«Η Σιωπή του Βάλτου»: Ο Berlin στα χειρότερά του

i-siopi-tou-baltou
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 24 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2020

… δηλαδή δεν φταίει αυτός, αλλά η νέα ισπανική ταινία του Netflix είναι κάτω του μετρίου. Ούτε βλέπει τη γραμμή βασικά.

Πολλά θα μπορούσε να γράψει κανείς για το ισπανικό θρίλερ «Η Σιωπή του Βάλτου» (El silencio del pantano), με πρωταγωνιστή τον σε όλους γνωστό, σε άλλους αγαπημένο και σε άλλους μισητό Berlin (Pedro Alonso) από το La Casa de Papel, που έκανε την πρεμιέρα του στην πλατφόρμα του Netflix αυτή την εβδομάδα. Ή θα μπορούσε απλά να σιωπήσει. Επιλέγουμε το δεύτερο για να μπορούμε να πετάξουμε μετά το γνωστό «σας τα παμε».

Η επίσημη σύνοψη της ταινίας έχει ως εξής: Ένας επιτυχημένος συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων καταργεί τα όρια φαντασίας- πραγματικότητας, ερευνώντας τη διαφθορά για το νέο βιβλίο του.

Και όπως ο ήρωας της ταινίας καταργεί τα όρια μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, έτσι και  οι σεναριογράφοι Carlos de Pando και Sara Antuña που μεταχειρίζονται το υλικό του βιβλίου του Juanjo Braulio στο οποίο βασίζεται η ταινία, κάπως καταργούν το βιβλίο, καταργούν τα όρια μεταξύ ενός πρωτότυπου σεναρίου και ενός σεναρίου που έχουμε ξαναδεί πολλές φορές, και σε μια προσπάθεια να βάλουν πολλά πράγματα στο ήδη ανεπαρκές σενάριό τους καταργούν και την εστιασμένη και ενιαία ιστορία.

Μην πάρουν όμως αυτοί όλα τα εύσημα καθώς έχουμε ένα σκηνοθέτη (Marc Vigil) που μας ανοίγει την όρεξη με την υπέροχη φωτογραφία (Isaac Vila) στα αρχικά πλάνα και μια πραγματικά ωραία εισαγωγή του ήρωα, ο οποίος χωρίζει τους ανθρώπους σε χέλια, καλαμιές, και το δικό του, επικίνδυνο πλάσμα. Από την εισαγωγή και μετά όμως, η ταινία πάσχει σε όλη της τη διάρκεια.

Ο Vigil σίγουρα έχει πάρει στα χέρια του ένα χαοτικό σενάριο που προσπαθεί να συνδυάσει το θρίλερ και την ατμόσφαιρα μυστηρίου με τις κοινωνικές προεκτάσεις, τη διαφθορά, τα ναρκωτικά, τα οικογενειακά θέματα και ποιος ξέρει για τι άλλο ήθελαν να μιλήσουν και δεν το καταλάβαμε. Αντί να προσπαθήσει όμως με τη σκηνοθεσία του να το μετριάσει, του δίνει ακόμα περισσότερη πνοή και αφηγηματικό χώρο. Αντί να επενδύσει στους χαρακτήρες ή να επιλέξει με τη σκηνοθεσία του μια πιο σταθερή οπτική πάνω στην ιστορία που βουλοπλέει, επενδύει στον λιγότερο ευφάνταστο τρόπο προσέγγισης της ταινίας. Και του στοιχίζει την ταινία.

ΒΑΡΔΑΛΑΧΑΚΗ ΙΩΑΝΝΑ