Η «Jessica Jones» οδηγεί τη Marvel στην ενηλικίωση

jessica-jones
ΔΕΥΤΕΡΑ, 23 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2015

Περάσαμε ένα Σαββατοκύριακο βλέποντας τη νέα σειρά της Marvel και αυτά είναι τα συμπεράσματά μας.

Η Marvel έχει αναρριχηθεί στην κορυφή και διαθέτει την ευχέρεια να προγραμματίζει τις κινήσεις της σε βάθος ετών, δίχως το παραμικρό άγχος για το πόσα εκατομμύρια θα μαζέψουν στο μποξ όφις. Γιατί αυτή τη στιγμή το κινηματογραφικό σύμπαν της Marvel έχει τη δύναμη να αναδεικνύει χαρακτήρες από κόμικ που βρίσκονται στο τελευταίο ράφι, χωρίς να χρειάζεται κανέναν Iron Man, Hulk ή Spider-Man για να πετύχει τους σκοπούς της. Κάπως έτσι λοιπόν φτάσαμε στο σημείο να βλέπουμε μια σειρά με πρωταγωνίστρια κάποια Jessica Jones, ηρωίδα που σίγουρα δε γνωρίζει πολύς κόσμος και κάποτε ούτε κατά διάνοια δε θα φανταζόμασταν ότι θα δούμε, πόσο μάλλον σε δικό της σόου.

Το «Jessica Jones» ήρθε στην πλατφόρμα του Netflix, η οποία πριν από μερικούς μήνες εγκαινίασε επιτυχώς τη συνεργασία της με τη Marvel με το «Daredevil». Αυτό σημαίνει ότι και τα 13 επεισόδια της πρώτης σεζόν υπάρχουν ήδη εκεί έξω και είναι στην ευχέρεια του καθενός να τα δει όποτε θέλει (αν και πολύ θα θέλαμε να βρούμε κάποιον που προσπάθησε να μην τα δει μονομιάς). Και υπάρχει μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στο σινεμά και την τηλεόραση της Marvel. Πλέον στη μεγάλη οθόνη έχει ανακαλύψει μια φόρμουλα την οποία δεν αλλάζει και όσους νέους ήρωες συστήνει, τους τοποθετεί σε αυτή χωρίς κάποιες ουσιαστικές αλλαγές που να αφορούν τις ιδιαιτερότητές τους. Στη μικρή οθόνη από την άλλη, υπάρχει ο χώρος και ο χρόνος για εξερεύνηση εις βάθος και κάθε σειρά χτίζεται από την αρχή με βάση τα χαρακτηριστικά του πρωταγωνιστή. Καθόλου αμελητέο.

Αν εξαιρέσουμε το μέτριο «Agents of SHIELD» (που ακόμη κι αυτό βρήκε τα πατήματά του μετά την πρώτη σεζόν), το τηλεοπτικό σύμπαν της Marvel είναι ανοιχτό στη διαφορετικότητα του κάθε ήρωα. Το «Agent Carter» έχει ατμόσφαιρα κλασικού Χόλιγουντ και αγγίζει ζητήματα σεξισμού στην Αμερική του 1940, ενώ στο πρόσωπο της Χέιλι Άτγουελ βρήκε μια φανταστική πρωταγωνίστρια που ξεφεύγει κατά πολύ από ό,τι έχουμε συνηθίσει στο είδος. Το «Daredevil» ήταν αρκετά ποιητικό και είχε σκηνές μάχης βγαλμένες από την αρμονία του ασιατικού σινεμά και παράλληλα ανέπτυξε έναν villain που σου δημιουργεί αληθινή αίσθηση κινδύνου, με τα κίνητρά του να είναι απολύτως κατανοητά. Το «Jessica Jones» συνεχίζει αυτή την παράδοση, αντλώντας στοιχεία από την ηρωίδα για να φτιάξει ένα νέο-νουάρ με κινηματογραφική αισθητική, μέσα από το οποίο πραγματοποιείται η ενηλικίωση της Marvel.

Η Jessica Jones έχει υπεράνθρωπη δύναμη και τη δυνατότητα να πετάει, όμως μην περιμένετε να τη δείτε να φοράει μια κάπα και να σώζει την πόλη. Μάλλον θα προτιμούσε να μη διαθέτει τις ικανότητές της, αφού είτε τις κρύβει είτε τις χρησιμοποιεί κατά τη διάρκεια ξεσπασμάτων της. Διαθέτει ένα σκοτεινό παρελθόν, το οποίο οφείλεται κυρίως στον Kilgrave, έναν σούπερ κακό που έχει τη δύναμη να ελέγχει το μυαλό όσων βρίσκονται γύρω του. Η σχέση της Jessica Jones μαζί του καλύπτεται από ένα πέπλο μυστηρίου και όσο προχωρά η σεζόν και φανερώνεται το παζλ από το παρελθόν που μοιράστηκαν, τόσο η σειρά βαδίζει σε μονοπάτια που δεν έχει δοκιμάσει άλλη φορά η Marvel. Το «Jessica Jones» αγγίζει ευαίσθητα και σοβαρά ζητήματα όπως ο βιασμός και τη διαταραχή μετατραυματικού στρες και χειρίζεται όλο αυτό το βάρος με ωριμότητα φεστιβαλικού σινεμά.

Πριν  από όλα αυτά όμως, γνωρίζουμε την Jessica Jones ως ντετέκτιβ στη Νέα Υόρκη, αναζητώντας άλλα άτομα με υπερφυσικές ικανότητες ώστε να μοιραστεί το βάρος που νιώθει. Ένα τέτοιο άτομο είναι ο Luke Cage, τον οποίο θα δούμε σε δική του σειρά το 2016, επίσης στην πλατφόρμα του Netflix. Οι δυνάμεις του είναι κυρίως αμυντικές, αφού διαθέτει αδιαπέραστο δέρμα και ευχόμαστε καλή τύχη σε όποιον θελήσει να τον βλάψει. Οι δύο τους έρχονται κοντά και το ταίριασμά τους έχει ενδιαφέρον σε πολλά επίπεδα. Καταρχάς ο Luke Cage είναι μαύρος και η Jessica Jones λευκή και όσο κι αν οι διαφυλετικές σχέσεις δε θα έπρεπε να θεωρούνται για κανένα λόγο ταμπού εν έτει 2015, δεν είναι κάτι που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε σε mainstream προϊόντα σαν αυτά που παράγει η Marvel. Η Jessica Jones είναι μια νέα γυναίκα με όρεξη για σεξ και αυτό είναι κάτι εντελώς φυσιολογικό. Οι πολλές σκηνές σεξ που μοιράζονται σίγουρα δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο στην τηλεόραση, αλλά είναι μια πρωτοπορία στα πλαίσια της Marvel. Μέχρι τώρα στις ταινίες της κάποιος θα πίστευε ότι είναι πιο πιθανό τα παιδιά να έρχονται με κάποιο μετεωρίτη από κάποιο μακρινό γαλαξία παρά να συλλαμβάνονται μέσω του σεξ, οπότε αυτή η προσέγγιση του «Jessica Jones» είναι μόνο ευπρόσδεκτη. Έπειτα, μια αξιοσημείωτη επισήμανση είναι πως οι δυνάμεις της Jessica Jones είναι καθαρά επιθετικές και αυτές του Luke Cage περισσότερο αμυντικές. Οι ρόλοι στη σχέση τους αλλάζουν και πολλά απολιθωμένα στερεότυπα καταρρίπτονται.

Τη δημιουργία της σειράς ανέλαβε η Μελίσα Ρόζενμπεργκ, γνωστή για τη δουλειά της στο σενάριο όλων των κινηματογραφικών «Twilight» και στο τηλεοπτικό «Dexter» για την τριετία 2006-2009. Το «Jessica Jones» διαθέτει την απαραίτητη γυναικεία ματιά και είναι ό,τι πιο προσωπικό και ενδιαφέρον έχει κάνει έως τώρα. Και το γεγονός ότι η Marvel δίνει αυτή την ευκαιρία, έστω και αν μιλάμε για την τηλεόραση, είναι ένα σημαντικό βήμα μπροστά.

Ο κυριότερος λόγος που το «Jessica Jones» λειτουργεί τόσο καλά είναι η παρουσία της Κρίστεν Ρίτερ στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Την Ρίτερ τη γνωρίσαμε από το πέρασμά της στο «Breaking Bad» και τη λατρέψαμε στο αδικοχαμένο «Don’t Trust the B---- in Apartment 23». Ξέρει ότι τέτοιες ευκαιρίες δε βρίσκονται κάθε μέρα και όσο εύστοχο είναι το κάστινγκ, άλλο τόσο η ίδια γίνεται η Jessica Jones και δεν μπορείς να φανταστείς καμία άλλη ηθοποιό που θα μπορούσε να αποδώσει καλύτερα όλες τις πτυχές του χαρακτήρα της. Ηλεκτρίζει την οθόνη με την ερμηνεία της.

Πολύ σημαντικό σε αυτές τις περιπτώσεις είναι βέβαια και το αντίπαλο δέος και όπως στο «Daredevil», η ανάπτυξη του κακού είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι της σειράς. Ας ξεκινήσουμε λέγοντας ότι στον Kilgrave βρήκε τον ιδανικό villain για να ταιριάξει άψογα με το περιβάλλον. Η δύναμή του δεν είναι σωματική αλλά προέρχεται από παιχνίδια μυαλού και για αυτό χρειάζεται χρόνο για να τον συνηθίσεις, όταν όμως συνειδητοποιήσεις τι είναι ικανός να κάνει στην πορεία, γίνεται πραγματικά τρομακτικός. Ο Ντέιβιντ Τέναντ είναι άψογη επιλογή για το ρόλο. Έχουμε συνηθίσει τον Σκωτσέζο να υποδύεται αγαπητούς χαρακτήρες με αποκορύφωμα τον Doctor Who, μετά από κάποια επεισόδια στο «Jessica Jones» δε χρειάζεται και πολύ προσπάθεια πάντως για να τον φοβηθείς και να τον αντιπαθήσεις και για αυτό αποδίδονται όλα τα εύσημα στη βρετανική προφορά του. Αν βρείτε έναν τόσο ολοκληρωμένο villain στο σινεμά της Marvel να μας το πείτε και εμάς.

Όσοι αποφάσισαν να μείνουν μέσα και να δουν όλα τα επεισόδια της πρώτης σεζόν του «Jessica Jones» το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε, ξέρουν ήδη πως παρά το σοκαριστικά σκοτεινό σερί των τελευταίων επεισοδίων πέρασαν καλά και δεν το μετάνιωσαν καθόλου. Όσοι βρίσκεστε ακόμη κάπου στη διαδρομή ή δεν έχετε ενδώσει ακόμη, περιμένετε να δείτε ό,τι πιο «ανήσυχο» έχει παραδώσει το σύμπαν της Marvel, το οποίο θα αγαπήσετε με ένα διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι θα περιμένατε. Το μόνο που ελπίζουμε είναι να δούμε κάποια στιγμή τέτοια καλλιτεχνική ελευθερία και στο τμήμα της Marvel στο σινεμά, αλλά εκεί περιμένουμε ακόμη γυναίκα πρωταγωνίστρια οπότε προς το παρόν θα πρέπει να ζήσουμε με την τελειότητα της γωνιάς που δημιούργησε η Marvel στο Netflix. Και τα περνάμε φανταστικά εκεί.

Γιάννης Μόσχος

[email protected]