Κριτική ταινίας: «Μικρά Αγγλία»

mikra-agglia-proti-fotografia
ΠΕΜΠΤΗ, 05 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2013

Η Δήμητρα Γιαννακού γράφει κριτική για την κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος «Μικρά Αγγλία» της Ιωάννας Καρυστιάνη, από τον Παντελή Βούλγαρη.

Το βραβευμένο μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη «Μικρά Αγγλία» μετουσιώνεται σε εικόνες κάτω από τις σκηνοθετικές οδηγίες του Παντελή Βούλγαρη. Τα ανθρώπινα πάθη, ο γυναικείος ψυχισμός, οι μικροαστικές αντιλήψεις μιας πολύ κλειστής κοινωνίας, η θάλασσα και οι ναυτικοί που σαν τα κύματα «πάνε και έρχονται», η μοναξιά και τα συναισθήματα με κυρίαρχη την αγάπη παρελαύνουν εμπρός στα μάτια του έκπληκτου θεατή, με μια αμεσότητα και ένα ρεαλισμό που συναρπάζει.


Η κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα της Ελλάδας, τα ήθη, οι νοοτροπίες και οι παγιωμένες αντιλήψεις της μικροαστικής κοινωνίας ενός λαού που παραπαίει μεταξύ Ανατολής και Δύσης, αποτελούν στοιχεία που πάντα έθελγαν την προσοχή του Παντελή Βούλγαρη. Βασικός εκπρόσωπος του ρεύματος «Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος» (1970-1980), ο σκηνοθέτης με όργανο την κάμερα καταγράφει κάθε φορά διάφορες όψεις της ελληνικής κοινωνίας ανοίγοντας μια προβληματική πάνω στις κοινωνικές δομές και τους θεσμούς.


Στο βιβλίο «Μικρά Αγγλία» και το σενάριο της Καρυστιάνη, ο σκηνοθέτης βρήκε ένα πλούσιο υλικό σκιαγράφησης του πορτραίτου μιας απομονωμένης νησιωτικής ελληνικής κοινωνίας. Η δράση τοποθετείται τη δεκαετία του ’30, στο όμορφο νησί της Άνδρου και περιστρέφεται γύρω από έναν μεγάλο έρωτα και ένα καταβροχθιστικό πάθος. Ο έρωτας της νεαρής Όρσας (Πηνελόπη Τσιλίκα) και του Σπύρου (Ανδρέας Κωνσταντίνου) έμεινε ανεκπλήρωτος εξαιτίας κάποιων πεπαλαιωμένων πεποιθήσεων μιας νοοτροπίας που άκριτα και σκληρά μια κυριαρχική μάνα (Αννέζα Παπαδοπούλου) είχε δεχτεί και τις εφάρμοζε αδίστακτα «κανονίζοντας» τη ζωή των παιδιών της.

Η καταστροφή μιας τέτοιας «συνταγής» δεν άργησε να φανεί και να εξαπλωθεί μολυσματικά και στις δύο κόρες της καθορίζοντας αμετάκλητα τη μοίρα τους. Το όνομα «Μικρά Αγγλία» αναφέρεται είτε στην Άνδρο, όνομα που της έδωσαν οι ναυτικοί για την ανάπτυξη της ναυσιπλοΐας της, είτε στο πλοίο του Σπύρου Μαλταμπέ που είχε απρόσμενη κατάληξη στα μέσα του ‘40.


Μέσα από την ιστορία της «Μικράς Αγγλίας» αντανακλώνται πάμπολλες περιπτώσεις συνοικεσίων και γάμων που η ελληνική οικογένεια επέβαλε όχι μόνο στα κορίτσια αλλά και στα αγόρια, κάποιες φορές, επειδή βρίσκονταν σε συνάρτηση με τις κοινωνικές συμβάσεις και εξυπηρετούσαν συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα. Τα συναισθήματα θυσιάζονται στο βωμό του χρήματος με έναν τρόπο φασιστικό και απάνθρωπο ματαιώνοντας κάθε πιθανότητα ευτυχίας.


Ο Παντελής Βούλγαρης αρέσκεται στην ωμή και ρεαλιστική περιγραφή των ανθρώπινων σχέσεων, οι οποίες συχνά εκτίθενται μέσα από το πρίσμα μιας αλληλεπίδρασης μεταξύ καταπιεζόμενου και καταπιεστή, εξουσιαζόμενου και εξουσιαστή με προκανονισμένα και αυθαίρετα σύμφωνα («Το Προξενιό της Άννας», «Οι Νύφες») που καθορίζουν το μέλλον και τη μοίρα των νεαρών θυμάτων.


Το φυσικό ντεκόρ της Άνδρου μάς παραδίδεται με εικόνες καρτποσταλικής ομορφιάς και συνάδει με τον εσωτερικό διάκοσμο των σπιτιών, παραδοσιακό και προσεγμένο μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Οι εξωτερικοί και εσωτερικοί χώροι εικονοποιούν το αλλοτινό και τωρινό «πρόσωπο» της Άνδρου φέρνοντας στην επιφάνεια μια «ελληνικότητα» που διατρέχει το χρόνο.


Πίσω από τα αυστηρά συντεταγμένα κοφτά, τα κεντήματα, τα πολύτιμα φλιτζάνια και τους κουραμπιέδες αναδύεται ένα άρωμα συντηρητισμού, απομόνωσης και στέρησης. Οι χαρακτήρες βυθίζονται σε αυτήν την ατμόσφαιρα και περιπλανώνται ως έρμαια μιας δράσης που τους ξεπερνά, ανήμποροι να ελέγξουν το πεπρωμένο τους, όπως στην αρχαία τραγωδία.


Το ντεκόρ συμβάλλει αποφασιστικά στην αναπαράσταση των διαδραματιζόμενων. Έτσι, η Όρσα μέσα σε ένα όμορφο κτήμα με λεμονιές θα αντιδράσει στην απόφαση της μάνας της λέγοντας της ότι «δεν είναι χωράφι για να την ξεπουλήσει». Από την άλλη, η θάλασσα με τα κύματά της εκφράζει εύγλωττα τη φυγή του Σπύρου από τη ζωή της Όρσας ή και τη συνεχή φυγή πολλών ανδρών των οικογενειών του νησιού, καθότι αυτοί ήταν ναυτικοί. Μια συνεχή ροή, μια ρευστότητα και αστάθεια διατρέχει τη διήγηση και το δράμα των ηρώων παραπέμποντας στην αντίστοιχη ρευστότητα και αστάθεια που χαρακτηρίζει την ελληνική πραγματικότητα (και ταυτότητα;) από αρχαιοτάτων χρόνων.


Το μοντάζ της ταινίας είναι αυτό που καθορίζει τη δραματοποίηση των καταστάσεων εκφράζοντας εύγλωττα τις συγκινήσεις. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή της σύγκρουσης μεταξύ των δύο αδελφών: τα ηχητικά ρακόρ φουρτουνιασμένης θάλασσας σε συνδυασμό με τη χρήση έντονα κινούμενης κάμερας που μιμείται το ρυθμό της κίνησης κυμάτων που ξεσπούν δίνουν ένα εξαίσιο οπτικό σύνολο, με τις εικόνες να μπαίνουν στη θέση των λέξεων, (κατά)δηλώνοντας την οργή των ηρώων. Η χρήση της voice over και του hors-champ, επίσης, λειτουργεί ως καθοριστικός παράγοντας αύξησης της τραγικότητας. Επιπλέον, η αντίθεση αποτελεί μια ακόμη άσκηση ύφους, καθώς η στατικότητα, η αναμονή και η ήρεμη ζωή του σπιτιού αντι-παρατάσσεται δίπλα στην άστατη και φουρτουνιασμένη ζωή των ναυτικών.

Παίζουν: Πηνελόπη Τσιλίκα, Σοφία Κόκκαλη, Ανδρέας Κωνσταντίνου, Αννέζα Παπαδοπούλου, Μάξιμος Μουμούρης, Βασίλης Βασιλάκης, Χρήστος Καλαβρούζος, Ειρήνη Ιγγλέση, Κλέα Σαμαντά, Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, Αγγελική Παπαθεμελή.


Πληροφορίες: η ταινία «Μικρά Αγγλία» προβάλλεται από τη Feelgood Entertainment.

Δήμητρα Γιαννακού