Κριτική ταινίας: «12 Χρόνια Σκλάβος»

dodeka-xronia-sklabos-foto-kritikis-proti Francois Duhamel
ΠΕΜΠΤΗ, 12 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2013

Η Δήμητρα Γιαννακού γράφει κριτική για το οσκαρικό φαβορί «12 χρόνια σκλάβος» του Στιβ Μακουίν που προβάλλεται από την Odeon.

Το ιστορικό δράμα «12 Χρόνια Σκλάβος» εμπνέεται από μια αληθινή ιστορία. Πρόκειται για την κινηματογραφική προσαρμογή των απομνημονευμάτων του νεοϋορκέζου Σόλομον Νόρθαπ ο οποίος απήχθη το 1841 και έχασε την ελευθερία του από τη μια μέρα στην άλλη, καθώς πουλήθηκε ως σκλάβος και οδηγήθηκε σε καθεστώς δουλείας για 12 ολόκληρα χρόνια.


Το 2013 οι Η.Π.Α. γιορτάζουν τα 150 χρόνια από τη μάχη του Γκέτισμπεργκ και την κατάργηση της δουλείας, οπότε δεν είναι, ίσως, τυχαίο το ότι κυκλοφορεί στις αίθουσες μια ταινία με ένα τέτοιο θέμα. Ο Στιβ Μακουίν («Shame», «Hunger») περιγράφει με αρκετή παραστατικότητα όλη τη βαναυσότητα και τη φρίκη των περιστατικών που έζησε ο συγγραφέας του βιβλίου, αποφεύγοντας οποιαδήποτε τάση μετριασμού ως προς την επίδειξη της αγριότητας των καταστάσεων.


Ο Σόλομον (Τσιουίτελ Ιτζίοφορ), μαζί με άλλους μεταφέρθηκε στο Νότο σε φυτείες βαμβακιού, όπου δούλευε με το ζόρι από το πρωί μέχρι το βράδυ υπομένοντας συνεχείς εξευτελισμούς, απειλές και βασανιστήρια. Το όνειρο της ανάκτησης της ελευθερίας τον καταδυναστεύει σε κάθε του βήμα ενώ οι ιδιαίτερες ικανότητες που διαθέτει ξαφνιάζουν τους κυρίους του.


Ο Σόλομον είναι μουσικός, παίζει βιολί και το ανήσυχο ταμπεραμέντο του γίνεται η αιτία πυροδότησης ποικίλων επεισοδίων. Η ταινία υιοθετεί –όπως είναι φυσικό- την οπτική γωνία του Σόλομον και μέσα από το οδοιπορικό του, ο θεατής εισέρχεται αργά και βαθμιαία σε μια κοινωνία αντίπαλων δυνάμεων˙ σκλάβων και ελεύθερων, με το ρατσισμό να φθάνει στο απόγειό του και την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων να γίνεται κανόνας επιβολής και απόκτησης κέρδους.


Μέσα σε ένα εχθρικό περιβάλλον αντιπαλότητας και συνεχούς καχυποψίας, οι σχέσεις μεταξύ λευκών και μαύρων σκιαγραφούνται με μελανά χρώματα καταδεικνύοντας με ρεαλισμό τη σκληρότητα αλλά και μικρότητα της ανθρώπινης φύσης σε όλη της την έκφανση. Με την παραμικρή αφορμή, τα βίαια ένστικτα «ανεβαίνουν» στην επιφάνεια και οι ανηλεείς λευκοί τύραννοι διοχετεύουν την ενέργειά τους στις πλάτες των ανυπεράσπιστων σκλάβων.


Η μαστίγωση που εκτελείται αδυσώπητα «σερβίρεται» αντίστοιχα ωμά στο θεατή με εικόνες ανοιχτών πληγών να γεμίζουν την οθόνη, ενώ οι ήρωες ζητούν έλεος από το Θεό μέσα σε συγκινητικές στιγμές θρησκευτικής έκστασης (χαρακτηριστική είναι η σκηνή της προσευχής τους σε ένα ρυθμό Gospel).


Το περιβάλλον της δουλείας και η εμμονική αναζήτηση της ελευθερίας μάς παραπέμπουν, ως θέματα, στο περυσινό «Django Ο Τιμωρός» του Κουέντιν Ταραντίνο. Η φόρμα κινηματογράφησης, ωστόσο, διαφέρει αρκετά, όπως είναι φυσικό. Η έννοια του εγκλεισμού, στην αρχή της ταινίας, αποδίδεται με ένα κατακόρυφο, πολύ παραστατικό, τράβελινγκ που οδηγεί από τα μπουντρούμια της φυλακής προς τον ελεύθερο αέρα, αρκετά ψηλά.


Οι τοίχοι ασοβάτιστοι, με τούβλα σε καφέ αποχρώσεις, περιζώνουν τους ήρωες τονίζοντας το αδιέξοδό τους. Κάποια plongés σε στοιβαγμένα σώματα πάνω σε καρότσες έρχονται να υπογραμμίσουν την άσχημη θέση στην οποία βρίσκονται τα θύματα. Η βίωση της δουλείας δίνεται με σκηνές ιδιαίτερα χαρακτηριστικές˙ κατά τη διάρκεια της αγοραπωλησίας, ο έμπορος επιδεικνύει την ποιότητα του «προϊόντος» του χτυπώντας στα πλευρά του σώματος των δούλων, όπως χτυπά κανείς στα καπούλια ένα άλογο ή άλλο ζώο. Κάποια στιγμή, ακούγεται και η λέξη «ζωντανά».


Οι δούλοι αντιμετωπίζονται σαν ζώα που θα υπηρετούν στωικά τους αφέντες τους, προσφέροντάς τους όχι μόνο δουλειά αλλά και διασκέδαση. Σε κάποια σημεία εκτελούν διαταγές χορεύοντας, όπως χορεύουν οι αρκούδες και ο Σόλομον παίζει αναγκαστικά το βιολί του, αμέτοχος, χαμένος στον κόσμο του.


Ο Στιβ Μακουίν υιοθετεί ένα στυλ ιδιαίτερο, εγκαθιστώντας αργά και βαθμιαία μια ατμόσφαιρα ανυπόφορης βίας και στέρησης της ελευθερίας. Αξιοσημείωτη είναι η επιμήκυνση του χρόνου σε ορισμένα περιστατικά ανείπωτης αγριότητας, με το κάδρο να μένει στατικό τονίζοντας την τραγικότητα της κατάστασης.


Η μουσική, επίσης, όπως και τα λόγια των τραγουδιών λειτουργούν αντιστικτικά με την αναπαράσταση της δράσης, διαμορφώνοντας μια ειρωνεία. «Ο άνθρωπος δεν είναι κακός, η δουλειά δεν είναι σκληρή» είναι οι στίχοι ενός τραγουδιού που ακούγεται και συνοδεύει ένα πλάνο στο οποίο οι δούλοι (υπο-δουλωμένοι) δουλεύουν σκληρά.  

 
Η ερμηνεία των ηθοποιών είναι εξαιρετική, ειδικά του πρωταγωνιστή Τσιουίτελ Ιτζίοφορ. Οι θεατές θα έχουν την ευκαιρία να δουν το Μάικλ Φασμπέντερ σε ένα ρόλο εντελώς διαφορετικό από τους προηγούμενους.


Ο Στιβ Μακουίν με το «12 Χρόνια Σκλάβος» μας χαρίζει μια συγκινητική, αληθινή ιστορία. H ταινία απέσπασε το Βραβείο Κοινού στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο, το βραβείο καλύτερου σκηνοθέτη από την Ένωση Κριτικών Νέας Υόρκης και το Βραβείο Πρωτοποριακής Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ του Χόλιγουντ.


Παίζουν: Τσιούιτελ Ιτζίοφορ, Μπραντ Πιτ, Μπένεκτιτ Κάμπερμπατς, Μάικλ Φασμπέντερ, Πολ Ντάνο, Πολ Τζιαμάτι, Σάρα Πόλσον, Λουπίτα Νιόνγκ’ο, Αντεπέρο Ονούγιε.

Πληροφορίες: η ταινία  «12 χρόνια σκλάβος» προβάλλεται από την  Odeon.


Δήμητρα Γιαννακού