Κριτική ταινίας:«Tο κρυφό πάθος της Τερέζ Ντ.»
H Δήμητρα Γιαννακού γράφει κριτική για την ταινία του Κλωντ Μιλλέρ «Tο κρυφό πάθος της Τερέζ Ντ.», στην οποία πρωταγωνιστεί η Οντρέ Τοτού.
«Tο κρυφό πάθος της Τερέζ Ντ.» («Therese D.»)
Η Οντρέ Τοτού, γνωστή ως «Αμελί» από την ταινία που την ανέδειξε, ενσαρκώνει την ηρωίδα του Μωριάκ Τερέζ Ντεσκερού, στο τελευταίο φιλμ του Κλωντ Μιλλέρ. Αυτή τη φορά, η γλυκιά και καλόκαρδη «Αμελί» μεταμορφώνεται σε μια γυναίκα δαιμονική, μια γυναίκα-δηλητήριο που δεν διστάζει εμπρός σε τίποτα, προκειμένου να αποκτήσει τη στερημένη της ελευθερία και να απολαύσει τη ζωή όπως εκείνη θέλει και όχι όπως το απαιτούν οι κοινωνικές νόρμες.
Ο Κλωντ Μιλλέρ, γοητευμένος πάντα από τη γυναικεία φύση, καταφέρνει λίγο πριν πεθάνει να αποδώσει κινηματογραφικά το μυθιστόρημα του Φρανσουά Μωριάκ «Thérèse Desqueyroux». Ένα βιβλίο που τον είχε σημαδέψει από τη νεανική του ηλικία. Η ιστορία τοποθετείται στη δεκαετία του 1920 σε μια επαρχία της Γαλλίας. Η Τερέζ Ντεσκερού παντρεύεται από συμφέρον έναν άξεστο και απλοϊκό χωριάτη, το Μπερνάρ (Ζιλ Λελούς), συμβιβαζόμενη με τα κοινωνικά «πρέπει» και υπακούοντας στις επιταγές των περιστάσεων.
Στην ταινία αναπαρίσταται η καθημερινότητα της οικογενειακής ζωής της Τερέζ και του Μπερνάρ, βυθίζοντας το θεατή όλο και περισσότερο σε μια ατμόσφαιρα ανίας, πλήξης και βλοσυρής επιφάνειας. Η βλοσυρότητα ξεκινά από τα μάτια της Τερέζ -που κάθε άλλο παρά ευτυχισμένη δείχνει- και διαχέεται στα αντικείμενα, στις λέξεις, στις πράξεις και τα συμβάντα.
Η σκηνοθεσία δείχνει να σέβεται την αφηγηματική τεχνική της «εσωτερικής εστίασης» του βιβλίου, μια τεχνική κατά την οποία ο αφηγητής βλέπει μέσα από ένα πρόσωπο του έργου.
Ο συνεχής μονόλογος του κειμένου αποδίδεται με τη σχεδόν ολοκληρωτική εστίαση της κάμερας στην Τερέζ, οικειοποιούμενη τη δική της οπτική γωνία απέναντι πραγματικότητα που την περιζώνει.
Μέσα από τα βλέμματα, τις εκφράσεις του προσώπου και τον τρόπο ομιλίας της Τερέζ προς τον άνδρα της, γίνεται άμεσα αντιληπτή η όλο και μεγαλύτερη απέχθεια που εκείνη αισθάνεται για το πρόσωπό του και για οτιδήποτε την περιβάλλει.
Μια αίσθηση εγκλεισμού και μια αποπνικτική ατμόσφαιρα διαμορφώνεται βαθμιαία, αντικατοπτρίζοντας τον εσωτερικό κόσμο της ηρωίδας. Ο σκηνοθέτης αποδίδει αισθητικά την «γκρίζα» συναισθηματική κατάσταση της Τερέζ με ένα ανάλογο ντεκόρ. Χαρακτηριστικά είναι τα πλάνα της πλούσιας βλάστησης των πεύκων που απλώνουν μια επιβλητική σκιά στο τοπίο του μύθου και τον χρωματίζουν ανάλογα.
Ο θεατής παρασύρεται στο σύμπαν μιας καθωσπρέπει οικίας της εποχής, όπου υμνείται ο ιερός θεσμός της οικογένειας στο βωμό του οποίου θυσιάζονται τα πάντα. Η Τερέζ δείχνει να μην αποδέχεται το ρόλο της συμβιβασμένης μικροαστής που υπομένει στωικά μια ήσυχη ζωή στην επαρχία κάνοντας παιδιά και μεγαλώνοντάς τα με φροντίδα. Αντιθέτως, παρατηρούμε μια έντονη ψυχρότητα ακόμη και απέναντι στο ίδιο της το παιδί το οποίο πρόθυμα αφήνει στη μέριμνα των άλλων..
Μέσα στο παραπάνω περιβάλλον, η Τερέζ στέκει με μια απάθεια και ένα μίσος που σιγοβράζει, η αιτία του οποίου πλανάται αόριστα φορτίζοντας με μια αμφισημία όλο το φιλμικό κείμενο. Όπως και στο φιλμ «Violette Nozière» του Claude Chabrol, η συμπλεγματική φυσιογνωμία ενός εν δυνάμει δολοφόνου εκτίθεται με εικόνες δημιουργώντας πολλά ερωτηματικά σχετικά με τη φύση του κακού. Ο συγγραφέας εμπνεύστηκε από ένα αληθινό περιστατικό του 1906, πριν γράψει το μυθιστόρημα «Thérèse Desqueyroux». Οι παράξενες και πρωτότυπες υπάρξεις πάντα έθελγαν την προσοχή του και ιδιαίτερα οι φόνισσες. Βαθιά επηρεασμένος από τον Μποντλαίρ, με το παραπάνω βιβλίο επιχειρεί μια κατάδυση στα μυστήρια του Κακού.
Αν και η σκιαγράφηση του κεντρικού προσώπου παρουσιάζει κάποιες ελλείψεις σε σχέση με το βιβλίο (όπως η πληγωμένη σεξουαλικότητα της Τερέζ, ο θάνατος της μητέρας της όταν γεννήθηκε, η αποστασιοποίηση του πατέρα, κ. ά..), ωστόσο θα πρέπει να αναγνωρίσουμε στον Κλωντ Μιλλέρ την προσπάθειά του να ανασυστήσει την ατμόσφαιρα της εποχής-με τα ανάλογα ντεκόρ και κοστούμια-, να διαμορφώσει ένα πλαίσιο αβεβαιότητας και αμφισημίας ανάλογο με αυτό που διέπει το λογοτεχνικό έργο καθώς και μια αινιγματική μορφή της πλοκής. Τι οδηγεί την Τερέζ να διαπράξει αυτά που τελικά αναίσχυντα διαπράττει; Μια σειρά από υποθετικές απαντήσεις μπορούν να δοθούν αφήνοντας στο θεατή την τελική κρίση.
Η Οντρέ Τοτού βρίσκει τον κατάλληλο τόνο και ρυθμό για να υποδυθεί την παράξενη και χειραφετημένη γυναίκα Τερέζ Ντεσκερού. Με μια δική της τεχνική ενός εσωτερικού μονολόγου που η ίδια εφηύρε, η ηθοποιός υποκρίνεται το πρόσωπο μιας ανεξάρτητης ύπαρξης που ασφυκτιά μέσα σε έναν επαρχιώτικο οικογενειακό κλοιό στον οποίο κανείς δεν την καταλαβαίνει, ενώ ψάχνει αόριστα να βρει το νόημα της ζωής. Απέναντί της ο Ζιλ Λελούς, με το μεγαλόσωμο παρουσιαστικό που θυμίζει αγρότη, στέκει ως αντίποδας ενσαρκώνοντας τον απλό, αδέξιο και συντηρητικό σύζυγο.
Το μυθιστόρημα έχει γνωρίσει άλλη μια προσαρμογή για το σινεμά το 1962 από τον Georges Franju. Η διασκευή του Κλωντ Μιλλέρ προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Καννών το 2012 ως επίσημη ταινία λήξης.
Παίζουν: Οντρέ Τοτού, Ζιλ Λελούς, Αναΐς Ντεμουστιέ, Στάνλεϊ Γουέμπερ. Η ταινία προβάλλεται από την Odeon.
ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ







