Who is who: Μίκι Ρουρκ

who-is-who-miki-rourk

ΚΥΡΙΑΚΗ, 14 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2011

Πυγμάχος ή ηθοποιός; Ο Μίκι Ρουρκ αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στις δύο μεγάλες του αγάπες, καθώς σταδιακά μετατρέπεται στη σκιά του εαυτού του. Τον «έφτυσε» το σύστημα ή ο ίδιος του ο εαυτός; Όποια κι αν είναι η απάντηση, ο Μίκι Ρουρκ κατάφερε και ξανασηκώθηκε αποδεικνύοντας σε όλους ότι ήταν και θα παραμείνει ένας «Παλαιστής» της ζωής...

Ο Μίκι Ρουρκ, κατά κόσμον Φίλιπ Αντρέ Ρουρκ Τζούνιορ, γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη στις 16 Σεπτεμβρίου του 1952. Οι γονείς του πήραν διαζύγιο όταν ήταν μόλις 6 ετών και ένα χρόνο μετά, η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε και μετακόμισαν στο Μαϊάμι, όπου πέρασε τα παιδικά κι εφηβικά του χρόνια. Η κλίση του τόσο στον αθλητισμό όσο και την υποκριτική φάνηκε από νωρίς, όταν στις τελευταίες τάξεις του Λυκείου, οι δραστηριότητές του μοιράστηκαν μεταξύ μπέιζμπολ και σχολικού θεάτρου.

Το 1971, ολοκληρώνοντας το σχολείο, δούλεψε για ένα μικρό χρονικό διάστημα ως βοηθός σερβιτόρου στο φημισμένο εστιατόριο «Forge Restaurant» στην παραλία του Μαϊάμι και στη συνέχεια επέστρεψε στη Νέα Υόρκη για να αναζητήσει την καριέρα του ως ηθοποιός.

Άγριο «νιάτο»

Η πυγμαχία κάλυψε το μεγαλύτερο κομμάτι των εφηβικών του χρόνων. Κάποιοι είπαν, αργότερα, ότι ο βίαιος πατριός του ευθύνεται για την εμμονή του με το συγκεκριμένο άθλημα. Ξεκίνησε πηγαίνοντας σε μαθήματα αυτοάμυνας και στη συνέχεια μυήθηκε στο μποξ, για να ακολουθήσει ερασιτεχνική καριέρα. Στα 12 κέρδισε τον πρώτο του αγώνα, ενώ συνέχισε τις προπονήσεις του σε εντατικό ρυθμό και σε διάφορους συλλόγους.

Ο ένας αγώνας ακολουθούσε τον άλλον. Το 1969 έπαθε διάσειση εξαιτίας δυνατού χτυπήματος από τον αντίπαλο και οι γιατροί του είπαν να μείνει εκτός και να ξεκουραστεί. Ο Αντρέ Ρουρκ -όπως εμφανιζόταν στους πρώτους του αγώνες- αποσύρθηκε το 1972. Επέστρεψε στην ενεργό δράση, ως επαγγελματίας αυτή τη φορά, με προπονητή τον παλαίμαχο μποξέρ Φρέντι Ρόουτς, βγάζοντας αρκετά χρήματα και πάλεψε με παγκόσμιους πρωταθλητές όπως οι Τζέιμς Τόνεϊ, Τζων Ντέιβιντ Τζάκσον και Τόμι Μόρισον, φτάνοντας πολύ κοντά στην κατάκτηση του πολυπόθητου παγκόσμιου τίτλου, αλλά ποτέ δεν στέφθηκε πρωταθλητής. Στο μεταξύ, η μία χειρουργική επέμβαση διαδεχόταν την άλλη, αφού οι τραυματισμοί στο πρόσωπό του, είχαν καταστρέψει την εμφάνισή του.

Η εκκίνηση μιας νέας καριέρας

Όταν ο Μίκι Ρουρκ άφησε προσωρινά την πυγμαχία, ένας φίλος του από το Πανεπιστήμιο του Μαϊάμι, του πρότεινε να συμμετάσχει στην ταινία που σκηνοθετούσε, το «Deathwatch». Ο Μίκι γοητεύτηκε αμέσως από την υποκριτική και δανείστηκε 400 δολάρια από τη αδερφή του για να παρακολουθήσει ιδιαίτερα μαθήματα με τη δασκάλα υποκριτικής από το Actors Studio, Σάντρα Σίκατ.

Το ντεμπούτο του Μίκι Ρούρκ έγινε με ένα μικρό ρόλο στο υποψήφιο για 3 Όσκαρ «1941» (1979) του Στίβεν Σπίλμπεργκ, ενώ την επόμενη χρονιά συμμετείχε στο «Heaven's Gate» (1980) του Μάικλ Τσιμίνο. Η παρουσία του Ρουρκ, δυστυχώς, πέρασε στα ψιλά γράμματα, ωστόσο, ο νεαρός ηθοποιός τράβηξε την προσοχή στην ταινία «Έξαψη» το 1981, στο πλευρό της Καθλίν Τέρνερ και του Ουίλιαμ Χαρτ, κάνοντας αισθητή την παρουσία του στο Χόλιγουντ.

Σε αυτό το διάστημα εμφανίστηκε και σε πολλές τηλεοπτικές παραγωγές και το 1982, πρωταγωνίστησε μαζί με τους Ντάνιελ Στερν, Στιβ Γκούτενμπεργκ και Κέβιν Μπέικον στη δραματική κομεντί «Diner» του Μπάρι Λέβινσον, προσελκύοντας και πάλι τα βλέμματα υποδυόμενος τον ακαταμάχητο τζογαδόρο «Μπούγκι» Σέφτελ.

Ακολούθησε ο πρωταγωνιστικός ρόλος του Motorcycle Boy, του μεγάλου αδερφού του Ματ Ντίλον, στο «Rumble Fish» (1983), σε συνέχεια της ταινίας «The Outsiders», σκηνοθεσίας Φράνσις Φορντ Κόπολα, μιας ταινίας βασισμένης στην ομώνυμη νουβέλα της Σούζαν Χίντον.

Το 1984, μπορεί η ταινία «The Pope of Greenwich Village» να μη σημείωσε εμπορική επιτυχία, ωστόσο, ο Μίκι Ρουρκ κέρδισε και πάλι τις εντυπώσεις πρωταγωνιστώντας δίπλα στη Ντάριλ Χάνα και τον Έρικ Ρόμπερτς.

Η επιτυχία, όμως, δεν άργησε να έρθει, αφού το 1985, είναι η... «Χρονιά του δράκου». Ο Αμερικανός ηθοποιός «μεταμφιέζεται» σε ντετέκτιβ Στάνλει Γουάιτ και έρχεται αντιμέτωπος με την κινεζική μαφία της Chinatown στην επιτυχημένη ταινία του Μάικλ Τσιμίνο, η οποία βρίσκεται υποψήφια για δύο Χρυσές Σφαίρες.

Οι επιτυχίες και οι αποτυχίες της καριέρας του

Από πολλούς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο ρόλος της ζωής του. Σίγουρα, πάντως, είναι ο ρόλος που καθιέρωσε το Μίκι Ρουρκ ως το απόλυτο sex symbol των ’80s δίπλα στη σαγηνευτική Κιμ Μπάσιντζερ. Ο λόγος για το ερωτικό δράμα της δεκαετίας του ’80 «9½ Εβδομάδες» (1986), που ενέπνευσε με τις προχωρημένες για την εποχή ερωτικές σκηνές πολλά ζευγάρια, να τραγουδήσουν Τζο Κόκερ «You can leave your hat on», ταΐζοντας τον σύντροφό τους σταφύλια. Η νουβέλα της Ελίζαμπεθ Μακνίλ που μεταμορφώθηκε –ίσως- στην πιο πολυσυζητημένη ταινία της εποχής «δια χειρός» Άντριαν Λιν, δε σημείωσε την εισπρακτική επιτυχία που υπολόγιζαν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Παρ’ όλ’ αυτά, ο γοητευτικός χαρακτήρας του Τζον Γκρέι μπήκε παγκοσμίως σε αμέτρητα... νοικοκυριά και ο Μίκι Ρουρκ για τα καλά στο Χόλιγουντ.

Η επιτυχία και ο Ρουρκ δεν σταμάτησαν στις «9½ Εβδομάδες». Ο Μίκι επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη ως ο αλκοολικός συγγραφέας Χένρι Τσινάσκι (το λογοτεχνικό alter ego του Αμερικανού συγγραφέα Τσαρλς Μπουκόφσκι) στην ταινία «Barfly» (1987), με συμπρωταγωνίστρια τη Φέι Ντάναγουεϊ, ενθουσιάζοντας κριτικούς και κοινό, ενώ την ίδια χρονιά, εμφανίστηκε γοητεύοντας και πάλι στο θρίλερ-μυστηρίου «Angel Heart» (1987) μαζί με τους Ρόμπερτ Ντε Νίρο και Λίζα Μπόνετ.

Το 1988, ο Ρουρκ δοκιμάζει τις συγγραφικές του ικανότητες, γράφοντας το σενάριο της δραματικής ταινίας με τίτλο «Homeboy», στην οποία πρωταγωνίστησε ο ίδιος. Η υπόθεση είχε να κάνει με τη ζωή ενός αυτοκαταστροφικού μποξέρ, του Τζόνι Γουόκερ...

Το 1990, συμπρωταγωνιστεί με την ηθοποιό και μοντέλο Κάρε Ότις στην ερωτική ταινία «Άγρια Ορχιδέα», την πρώτη κινηματογραφική προσπάθεια της πρωταγωνίστριας. Δυστυχώς, με αυτή την ταινία ο Αμερικανός ηθοποιός βρέθηκε υποψήφιος για το Χρυσό Βατόμουρο, ενώ σιγά-σιγά έπαιρνε την κάτω βόλτα και η καριέρα του. Το μόνο καλό που αποκόμισε από την ταινία ήταν ένας γάμος με τη συμπρωταγωνίστριά του το 1992. Ωστόσο, έληξε άδοξα 2 χρόνια μετά, με κατηγορίες για κακοποίηση της ηθοποιού. Οι κατηγορίες αποσύρθηκαν, λίγο αργότερα, όπως και η καλή εικόνα του Μίκι.

Οι αποτυχημένες επιλογές διαδέχονται η μία την άλλη και ο ρόλος του ως Χάρλεϊ Ντέιβιντσον στην εμπορικά και ποιοτικά αποτυχημένη ταινία δράσης «Harley Davidson and the Marlboro Man» (1991) τις επιβεβαιώνει. Ο τελευταίος του ρόλος πριν επιστρέψει στα ρινγκ είναι στο «Ο θάνατος σταμάτησε στην έρημο» (1992) με τον Σάμουελ Τζάκσον και τον Γουίλεμ Νταφόε, μία μοντέρνα αλλά ασυνάρτητη ταινία, σύμφωνα με το κοινό.

Μέσα στη δεκαετία του ’90 συνεχίζει την κινηματογραφική του καριέρα, χωρίς, όμως να σημειώνει ιδιαίτερες επιτυχίες. Το 1994 έγραψε το σενάριο και πρωταγωνίστησε στο «F.T.W», ως Φτανκ Τ. Γουέλς, ενώ το ’96 υπογράφει και πάλι το σενάριο του «Bullet» μαζί με τον Μπρους Ρουμπινστάιν. Το 1997 βρίσκεται στον «Βροχοποιό» του Κόπολα, μαζί με τον Ματ Ντέιμον και τον Ντάνι Ντε Βίτο και η δεκαετία φεύγει σιγά-σιγά με διάφορες ταινίες δράσης.

Η μεγάλη επιστροφή

Έπειτα από κάποιους μικρούς και μεγαλύτερους ρόλους σε ταινίες όπως το «The pledge», «Once upon a time in Mexico» κ.ά., το 2005 ο Μίκι Ρουρκ επιστρέφει ανανεωμένος και όπως δεν τον περίμενε κανείς, σε έναν αναπάντεχο ρόλο. Καθώς το μνησίκακο Χόλιγουντ τον θεωρούσε τελειωμένο, ο Μίκι Ρουρκ εντυπωσιάζει με την ερμηνεία του στον απαιτητικό ρόλο του Μαρβ στη μεταφορά του ομώνυμου κόμικ μυστηρίου «Sin City» στον κινηματογράφο. Οι Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ, Φρανκ Μίλλερ και Κουέντιν Ταραντίνο μεταμορφώνουν με μαεστρία τους ηθοποιούς σε ήρωες κόμικ και ο Ρουρκ μπαίνει και πάλι στις υποψηφιότητες για βραβεία, πολλά από τα οποία κέρδισε, ενώ ταυτόχρονα το περιοδικό «Total Film» τον ψήφισε ως τον Άνδρα της Χρονιάς.

Η απόλυτη δικαίωση μετά την πτώση της καριέρας του, ωστόσο, ήρθε το 2008 στην ταινία «Ο Παλαιστής», του Ντάρεν Αρονόφσκι. Ο Μίκι Ρουρκ ενσαρκώνει το Ράντι «Ραμ» Ρόμπινσον έναν ξεπεσμένο παλαιστή κι ερμηνεία του καθηλώνει. Ένας ρόλος με τον οποίο μπορεί να ταυτίστηκε, ένας ρόλος που τον επανέφερε δυναμικά στο προσκήνιο, ο ρόλος που τον έφερε υποψύφιο για Όσκαρ Α' ανδρικού και του χάρισε Χρυσή Σφαίρα, BAFTA και πολλά ακόμη βραβεία. Το 2010 στο «Iron Man 2» προτάθηκε για το βραβείο Καλύτερου... «Κακού» στα MTV Awards.

Ο Μίκι Ρουρκ έχει γράψει ήδη τη δική του σελίδα στο Χόλιγουντ τόσο με τις ερμηνείες του όσο και με τον ατίθασο χαρακτήρα και τις πολλές φορές κακές επιλογές του. Eίναι ο ηθοποιός που έχει απορρίψει μία σειρά επιτυχημένων ταινιών («48Hrs» (1982), «Platoon» (1986), «Highlander» (1986), «Top Gun» (1986), «The Untouchables» (1987), «Ο Άνθρωπος της Βροχής» (1988), «Tombstone» (1993), «Revolver» (2005) και έχει συμμετάσχει σε άλλες που έκαναν πολύ μικρότερη ή καθόλου επιτυχία. Παρά το γεγονός ότι έφτασε πολύ κοντά στο να δώσει τέλος στη ζωή του, όταν τον είχαν εγκαταλείψει όλοι εξαιτίας της αλαζονικής και βίαιης συμπεριφοράς του, κατάφερε και πάτησε και πάλι γερά στα πόδια του, αναγνωρίζοντας τα λάθη του και «παλεύοντας» να ξανακερδίσει τη ζωή του, την αξιοπρέπειά του και φυσικά μια θέση στο Χόλιγουντ.

Ενδεικτική φιλμογραφία: «1941» (1979), «Heaven's Gate» (1980), «Fade to Black» (1980), «Body Heat» (1981), «Diner» (1982), «Rumble Fish» (1983), «The Pope of Greenwich Village» (1984), «Eureka» (1984), «Year Of The Dragon» (1985), «9½ Weeks» (1986), «Barfly» (1987), «Angel Heart» (1987), «A Prayer for the Dying» (1987), «Homeboy» (1988), «Francesco» (1989), «Johnny Handsome» (1989), «Wild Orchid» (1990), «Desperate Hours» (1990), «Harley Davidson and the Marlboro Man» (1991), «White Sands» (1992), «Fall Time» (1995), «Bullet» (1996), «Double Team» (1997), «The Rainmaker» (1997), «Another 9½ Weeks», (1997), «The Thin Red Line» (1998), «Thursday» (1998), «Out in Fifty» (1999), «Shades» (1999), «Animal Factory» (2000), «Picture Claire» (2001), «Once Upon a Time in Mexico» (2003), «Man on Fire» (2004), «Sin City» (2005), «Domino» (2005), «Stormbreaker» (2006), «The Wrestler» (2008), «Killshot», (2009), «The Informers» (2009), «Iron Man 2» (2010), «The Expendables» (2010), «Immortals» (2011).