Who is who: Ρέιφ Φάινς

who-is-who-reif-fains

ΤΡΙΤΗ, 19 ΙΟΥΛΙΟΥ 2011

Είτε ως «Άγγλος ασθενής», είτε ως «Επίμονος κηπουρός», ο Ρέιφ Φάινς με όπλο το βλέμμα και το ταλέντο του, μαγνητίζει κοινό και κριτικούς και θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ηθοποιούς της γενιάς του.

Το μεγαλύτερο των έξι παιδιών της οικογένειας Φάινς, ο Ρέιφ Ναθάνιελ Τουίσλετον Γουίκεχαμ Φάινς, γεννήθηκε στο Ίπσουιτς της Αγγλίας, στις 22 Δεκεμβρίου 1962. Η μητέρα του ήταν συγγραφέας αγγλικής και ιρλανδικής καταγωγής και ο πατέρας του αγρότης και φωτογράφος, σήμερα, όμως, δεν ζει κανένας από τους δύο.

Σύμφωνα με το γενεαλογικό του δέντρο είναι όγδοος ξάδερφος του πρίγκιπα της Ουαλίας Καρόλου και η οικογένειά του είναι άκρως καλλιτεχνική, αφού ανάμεσα στα αδέρφια του θα βρούμε το γνωστό ηθοποιό Τζόζεφ Φάινς («Ερωτευμένος Σαίξπηρ», «Λούθηρος» κ.ά.), τη σκηνοθέτιδα Μάρθα Φάινς, το συνθέτη Μάγκνους Φάινς και την κινηματογραφίστρια, Σόφι Φάινς. Ακόμη και ο ανιψιός του, Χίρο Φάινς Τίφιν, εμφανίζεται ως νέος Λόρδος Βόλντεμορτ στο «Χάρι Πότερ και ο ημίαιμος πρίγκιψ».

Μαζί με την οικογένειά του το 1973 βρέθηκε στην Ιρλανδία, όπου και συνέχισε το σχολείο του εκεί, ενώ επιστρέφοντας στο Σάλισμπουρι ξεκίνησε σπουδές στο Κολλέγιο Τεχνών και Σχεδίου στο Τσέλσι. Στη συνέχεια σπούδασε στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης και ξεκίνησε την καριέρα του με θεατρικές παραστάσεις στο Open Air Theatre του Ρίτζεντ Παρκ, αλλά και του Εθνικού Θεάτρου στο Λονδίνο, ενώ στη συνέχεια έγινε το νέο αστέρι της Royal Shakespeare Company.

Η πρώτη του εμφάνιση στο γυαλί ήρθε με έναν μικρό ρόλο το 1991 και την τηλεταινία «Prime suspect», όπου πρωταγωνιστεί η Έλεν Μίρεν. Στη συνέχεια εμφανίζεται στην τηλεοπτική σειρά «Great Performances» και ακολουθεί το κινηματογραφικό του ντεμπούτο, σε ένα ρόλο-ορόσημο.

Επιτυχημένο ξεκίνημα

Δεν συμβαίνει συχνά η πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση ενός ηθοποιού να στέφεται με επιτυχία, ο Φάινς, όμως, είναι μια από τις εξαιρέσεις, αφού το ντεμπούτο του τον μεταμορφώνει στον αυστηρό, απόμακρο και πληγωμένο Χίθκλιφ, με συμπρωταγωνίστρια τη Ζιλιέτ Μπινός, στα «Ανεμοδαρμένα ύψη» από το μυθιστόρημα της Έμιλι Μπροντέ σε σκηνοθεσία Πίτερ Κοσμίνσκι. Η ταινία έλαβε ανάμικτες κριτικές λόγω της επιλογής της Γαλλίδας Μπινός σε έναν αγγλικό ρόλο, ο Φάινς όμως, με το τραγικό και έντονο βλέμμα κέρδισε τις εντυπώσεις.

Το επιτυχημένο του ξεκίνημα, δεν σήμαινε ότι μετά θα ακολουθούσε καθοδική πορεία, καθώς την επόμενη χρονιά σημείωσε και πάλι επιτυχίες. Βρέθηκε στο πλευρό της Τζούλια Όρμοντ στη δραματική ταινία «Το μωρό της Μακόν» του Πίτερ Γκρίνεγουεϊ, η οποία μπορεί να μην σημείωσε εμπορική επιτυχία, αλλά του χάρισε πρωταγωνιστικό ρόλο και του άνοιξε το δρόμο για τη «Λίστα του Σίντλερ» που ακολούθησε την ίδια χρονιά. Ο Φάινς συμπρωταγωνιστεί με τον Λίαμ Νίσον και σκηνοθετείται από τον Στίβεν Σπίλμπεργκ, σε μια ταινία που σάρωσε τα Όσκαρ, ενώ βρίσκεται και ο ίδιος υποψήφιος τόσο για Όσκαρ, όσο και για Χρυσή Σφαίρα. Μέσα σε δύο χρόνια ο Φάινς καταφέρνει να αποδείξει το ταλέντο του και να στρέψει τα βλέμματα επάνω του, πατώντας από νωρίς το κόκκινο χαλί, ενώ ο ρόλος του ως σκληρός υπολοχαγός της Ες Ες του χάρισε μια θέση στη λίστα των 50 «κακών» του κινηματογράφου, του Αμερικανικού Ινστιτούτου Κινηματογράφου.

Την ίδια χρονιά παντρεύεται την ηθοποιό Άλεξ Κίνγκστον μετά από δέκα χρόνια σχέσης, ο γάμος τους όμως θα κρατήσει τέσσερα χρόνια, για να λάβει τέλος το 1997. Ο Φάινς φημολογείται ότι είχε ήδη ξεκινήσει σχέση με την επίσης ηθοποιό και κατά 17 χρόνια μεγαλύτερή του, Φρανσέσκα Άνις, η οποία κράτησε μέχρι το 2006. Η Άνις υποδύθηκε τη μητέρα του Γερτρούδη στη θεατρική παράσταση «Άμλετ» το 1995, όπου και γνωρίστηκαν, ενώ για την ερμηνεία του ως Άμλετ ο Φάινς κέρδισε βραβείο Τόνι και εξαίρετες κριτικές.

Στην επόμενη ταινία, «Quiz show» ακολουθεί τις σκηνοθετικές οδηγίες του Ρόμπερτ Ρέντφορντ και ενσαρκώνει τον Αμερικανό ακαδημαϊκό Τσαρλς Βαν Ντόρεν, πρωταθλητή στο τηλεπαιχνίδι γνώσεων «Twenty one». Η ταινία βρίσκεται υποψήφια για 4 Όσκαρ, ο Φάινς, όμως, αυτή τη φορά δεν καταφέρνει να πάρει κάποια βράβευση.

Επόμενη ταινία-σταθμός στην καριέρα του βρετανού ηθοποιού είναι ο «Άγγλος ασθενής» το 1996, όπου με φόντο τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, πρωταγωνιστεί με την Κριστίν Σκοτ Τόμας και τη Ζιλιέτ Μπινός. Η ερμηνεία τους ως... Άγγλος ασθενής θα του χαρίσει και δεύτερη υποψηφιότητα για Όσκαρ καλύτερου ηθοποιού, υποψηφιότητα για βραβείο BAFTA, Χρυσής Σφαίρας κ.ά. κι όλ’ αυτά μόλις 5 χρόνια μετά το τηλεοπτικό του ντεμπούτο.

Τα επόμενα κινηματογραφικά του βήματα

Χωρίς να επαναπαυτεί στις καλές κριτικές και τις υποψηφιότητες για Όσκαρ που ήρθαν γρήγορα, ο Ρέιφ Φάινς συνέχισε την πορεία του, άλλοτε με επιτυχίες κι άλλοτε με δουλειές που δεν έκαναν ιδιαίτερη αίσθηση. Ο ίδιος άλλωστε έχει δηλώσει ότι δεν θέλει να αφήσει το Χόλιγουντ να τον απορροφήσει και προτιμά να κάνει δεύτερους ρόλους, χωρίς να «τυφλώνεται» από τη λάμψη του πρωταγωνιστή.

To 1998 προσπαθεί να σώσει τον... κόσμο στο «Avengers» μαζί με την Ούμα Θέρμαν, δυστυχώς, όμως και οι δύο βρίσκονται υποψήφιοι για Χρυσό Βατόμουρο, τόσο ως κινηματογραφικό ζευγάρι, όσο και ως ηθοποιοί. Λίγο πριν φύγει η δεκαετία περνάει στα χέρια του Ούγγρου σκηνοθέτη Ίστβαν Ζάμπο για το «Sunshine» κερδίζοντας το European Film Award του καλύτερου ηθοποιού, ενώ λίγο αργότερα σκηνοθετείται από την αδερφή του, Μάρθα Φάινς, στο «Onegin», χωρίς όμως να προκαλέσει κοινό και κριτικούς. Στην τελευταία ταινία της δεκαετίας μας μεταφέρει λίγο μετά το τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου με την παρέα της Τζούλιαν Μουρ, στο «Τέλος μιας σχέσης», όπου παίζει έναν ρόλο που τον γνωρίζει αρκετά καλά, αυτόν του ταλαιπωρημένου από την... αγάπη.

Το 2002 πρωταγωνιστεί στο ψυχολογικό θρίλερ «Spider» του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, προσεγγίζοντας τη σχιζοφρένεια με την ερμηνεία του και λίγο αργότερα μέσα στην ίδια χρονιά βρίσκεται στο πλευρό του Άντονι Χόπκινς και του Έντουαρτ Νόρτον στην ταινία μυστηρίου «Red Dragon» με τον Χάνιμπαλ Λέκτερ και πάλι στο προσκήνιο.

Δεν φοβάται τις κομεντί κι αυτό το αποδεικνύει με την «Καμαριέρα» όπου τον βρίσκουμε μαζί με την Τζένιφερ Λόπεζ, ερμηνεύοντας τον υποψήφιο γερουσιαστή που ερωτεύεται την... ταπεινή καμαριέρα, χωρίς όμως να γνωρίζει την ιδιότητά της. Κάνοντας ένα πέρασμα από μια τηλεοπτική σειρά-ντοκιμαντέρ για την ιστορία της Αμερικής, επιστρέφει στα κινηματογραφικά δρώμενα το 2005, με αρκετές ταινίες, μεταξύ των οποίων το «Chromophobia» όπου συνεργάζεται και πάλι με την Κριστίν Σκοτ Τόμας, τον «Επίμονο κηπουρό» και το «Ο Χάρι Πότερ και το κύπελλο της φωτιάς».

Ο «Επίμονος κηπουρός» προτάθηκε για Όσκαρ κερδίζοντας πολύ καλές κριτικές, ενώ ο Φάινς βρίσκεται για άλλη μια φορά στο ρόλο του... χτυπημένου από τη μοίρα. Για τις ανάγκες της ταινίας το συνεργείο βρέθηκε στην Κένυα και οι συντελεστές τις ταινίες ήρθαν αντιμέτωποι με τη φτώχια και τις συνθήκες διαβίωσης σε διάφορα χωριά. Αυτό ευαισθητοποίησε τόσο τον Ρέιφ Φάινς όσο και τους υπόλοιπους συντελεστές κι έτσι συστάθηκε το «Ταμείο του επίμονου κηπουρού», προκειμένου να βοηθήσουν στη βασική εκπαίδευση των παιδιών αυτών των περιοχών.

Το 2006 προτείνεται για Emmy, αλλά και για Χρυσή Σφαίρα με το «Bernard and Doris» όπου υποδύεται τον gay μπάτλερ της Σούζαν Σάραντον, ενώ 2 χρόνια αργότερα, γίνεται πάλι ο «κακός» της υπόθεσης στο «Αποστολή στη Μπριτζ» με τον Κόλιν Φάρελ και λίγο αργότερα μεταμορφώνεται σε δούκα στο πλευρό της «Δούκισσας» Κίρα Νάιτλι, κερδίζοντας υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα.

Το 2008 τον βρίσκει επίσης και στο πολεμικό θρίλερ «The hurt locker» της Κάθριν Μπίγκελοου το οποίο κέρδισε 6 Όσκαρ, ενώ μια άλλη σημαντική ταινία της καριέρας του αποτελεί και το «Σφραγισμένα χείλη» με την Κέιτ Γουίνσλετ, σε άλλη μια ιστορία περίεργης αγάπης στη μεταπολεμική Γερμανία.

Μέσα στο 2011 πέρασε για πρώτη φορά στη θέση του σκηνοθέτη με το «Coriolanus», όπου πρωταγωνιστεί μαζί με τον Τζέραρντ Μπάτλερ σε... ρωμαϊκούς ρόλους, βασισμένο στο έργο του Σαίξπηρ, ενώ τώρα βρίσκεται στα γυρίσματα της «Σύγκρουσης των Τιτάνων 2» μετά την επιτυχία που σημείωσε η πρώτη ταινία το 2010.

Ο Φάινς και ο Χάρι Πότερ

Το 2005, ο Φάινς δεν βάζει τα καλά του, αντιθέτως μεταμορφώνεται σε έναν από τους πιο κακούς μάγους του κινηματογράφου και προσπαθεί να σκοτώσει τον Χάρι Πότερ, στρέφοντας εναντίον του κάθε πιτσιρίκι σε κάθε γωνιά του κόσμου. Μπαίνει λοιπόν στο ρόλο του λόρδου Βόλντεμορτ, παίζοντας τον απάνθρωπο και σαδιστή, με το κατάλευκο δέρμα και την πλακουτσωτή μύτη και εμφανίζεται στο «Χάρι Πότερ και το κύπελλο της φωτιάς» του Μάικ Νιούελ. Ο ίδιος βέβαια έχει αναφέρει σε παλιότερες συνεντεύξεις του ότι δεν ήταν σίγουρος αν έπρεπε να δεχτεί το ρόλο, καθώς οι προηγούμενες ταινίες του Χάρι Πότερ τον είχαν αφήσει αδιάφορο. Όταν, όμως, είδε το πώς θα έπρεπε να μεταμορφωθεί, το παιδί μέσα του ενθουσιάστηκε κι έτσι δέχτηκε. Ο Λόρδος Βόλντεμορτ ζωντανεύει πάλι το 2007 με τον «Χάρι Πότερ και το τάγμα του Φοίνικα», το 2010 με τον «Χάρι Πότερ και τους Κλήρους του θανάτου Μέρος 1ο», ενώ τον βρίσκουμε αυτό τον καιρό στις αίθουσες με το δεύτερο μέρος των «Κλήρων του θανάτου», στο τελευταίο κεφάλαιο της ιστορίας του Χάρι Πότερ.

Ενδεικτική φιλμογραφία: «Wuthering heights» (1992), «The baby of Mâcon» (1993), «Schindler’s list» (1993), «Quiz show» (1994), «Strange days» (1995), «The English patient» (1996), «Oscar and Lucinda» (1997), «The avengers» (1998), «Sunshine» (1999), «Onegin» (1999), «The end of the affair» (1999), «Spider» (2002), «Red dragon» (2002), «Maid in Manhattan» (2002), «The Chumscrubber» (2005), «Chromophobia» (2005), «The constant gardener» (2005), «The white countess» (2005), «Harry Potter and the goblet of fire» (2005), «Land of the blind» (2006), «Bernard and Doris» (2006), «Harry Potter and the Order of the Phoenix» (2007), «In Bruges» (2008), «The Duchess» (2008), «The hurt locker» (2008), «The reader» (2008), «Nanny McPhee and the Big Band» (2010), «Clash of the Titans» (2010), «Cemetery junction» (2010), «Harry Potter and the Deathly Hallows: Part 1» (2010), «Coriolanus» (2011), «Page eight» (2011), «Harry Potter and the Deathly Hallows: Part 2» (2011).