογραφία: «Things Are Looking Up» (1935), «Μέσα στις φλόγες» (1937), «Υποβρύχιο U-845» (1937), «Έρωτες Φοιτητών» (1938), «St. Martin's Lane» (1938), «Όσα Παίρνει Ο Άνεμος» (1939), «Η Γέφυρα της Αμαρτίας» (1940), «Λαίδη Χάμιλτον» (1941), «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» (1945), «Άννα Καρένινα» (1948), «Λεωφορείον ο Πόθος» (1951), «Η Βαθειά Γαλάζια Θάλασσα» (1955), «Το Τέλος μιας Αγάπης» (1961), «Το Πλοίο των Τρελών» (1965).

NANTIA KAΚΛΗ