Από την ουγγρική προφορά μέχρι την «μη ρεαλιστική ιστορία»: Οι ενστάσεις για την ταινία «The Brutalist»

Η ταινία προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες.
Μία από τις πλέον αναμενόμενες ταινίες της χρονιάς προβάλλεται από τις 6 Φεβρουαρίου στους ελληνικούς κινηματογράφους. Η ταινία «The Brutalist» είναι η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του Μπρέιντι Κορμπέ και έχει αποσπάσει τουλάχιστον διθυραμβικές κριτικές.
Το έπος διάρκειας άνω των 3 ωρών έχει κερδίσει τρεις Χρυσές Σφαίρες και είναι υποψήφιο σε δέκα κατηγορίες στα βραβεία Όσκαρ, συμπεριλαμβανομένων των κατηγοριών Καλύτερης Ταινίας, Καλύτερης Σκηνοθεσίας και Α’ Ανδρικού Ρόλου για τον Έιντριεν Μπρόντι. Θεωρείται μάλιστα φαβορί στις πιο σημαντικές κατηγορίες.
Η ιστορία
Η ταινία μας αφηγείται τη φανταστική ιστορία ενός επιζώντα του Ολοκαυτώματος που δοκιμάζει την τύχη του στις ΗΠΑ. Ο Λάσλο Τοθ είναι ένας Ούγγρος αρχιτέκτονας που προσπαθεί να ξαναχτίσει τη ζωή του ελπίζοντας ότι η γυναίκα του και η ανιψιά του, που έχουν μείνει πίσω στην Ευρώπη, θα κατορθώσουν σύντομα να τον ακολουθήσουν.
Συνήθως αυτού του είδους οι πολύ μεγάλες σε διάρκεια ταινίες καταπιάνονται με την άνοδο και την πτώση του πρωταγωνιστή τους, αλλά το «Brutalist» εξερευνά τις αλληλένδετες τύχες του αρχιτέκτονα και των κτιρίων του. Ο Τοθ έχει επίγνωση του τι διακυβεύεται. Μόλις βρεθεί στην κορυφή του παιχνιδιού στην Ουγγαρία, περιθωριοποιείται για τον μοντερνισμό του που θεωρείται αντιγερμανικός από τους Ναζί. Καταδικάζεται επίσης επειδή είναι Εβραίος. Κι όμως έχει μια δεύτερη ευκαιρία.
Βέβαια ξεκινώντας στην ταινία βλέπουμε το Άγαλμα της Ελευθερίας ανάποδα. Είναι έτσι λόγω της οπτικής γωνίας του Λάσλο που μόλις έχει φτάσει στις ΗΠΑ. Είναι επίσης έτσι για να μας προϊδεάσει πως η ταινία δεν θα μας αφηγηθεί άλλο ένα success story στο πλαίσιο του αμερικάνικου ονείρου. Είναι μάλλον η αναστροφή του.
Παρά τα εκπληκτικά σχόλια που έχει αποσπάσει, η ταινία έχει δεχθεί αρκετά αρνητικά σχόλια, τα οποία δεν αφορούν ωστόσο αυτό καθεαυτό το κινηματογραφικό έργο. Οι αρνητικές κριτικές αφορούν από τη μία την χρήση τεχνητής νοημοσύνης και από την άλλη την αρχιτεκτονική και τα πρόσωπα που ενέπνευσαν τον κεντρικό ήρωα της ταινίας.

Οι αντιδράσεις για την ταινία αφορούν στο κατά πόσο θα έπρεπε να είχε χρησιμοποιηθεί η τεχνητή νοημοσύνη για να βελτιώσει τις προφορές των δύο πρωταγωνιστών της, Έιντριεν Μπρόντι και Φελίσιτι Τζόουνς. Η ταινία περιλαμβάνει σκηνές τόσο στα ουγγρικά όσο και στα αγγλικά.
Πολλοί από τους ηθοποιούς του σημερινού σινεμά έχουν υιοθετήσει εξαιρετικές και αψεγάδιαστες προφορές στις ερμηνείες τους. Από τις πλέον αξιοσημείωτες περιπτώσεις είναι αυτή της Αμερικανίδας Ρενέ Ζελβέγκερ στο «Ημερολόγιο της Μπρίτζετ Τζόουνς», με την βρετανική προφορά.
Για την ταινία «Brutalist», ωστόσο, η πρόκληση ήταν μεγαλύτερη μιας και η ουγγρική γλώσσα που καλούνται να αποδώσουν οι ηθοποιοί θεωρείται μια από τις πιο δύσκολες στην προφορά. Είναι δύσκολο ακόμα και για τον ίδιο τον Μπρόντι του οποίου η μητέρα ήταν από την Ουγγαρία και έφτασε στις ΗΠΑ το 1956 ως πρόσφυγας.
Μετά τα γυρίσματα της ταινίας, ο γεννημένος στη Βουδαπέστη μοντέρ, Ντάβιντ Γιάντσο, αναζητούσε την τελειότητα στην προφορά, «έτσι ώστε ούτε οι ντόπιοι να μην εντοπίσουν διαφορά». Έτσι, έψαξε ένα εργαλείο τεχνητής νοημοσύνης που θα μπορούσε να κάνει τις προφορές των δύο ηθοποιών να ακούγονται ουγγρικές με πειστικό τρόπο.
Ο Γιάντσο δήλωσε ότι αρχικά έγινε προσπάθεια να εφαρμόσουν το ADR (automated dialogue replacement), αλλά δεν λειτούργησε. Έτσι, η ομάδα κατέληξε στην Respeecher, μια ουκρανική εταιρεία λογισμικού που χρησιμοποιεί τεχνητή νοημοσύνη. «Προσέχαμε πολύ. Κυρίως αντικαταστήσαμε γράμματα εδώ κι εκεί», είπε στη συνέντευξη, προσθέτοντας ότι η γενετική τεχνητή νοημοσύνη χρησιμοποιήθηκε για τη δημιουργία της τελικής σκηνής όπου οι θεατές βλέπουν αρχιτεκτονικά σχέδια και ολοκληρωμένα κτίρια του αρχιτέκτονα που υποδύεται ο Μπρόντι.
Η δημοφιλία της τεχνητής νοημοσύνης, και ειδικότερα του Respeecher, αυξάνεται. Η εταιρεία έκλεισε συμφωνία με τη Lucasfilm για να αναπαράξει τη φωνή του Τζέιμς Ερλ Τζόουνς στη σειρά Star Wars του 2022 «Obi-Wan Kenobi».
Το «Brutalist» δεν ήταν η μόνη φετινή ταινία που επίσης χρησιμοποίησε τεχνητή νοημοσύνη. Η Respeecher έκανε γνωστό σε ανάρτησή της στο Facebook ότι η ταινία «Emilia Pérez» χρησιμοποίησε επίσης το λογισμικό της, αν και δεν έδωσε περισσότερες πληροφορίες.

Άλλες πρόσφατες ταινίες όπως το «Civil War», το «Furiosa», το «Alien: Romulus» και «Late Night With the Devil» προκάλεσαν επίσης αντιδράσεις για τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης.
Οι αντιδράσεις πάντως που προκάλεσε η χρήση της στο «Brutalist» προκαλούν έκπληξη όχι γιατί δεν είναι κάτι καινούργιο. Αλλά γιατί στην ταινία έγιναν απλώς μικρές αλλαγές στις φωνές των δύο ηθοποιών. Και το σημαντικότερο; Έγινε με τη συγκατάθεσή τους.
Το θέμα είναι η διαφάνεια, σύμφωνα με τον Dominic Lees, αναπληρωτή καθηγητή Κινηματογράφου στο Πανεπιστήμιο του Reading. Όπως εξηγεί, η χρήση της τεχνητής νοημοσύνης στην ταινία έγινε γνωστή αργά -κατά την συνέντευξη του Γιάντσο- με αποτέλεσμα αρκετοί να νιώθουν εξαπατημένοι αμφισβητώντας τις υποκριτικές ικανότητες των ηθοποιών.
«Το να είσαι ειλικρινής από την αρχή με το κοινό είναι υψίστης σημασίας στη χρήση τεχνητής νοημοσύνης. Η τεχνολογία μπορεί να μας εξαπατήσει τόσο εύκολα που η εμπιστοσύνη του κοινού είναι δυνατή μόνο με πλήρη διαφάνεια», σημειώνει χαρακτηριστικά.

Η έννοια του αμερικανικού ονείρου, όπως την γνωρίζουμε, διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον συγγραφέα Τζέιμς Τρούσλοου Άνταμς το 1931, στο απόγειο της Μεγάλης Ύφεσης. Φυσικά ακούγεται πολλά υποσχόμενο ότι στις ΗΠΑ, ο καθένας έχει την ελευθερία και την ευκαιρία να αποκτήσει μια καλύτερη ζωή, αλλά ο σκηνοθέτης του «Brutalist», ο οποίος είναι Αμερικανός, έχει διαφορετική άποψη. Και την εκφράζει.
«Σκέφτηκα ότι ήταν σημαντικό, ακόμη και με αφηγηματικούς όρους, να πω μια ιστορία που ξεκινά από μια οικεία περιοχή, αλλά που καταλήγει σε πιο αχαρτογράφητα μέρη», έχει δηλώσει.
Ο αγώνας του Ούγγρου αρχιτέκτονα να χτίσει κάτι διαρκές και αληθινό στην ταινία είναι μια μεταφορά για όλους τους καλλιτέχνες, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του Κορμπέ. Έτσι ο σκηνοθέτης εμπνεύστηκε από την αρχιτεκτονική της δεκαετίας του 1950 και προσπάθησε να δημιουργήσει μια μεταφορά για το πώς η εμπειρία των μεταναστών μπορεί να βρει παραλληλισμούς στην καλλιτεχνική πάλη.
Η ταινία έτσι φωτίζει τον ρόλο που παίζει ο πελάτης και τον τρόπο με τον οποίο ο αρχιτέκτονας είναι υπόχρεος σε αυτόν. Βλέπουμε αυτό που περιγράφει ο Ιταλός αρχιτέκτονας Άλντο Ρόσι στο βιβλίο του The Architecture of the City, ότι «η αρχιτεκτονική που πρόκειται να πραγματοποιηθεί είναι πάντα μια έκφραση της κυρίαρχης τάξης».

Στην ταινία όμως Τοθ είναι έτοιμος ακόμη και να θυσιάσει την αμοιβή του προκειμένου να πραγματοποιήσει το όραμά του. Χρειάζεται το κτίριο για να κάνει όνομα σε μια εποχή που ο καπιταλισμός παράγει άπειρες ευκαιρίες για την αρχιτεκτονική έκφραση.
Ο λόγος πάντως που ο σκηνοθέτης επέλεξε να βάλει στο κέντρο της ιστορίας του έναν Ούγγρο Εβραίο ήταν γιατί ήθελε να είναι πιστός στη διάσημη σχολή Bauhaus, που ιδρύθηκε τη δεκαετία του 1920 στη Βαϊμάρη της Γερμανίας. Από εκεί προέκυψαν πολλές από τις ιδέες γύρω από τον μπρουταλισμό ως αρχιτεκτονικό κίνημα.
«Ήταν κυρίως Εβραίοι της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης που βρίσκονταν στη σχολή Bauhaus πριν την κλείσουν οι Ναζί το 1933», εξηγεί ο Κορμπέ στο BBC, προσθέτοντας ότι αρχικά έψαξε εάν όντως υπήρχε κάποιος αρχιτέκτονας του οποίου η ιστορία να έμοιαζε με αυτή του ήρωα που βλέπουμε στην ταινία. «Αλλά στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν πραγματικά παραδείγματα για κανέναν από αυτούς που κόλλησαν στο τέλμα του πολέμου, επέζησαν και στη συνέχεια κατάφεραν να αναπτύξουν ξανά το επάγγελμά τους», σημειώνει.
Ο ήρωας του Λάσλο Τοθ βασίζεται σε κάποιους Εβραίους καλλιτέχνες του μπρουταλισμού, οι οποίοι έφυγαν από την Ευρώπη πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και επομένως δεν βίωσαν το Ολοκαύτωμα. Εξέχουσα προσωπικότητα ανάμεσα σε αυτούς είναι ο ουγγρικής καταγωγής Μαρσέλ Μπρόιερ ο οποίος σχεδίασε το Μουσείο Met Breuer στη Νέα Υόρκη.
Ποιο το πρόβλημα σε όλα αυτά; Η ταινία έχει επικριθεί από ορισμένους αρχιτέκτονες ως μη ρεαλιστική. Όπως επισημαίνουν όσοι την βάζουν στο στόχαστρο, όλοι οι Εβραίοι αρχιτέκτονες που ήρθαν στις ΗΠΑ «έκαναν πολύ επιτυχημένες καριέρες, έλαβαν θέσεις σε μεγάλα πανεπιστήμια και διαμόρφωσαν τη μοντέρνα αρχιτεκτονική. Κανείς δεν χρειάστηκε να σταθεί στην ουρά για ψωμί, όπως ο Τοθ στο Brutalist».
Στο σημείο αυτό να σημειώσουμε ότι καμία από τις ταινίες του Κορμπέ μέχρι σήμερα δεν έχει εμπνευστεί από πραγματικά πρόσωπα. Όπως εξηγεί ο σκηνοθέτης, έκανε αυτή την επιλογή γιατί ήθελε να αποτίσει φόρο τιμής σε αυτούς που έχασαν το έργο τους λόγω του Ολοκαυτώματος. «Ο τρόπος που σκεφτόμασταν για την ταινία ήταν ότι επρόκειτο για ένα μνημείο για αυτούς και τα φαντάσματα του απραγματοποίητου έργου τους», λέει χαρακτηριστικά.
Ιωάννα Βαρδαλαχάκη- [email protected]