Κριτική ταινίας: Ξενοδοχείο Grand Budapest

budapest
ΠΕΜΠΤΗ, 06 ΜΑΡΤΙΟΥ 2014

O Γουές Άντερσον που μας είχε συνεπάρει το 2012 με το «The Μoonrise Kingdom», τώρα επιστρέφει στο κινηματογραφικό προσκήνιο με άλλη μια ιστορία διαποτισμένη με άρωμα παλιού καιρού και με ακόμη πιο ανεκδοτολογικούς χαρακτήρες.

Με τη μεγαλύτερη έμπνευση που είχε ποτέ, δημιουργεί το «Ξενοδοχείο Grand Budapest» και λαμβάνει την Αργυρή Άρκτο στο Φεστιβάλ του Βερολίνου.

Αυτή τη φορά, βάζει σε εικόνες μιαν άλλη τρελή του φαντασίωση και μας υποδέχεται καλοκάγαθα σε έναν κόσμο που έχει παρασκευάσει με περισσή μαεστρία: ένα σύμπαν φανταχτερό, υπερ-κινητικό, συγκινητικό, ταραχώδες και αστείο ταυτόχρονα μέσα στο οποίο αντανακλάται η Ευρώπη του Μεσοπολέμου, μια Ευρώπη σε συνεχή αμφιβολία και μεταβολή, όπως είναι και η ίδια η υφή της διήγησης.

Με ένα πλούσιο κάστινγκ «στη φαρέτρα του» και αποτίοντας φόρο τιμής στα απομνημονεύματα του Στέφαν Τσβάιχ, ο Άντερσον κατασκευάζει μια ιστορία αναφερόμενη σε τρεις διαφορετικές εποχές μέσα στις οποίες διαγράφεται η μοίρα του Ζίρο Μουσταφά (Μάρεϊ Άμπραχαμ).

Πολιτικός πρόσφυγας, Lobby boy, φυγάς, εκατομμυριούχος, ο Μουσταφά στοιχειώνει την διήγηση μαζί με ένα άλλο πρόσωπο που θα αποδειχθεί καθοριστικό για την εξέλιξή του, τον Γκουστάβ Χ (Ραλφ Φάινς).

Ο Γκούσταβ Χ είναι ένας θρυλικός θυρωρός του «Grand Budapest Hotel», ενός παλατιού που μοιάζει με ζαχαρωτό, φυτεμένου μέσα στα γραφικά βουνά μιας φανταστικής περιοχής της Ευρώπης.

Η ζωή αυτών των δύο χαρακτήρων διακρίνεται από μια συνεχή ροή, από ένα ντελίριο συνεχούς αλλαγής τόπου και τρόπου επιβίωσης, με τις διαφορετικές καταστάσεις να εναλλάσσονται η μία την άλλη σε ένα φρενήρη ρυθμό, που αποδίδει εύγλωττα και εύσχημα ο χειρισμός των εικόνων από τον ιδιότυπο Γουές Άντερσον.

Με φόντο ένα φόνο, έναν πολύτιμο πίνακα- κληρονομιά στον Γκούσταβ Χ που τον διεκδικούν άλλοι κληρονόμοι, έναν έρωτα και ποικίλες άλλες πικάντικες διαπλοκές, ξεκινά ένα ασταμάτητο τρεχαλητό, στο οποίο επιδίδονται οι δύο ήρωες με μια ταχύτητα που θυμίζει συχνά εκείνη των κινουμένων σχεδίων.

Ο Άντερσον παντρεύει διάφορα κινηματογραφικά είδη με τον δικό του μοναδικό τρόπο και ανακατεύει δράση, χιούμορ και σασπένς αντηχώντας έναν υπόγειο παραλογισμό.

Ο σκηνοθέτης δράττει την ευκαιρία να «παίξει» με μια πρωτότυπη κινηματογραφική γραφή καθαρά δική του: υπερφορτωμένα ντεκόρ προσεγμένα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, όπως και η εξωτερική εμφάνιση των προσώπων δηλωτική της ιδιότητάς τους (χαρακτηριστικό είναι το στάχυ που φορά στα μαλλιά η φουρνάρισσα αγαπημένη του Μουσταφά), πλούσια ζωηρά χρώματα και εκκεντρικά μέσα στα οποία βυθίζονται μορφές πολυποίκιλες και περίεργες αντίστοιχα και όλα μαζί μπαίνουν σε ένα format εικόνων οι οποίες μπλέκονται η μία μέσα στην άλλη.

Το κάδρο μέσα στο κάδρο και το μετέπειτα travelling της κάμερας προς τα πίσω γίνεται τόσο συχνά που θα λέγαμε ότι αυτή η τεχνική αποτελεί μια άσκηση ύφους που σφραγίζει το συγκεκριμένο έργο του σκηνοθέτη.

Ένα ευρηματικό μέσο έκφρασης που αντανακλά οπτικά τη συνεχή διαδοχή των καταστάσεων, καθώς μπαίνει η μία ιστορία μέσα στην άλλη, η μία εποχή μέσα στην άλλη, με τις αποχρώσεις και τα πρόσωπα να διασταυρώνονται. Το ντεκόρ της ταινίας είναι τόσο υποβλητικό που θα λέγαμε ότι αποτελεί ένα ξεχωριστό πρόσωπο του δράματος.

Είναι ευνόητο ότι δεν πρέπει να χάσετε το θέαμα που προσφέρει η χορογραφία των εικόνων του «Ξενοδοχείο Grand Budapest».

Σκηνοθεσία: Γουές Άντερσον. Παίζουν: Ραλφ Φάινς, Τόνι Ριβολορι, Ματιέ Αμαλρίκ, Άντριεν Μπρόντι, Σαουόρς Ρόναν, Μάρεϊ Άμπραχαμ,, Χάρβεϊ Κέιτελ, Τζεφ Γκόλντμπλαμ, Έντουαρντ Νόρτον, Λέα Σεντού, Τζουντ Λο, Όουεν Γουίλσον, Μπιλ Μάρεϊ, Τίλντα Σουίντον, Γουίλεμ Νταφόε. Η ταινία προβάλλεται από την Odeon.

ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ