Κριτική ταινίας: «Nebraska»

nempraska-fotografia-proti PHOTO CREDIT: MERIE W. WALLACE

Ο Μπρους Ντερν.

ΠΕΜΠΤΗ, 23 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2014

Η Δήμητρα Γιαννακού γράφει κριτική για την υποψήφια για έξι Όσκαρ ταινία του Αλεξάντερ Πέιν «Nebraska».

Με μια ιδιαίτερα προσεγμένη φόρμα αισθητικής, απλή και πλούσια σε σημασίες, ο  ελληνικής καταγωγής βραβευμένος σκηνοθέτης Αλεξάντερ Πέιν φτιάχνει μια ταινία βαθιά ανθρώπινη και σκληρά ρεαλιστική πάνω στα γηρατειά και τη φυσική κατάπτωση.

Η κατάπτωση διατρέχει όλο το φιλμικό κείμενο της «Nebraska», αναδύεται, αρχικά, από τους χαρακτήρες και, στη συνέχεια, προεκτείνεται και απλώνει τη σκιά της σε όλους τους χώρους, καταδεικνύοντας μια Αμερική συντετριμμένη από την πρόσφατη κρίση.

Οι απλοί άνθρωποι έρχονται να στηθούν για άλλη μια φορά  μπροστά στην κάμερα αυτού του σκηνοθέτη που αγαπά να προσεγγίζει την πραγματικότητα με ένα κοφτερό βλέμμα και γλυκόπικρο, όπως και σε παλαιότερες παραγωγές του («Πλαγίως», «About Smith»).

Οι χαρακτήρες διαπνέονται από ένα τόσο δυνατό ρεαλισμό που θα λέγαμε ότι η ταινία αγγίζει το cinéma -vérité του Ζαν Ρος  και του Εντγκάρ Μορέν, καθώς οι ανα-παριστώμενες καταστάσεις μοιάζουν να έχουν βγει από την αληθινή ζωή, κάνοντάς μας να ξεχάσουμε την κινηματογραφική fiction.

Σε ένα φόντο άσπρου-μαύρου που διαχέεται πλουσιοπάροχα σε όλα τα κάδρα δημιουργώντας ένα αισθαντικό κοντράστ, διαγράφεται η ιστορία μιας οικογένειας με έναν «προβληματικό» πατέρα, του οποίου η προχωρημένη ηλικία δημιουργεί μεγάλη αναστάτωση στους γύρω του.

Ο Γούντι (Μπρους Ντερν) πέφτει θύμα μιας απατηλής διαφήμισης και εύπιστος καθώς είναι, όπως συμβαίνει σε πολλά γεροντάκια, θεωρεί ότι έχει κερδίσει ένα εκατομμύριο δολάρια.

Μόνο που πρέπει να πάει στη Νεμπράσκα για να τα εισπράξει. Οι γιοι του και η γυναίκα του, απηυδισμένοι με την επιμονή και την ξεροκεφαλιά του, σκέπτονται να τον βάλουν στο γηροκομείο. Ωστόσο, ο ένας από τους δύο γιους του αποφασίζει να τον ευχαριστήσει εκπληρώνοντας μία επιθυμία του, καθώς το τέλος της ζωής του δεν φαίνεται πολύ μακριά.

Με αυτό το πρόσχημα, αρχίζει ένα ταξίδι στα βάθη της Αμερικής και ταυτόχρονα στα βάθη του μακρινού παρελθόντος της ζωής του Γούντι.

CREDIT PARAMOUNT PICTURES

Με αφορμή αυτή τη διαδρομή και τις ενδιάμεσες στάσεις της, διάφορα φαντάσματα του παρελθόντος θα κάνουν την εμφάνισή τους, παλιές γνωριμίες και συγγενείς που αποκαλύπτουν αλήθειες ή διεκδικούν χρήματα (μόλις μαθαίνουν ότι κέρδισε το λαχείο).

Ένας έντονος μικροαστισμός διαγράφεται μέσα στο συνολικό περιβάλλον της επαρχιακής πόλης που επισκέπτονται οι δύο χαρακτήρες, μιας πόλης κατοικημένης είτε από αποχαυνωμένους γέρους, ξοφλημένους μιας ζωής που πέρασε ανεπιστρεπτί είτε από ευτραφείς άξεστους νέους που ενδιαφέρονται μόνο για τα αμάξια και το ποδόσφαιρο…

Άλλες σκηνές λαμβάνουν χώρα μέσα σε μίζερα και καπνισμένα καφέ-μπιστρό όπου σβήνουν τη δίψα τους ηλικιωμένοι, με πρόσωπα χαραγμένα από την κούραση των καιρών, όπως είναι και ο κεντρικός ήρωας εξάλλου.

Ιδιαίτερα εκφραστικά είναι τα στατικά πλάνα που δείχνουν παραταγμένους τους συγγενείς του Γούντι μαζί με τον ίδιο και το γιο του, όπου κάθονται βαριεστημένα χωρίς να έχουν να πουν κάτι ιδιαίτερο, ανταλλάσσοντας σύντομες και κοφτές φράσεις, εκφράζοντας μια νοσηρή ανία. 

Διάφορα ευτράπελα επεισόδια λαμβάνουν χώρα στην πορεία, καθιστώντας ακόμη πιο τραγικό και τραγελαφικό το βασικό χαρακτήρα.

Ο Γούντι χάνει κάποια στιγμή τη μασέλα του. Τη βρίσκουν πεσμένη στις σιδηροδρομικές γραμμές. Με ένα τσιρότο στο μέτωπο –εξαιτίας μιας πληγής από μια πτώση-και τα μαλλιά να ανεμίζουν αχτένιστα δεξιά και αριστερά, αυτός ο πατέρας ενσαρκώνει αριστοτεχνικά τον «τύπο» του παράξενου γέρου που τα έχει κυριολεκτικά χαμένα, αργοσέρνοντας το βήμα του δεξιά και αριστερά.

Δίπλα του η γυναίκα του στέκει ως αντίποδας. Γκρινιάρα και διπλωμάτισσα, καταφέρνει να τον βγάλει από τις δύσκολες καταστάσεις και μαζί συνθέτουν ένα κλασικό ζευγάρι ηλικιωμένων.

Η αδιαφορία, το κενό, η κούραση των χρόνων και η απώλεια της εκτίμησης για τα πράγματα σηματοδοτούνται εύγλωττα μέσα από διάφορες αντιδράσεις του γερο-Γούντι (όπως η απάθειά του εμπρός στο μνημείο του όρους Rushmore).

Το αίσθημα της κενότητας και της φθοράς έρχεται να ενισχυθεί από την υπέροχη φωτογραφία με τα πλάνα της έρημης αμερικανικής εξοχής που διασχίζουν οι αντι-ήρωες μέσα σε μια μόνιμα συννεφιασμένη ατμόσφαιρα ενώ οι δρόμοι της πόλης είναι αντίστοιχα άδειοι, συνήθως, από αυτοκίνητα και ανθρώπους. 

Στο Φεστιβάλ των Καννών του 2013, ο  Μπρους Ντερν έλαβε Βραβείο Ανδρικής Ερμηνείας ενώ η «Nebraska»  έχει κερδίσει έξι υποψηφιότητες για Όσκαρ (πρώτου ανδρικού ρόλου, δεύτερου γυναικείου ρόλου, σκηνοθεσίας, καλύτερης ταινίας,  πρωτότυπου σεναρίου, φωτογραφίας).

Παίζουν: Μπρους Ντερν, Στέισι Κέιτς, Τζουν Σκουίμπ, Γουίλ Φόρτε, Μπομπ Όντενκερκ.

Πληροφορίες: η ταινία «Nebraska» προβάλλεται από τις Spentzos/Seven Films.

Δήμητρα Γιαννακού