Kωνσταντίνος Γιάνναρης: «η καρδιά της πόλης μας πεθαίνει»

konstantinos-giannaris-i-kardia-tis-polis-mas-pethainei

ΔΕΥΤΕΡΑ, 07 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2011

Ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης, με αφορμή το αφιέρωμα που διοργανώνεται προς τιμήν του στο 52ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και την προβολή της νέας του ταινίας «Μan at sea», μιλάει στο click@Life για το κέντρο της Αθήνας, τον ελληνικό κινηματογράφο και όσα τον πληγώνουν.

Το μεταναστευτικό ζήτημα και τα εκρηκτικά κοινωνικά προβλήματα επανέρχονται στη φιλμογραφία του Κωνσταντίνου Γιάνναρη. Η νέα του ταινία «Man at sea» που θα προβληθεί στις 10 Νοεμβρίου στο 52ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, αντανακλά τη σκοτεινή εικόνα του ειδώλου μας: σε ένα πετρελαιοφόρο μια σχεδόν χρεοκοπημένη εταιρία κινεί τα νήματα του δράματος.

Ο καπετάνιος του πλοίου, αντιμετωπίζει μια έκτακτη κατάσταση, όταν διασώζει μια ομάδα νεαρών μεταναστών που έχουν ναυαγήσει μεσοπέλαγα. Κι ενώ ορισμένα πρόσωπα της ιστορίας, όπως η σύζυγος του καπετάνιου, δημιουργούν δεσμούς με τους νέους επιβάτες, τα μέλη του πληρώματος έχουν άλλη στάση απέναντι στους ξαφνικούς «επισκέπτες» τους. O σκηνοθέτης συνδυάζει και πάλι στην αφήγησή του τους επαγγελματίες ηθοποιούς με τους ερασιτέχνες.

Εκτός από την πρεμιέρα της ταινίας «Μan at sea», θα έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε ένα πλήρες αφιέρωμα στον Κωνσταντίνο Γιάνναρη: από τα μικρού μήκους φιλμ του τα οποία προοιωνίζουν τον θεματικό του προσανατολισμό, μέχρι τις γνωστές ταινίες που τον καθιέρωσαν («Από την άκρη της πόλης», «Δεκαπενταύγουστος», «Όμηρος»).

Οι ήρωες στην ταινία σας «Man at sea» βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε ένα πλοίο χωρίς προοπτική. Αυτή η εικόνα συμβολίζει κατά κάποιο τρόπο και τη σύγχρονη Ελλάδα;

Ναι, θα έλεγα ότι μπορεί να λειτουργήσει σαν μια μικρογραφία της χώρας μας ή ακόμη και του κέντρου της Αθήνας, όπου διάφορες ψυχές, ημεδαπών και αλλοδαπών είναι εγκαταλελειμμένες σε ένα τοπίο κλειστό και αδιέξοδο. Στην ταινία, η πλοιοκτήτρια εταιρεία αντιμετωπίζει προβλήματα και ο ναυλωτής κάποια στιγμή ακυρώνει τη συμφωνία λόγω καθυστερήσεων. Η εταιρεία πτωχεύει και αναγκάζεται να απολύσει όλους τους εργαζόμενους. Και εκεί ξεσπάει η απόλυτη βία των μελών του πληρώματος πάνω στα παιδιά που είναι εγκλωβισμένα στο πλοίο.

Πρόκειται για ένα έμμεσο σχόλιό σας στην τρέχουσα άποψη ότι η Ελλάδα εξαιτίας των οικονομικών της προβλημάτων, δεν μπορεί να συνεχίσει να δέχεται μετανάστες;

Όχι, νομίζω ότι είναι ένα σχόλιο για το ότι η χρεοκοπημένη Ελλάδα δεν μπορεί πλέον να συντηρήσει κανέναν, αν δεν στηθεί πάνω σε μια διαφορετική βάση. Ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν είμαι υπερ του να σταματήσει η μετανάστευση ή να διωχθούν νεαρά παιδιά τα οποία μπορούν να συμβάλουν στην ανόρθωση της χώρας. Όμως δεν είμαι πολιτικός, απλώς σχολιάζω την πραγματικότητα. Άλλωστε νομίζω ότι με την κρίση έχουν βρει και έναν αποδιοπομπαίο τράγο, όπως διαπιστώσαμε και με τα γεγονότα που έλαβαν χώρα πριν λίγους μήνες στην Αθήνα, όταν δολοφονήθηκε ένας άντρας στην 3η Σεπτεμβρίου για να του πάρουν την κάμερα. Ξέσπασε ένα φοβερό πογκρόμ στο κέντρο για αρκετές εβδομάδες από ακροδεξιά στοιχεία, με μαχαιρώματα και ξυλοδαρμούς σε μετανάστες.

Εσείς ωστόσο, συνεχίζετε να κατεβαίνετε στο κέντρο και να αντλείτε έμπνευση από τις εικόνες του;

Μένω στο κέντρο. Το να κατέβω στο κέντρο είναι σαν να πηγαίνει κάποιος στο σούπερ μάρκετ της γειτονιάς του.

Η επιλογή σας αυτή πώς προέκυψε; Ήταν τυχαία ή από ένα σημείο και ύστερα αντικατοπτρίζει και μια δική σας στάση και θέση απέναντι σε ό,τι συμβαίνει στο κέντρο της Αθήνας;

Δεν ήμουν ποτέ παιδί των προαστίων. Το πατρικό διαμέρισμα βρισκόταν στο κέντρο και εκεί μεγάλωσα. Όταν επέστρεψα πριν δέκα χρόνια από το εξωτερικό ήταν για μένα φυσική επιλογή να εγκατασταθώ σε αυτές τις περιοχές.

Και πώς βλέπετε τη σταδιακή μετάλλαξη του κέντρου;

Τα τελευταία είκοσι χρόνια η μετανάστευση ξαναζωντάνεψε ένα νεκρό κέντρο. Κι αυτό έγινε γιατί η μεσοαστική και μικροαστική τάξη το είχε εγκαταλείψει για να μετακομίσει σε άλλες περιοχές και είχαν απομείνει κυρίως οι ηλικιωμένοι. Με τον ερχομό των μεταναστών, οι οποίοι αγόρασαν σπίτια, καταστήματα και δημιούργησαν περιουσίες η εικόνα άλλαξε. Ακόμα και τώρα, αν κατέβεις για παράδειγμα στην Αχαρνών ή σε άλλους δρόμους του κέντρου, θα δεις ότι σφύζουν από ζωή, παρά την τεράστια κρίση και την ανασφάλεια για την εγκληματικότητα. Κάποια στιγμή όμως τα πράγματα ξέφυγαν και με την κρίση νομίζω ότι έχουν βγει στη φόρα όλα. Τα πολιτικά προβλήματα τα έχουμε δει και στις οθόνες μας…Η ανικανότητα των δημοτικών αρχών να διατηρήσουν κάποιους στοιχειώδεις κανόνες υγιεινής και καθαρισμού, οι άστεγοι, η ανικανότητα του κράτους να δώσει κάποια ανθρώπινη λύση στο πρόβλημα των ναρκωτικών, το θέαμα των ανθρώπων που περιφέρονται στους δρόμους σαν ζωντανοί-νεκροί, οι εξαθλιωμένοι, οι επαίτες από την Ανατολική Ευρώπη…Όλα αυτά συνθέτουν το σκηνικό μιας απόλυτης παρακμής. Δεν μπορείς να το περιγράψεις διαφορετικά όσο καλοπροαίρετος κι αν είσαι απέναντι στο κέντρο, όσο και αν θέλεις να παραμείνεις και να ζήσεις εκεί. Η πόλη όμως είναι το κέντρο της, δεν είναι τα προάστια. Ο αστικός ιστός πρέπει να έχει ένα κέντρο και δυστυχώς η καρδιά της πόλης μας πεθαίνει.

Πώς ήταν η περιπέτεια των γυρισμάτων πάνω σε ένα καράβι; Δεν αποτέλεσε σκηνοθετική πρόκληση για εσάς να κινηθείτε σε έναν κλειστοφοβικό χώρο;

Θα έλεγα ότι μου άρεσε ο κλειστοφοβικός χώρος, επιδίωκα και σεναριακά να είναι διάχυτη η ατμόσφαιρα του εγκλεισμού. Η μεγάλη δυσκολία ήταν ότι για να γίνουν τα γυρίσματα σε ένα πλοίο έπρεπε να είναι «gas free», να έχουν φύγει δηλαδή τα αέριά του από τις δεξαμενές και τα αμπάρια. Η διαδικασία αυτή μπορεί να διαρκέσει και μήνες. Σε διαφορετική περίπτωση, ακόμη και με το πάτημα του κουμπιού μιας ηλεκτρονικής κάμερας με μπαταρία, μπορούν να ανατιναχτούν όλα στον αέρα. Επιπλέον, οι ασφαλιστικές εταιρείες δύσκολα δίνουν άδεια ή τη συγκατάθεσή τους για γυρίσματα μεγάλου συνεργείου πάνω σε ένα πλοίο, λόγω επικινδυνότητας. Επομένως ήμουν πολύ τυχερός επειδή κατάφερα να βρω ένα πλοίο «gas free», το οποίο ήταν έτοιμο να αποσυρθεί για διάλυση. Το πλοίο ήταν αραγμένο στο λιμάνι της Δραπετσώνας. Μπροστά μου είχα το λιμάνι και εκατέρωθεν δύο άλλα μεγάλα πλοία σταθμευμένα. Αυτό σε δυσκολεύει στις κινήσεις σου και πρέπει να περιορίσεις τις γωνίες λήψης. Όμως νομίζω ότι κάθε εμπόδιο σου επιβάλλει μια πειθαρχία και αυτή η πειθαρχία δημιουργεί μια καινούργια αισθητική ματιά κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Δεν μπορείς να γυρίσεις την κάμερα ενενήντα μοίρες δεξιά ή αριστερά ούτε φυσικά υπήρχε η οικονομική δυνατότητα για ειδικά ψηφιακά εφέ.

Το αφιέρωμα που διοργανώνει για εσάς το Φεστιβάλ Κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη, μπορεί να αποτελέσει και μια αφορμή να κάνετε έναν απολογισμό της δουλειάς σας;

Πράγματι αυτό συμβαίνει. Είναι σαν να ολοκληρώνεις ένα κύκλο, μεσούσης της πορείας σου. Λες οκ, έχω ωριμάσει ως καλλιτέχνης, ας κάνω έναν απολογισμό της δουλειάς μου από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 μέχρι και τη περασμένη δεκαετία. Η αφορμή μάλιστα για μένα ήταν ότι κατάφερα και ψηφιοποίησα για το φεστιβάλ πολύ πειραματικό υλικό που είχα σε φιλμ super 8. Μάλιστα ένα μεγάλο μέρος του το είδα για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια του μοντάζ. Είναι αρκετή δουλειά, περίπου δέκα ταινίες μικρού μήκους. Είναι ενδιαφέρον να αποδεχτείς ότι είχες μια συγκεκριμένη πορεία μέχρι εδώ. Αν και στην αρχή, όταν μου έκαναν την πρόταση από το φεστιβάλ για το αφιέρωμα, ήμουν λίγο σκεπτικός…Μετά εντάξει, συμφιλιώθηκα με την ιδέα και μου άρεσε.

Πώς προέκυψε η αρχική αντίδρασή σας;

Ήμουν σκεπτικός γιατί είχα μόλις τελειώσει την ταινία, ήμουν κουρασμένος και ένιωσα ξαφνικά ότι κάποιος πάει να με βάλει σε ένα βωμό.

Φοβηθήκατε ότι υπήρχε ο κίνδυνος να θεωρηθείτε, ας πούμε «καθεστώς»;

Ναι. Αν και κάποτε πρέπει να το αποδεχτείς και αυτό, ότι δηλαδή μετά από κάποια χρόνια δουλειάς γίνεσαι σημείο αναφοράς για τους πιο νέους που έρχονται με τη σειρά τους να καταθέσουν άλλες αισθητικές προτάσεις. Κι αυτό είναι γόνιμο και θεμιτό.

Υπάρχει χώρος για ένα καλλιτεχνικό και πιο «ασυμβίβαστο» ελληνικό σινεμά;

Αρχίζουν να γίνονται πολύ ωραία πράγματα τα τελευταία δύο-τρία χρόνια και νομίζω ότι θα γίνουν κι άλλα, είμαι αισιόδοξος. Το απαιτούν και οι συνθήκες στη χώρα μας. Η μεγάλη δυσκολία φυσικά είναι η έλλειψη χρηματοδότησης, ένα αντικειμενικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν τα νέα παιδιά. Όσο φθηνά και να εργαστείς με καινούργιες τεχνολογίες, ο κινηματογράφος παραμένει μια τέχνη με υψηλό κόστος. Είναι μια συλλογική δουλειά, πρέπει να πληρωθούν κάποιοι άνθρωποι, δεν είσαι μόνος σου. Όμως θα ήταν μια αμετροέπεια να ζητήσουμε αυτή τη στιγμή από το κράτος πιο πολλά λεφτά για τον δικό μας χώρο, τη στιγμή που μαστίζεται όλη η χώρα από την κρίση και υπάρχουν οικογένειες με τρομερές οικονομικές δυσκολίες.

Πώς βιώνετε την κρίση και την απειλή της χρεοκοπίας ως πολίτης και καλλιτέχνης;

Η κρίση, για όποιον ήθελε να δει, ήταν το «χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου». Νομίζω ότι ήταν κάτι που το γνώριζαν οι σοβαροί οικονομολόγοι και σχολιαστές, τόσο στη χώρα μας όσο και στο εξωτερικό. Όμως κατάφεραν και το απέκρυψαν. Η ίδια η κοινωνία αγνοούσε το τεράστιο βάρος του χρέους που συσσωρευόταν για τις μελλοντικές γενιές. Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα. Και το δημιουργήσαμε όλοι, κράτος, πολίτες, φορείς, κόμματα. Ζούμε σε μια χώρα η οποία δυστυχώς δεν παράγει πλέον, έχει γίνει παρασιτική. Και καταδικάσαμε τα νέα παιδιά σε μια παρασιτική ύπαρξη ή επιβίωση. Και κατά τη γνώμη μου, αυτό είναι το χειρότερο.

Πληροφορίες: Η ταινία του Κωνσταντίνου Γιάνναρη «Man at sea» θα προβληθεί στις 10 Νοεμβρίου, στο πλαίσιο του 52ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, στο Ολύμπιον, ώρα έναρξης: 20:45. Στην ταινία πρωταγωνιστούν οι : Αντώνης Καρυστινός, Θεοδώρα Τζήμου, Νίκος Τσουράκης, Στάθης Παπαδόπουλος, Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Κωνσταντίνος Σειραδάκης, Θανάσης Ταταύλαλης, Ματίνα Μαυραγάνη, Chalin Ali Zada, Rahim Rahimi, Reza Ahmadin.

ΜΑΝΙΑ ΣΤΑΪΚΟΥ