Who is who: Τίλντα Σουίντον

who-is-who-tilnta-souinton

ΤΕΤΑΡΤΗ, 23 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2011

Μια από τις πιο ασυνήθιστες φυσιογνωμίες στον κόσμο της υποκριτικής, η Τίλντα Σουίντον εκτός από Όσκαρ στην κατοχή της, έχει και τον θαυμασμό του κινηματογραφόφιλου κοινού, αλλά και του καλλιτεχνικού κόσμου, τόσο για το ταλέντο της, όσο και για το ξεχωριστό της στυλ.

Η Βρετανίδα ηθοποιός με το περίεργο όνομα (Κάθριν Ματίλντα «Τίλντα» Σουίντον) γεννήθηκε στις 5 Νοεμβρίου του 1960 στο Λονδίνο, σε μια πατριαρχική, στρατιωτική οικογένεια. Ο πατέρας της Τζον Σουίντον, ηλικίας 86 ετών σήμερα, ήταν στρατηγός με διάφορους τιμητικούς τίτλους (σερ, OBE, DL κ.ά.) από τη Σκωτία, ενώ η μητέρα της, Τζούντιθ Μπάλφουρ, γεννήθηκε στην Αυστραλία. Στρατιωτικός και πολιτικός ήταν και ο προπάππος της, ενώ ο προ-προπάππος της ήταν ο Σκωτσέζος βοτανολόγος Τζον Χάτον Μπάλφουρ.

Πήγε εσώκλειστη σε αγγλικό και σκωτσέζικο σχολείο -σε ένα μάλιστα (the West Heath Girls' School) ήταν συμμαθήτρια με την πριγκίπισσα Νταϊάνα- ενώ μετά το σχολείο σπούδασε κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, απ’ όπου πήρε πτυχίο το 1983, ενώ κατά τη διάρκεια των φοιτητικών της χρόνων γράφτηκε στο κομμουνιστικό κόμμα της Μεγάλης Βρετανίας.

Εκτός, όμως, από την πολιτική, το ενδιαφέρον της κέντριζε και η υποκριτική, αφού λάμβανε μέρος σε διάφορες παραστάσεις, ενώ για μια σεζόν εργάστηκε και στην Royal Shakespeare Company. Ο επαναστατικός της χαρακτήρας πάνω στην τέχνη, όμως, και η προτίμησή της πάνω στο περίεργο και το ασυνήθιστο, την έκανε να εγκαταλείψει την RSC μετά από ένα χρόνο και να κυνηγήσει διαφορετικούς ρόλους, όπως τον… Μότσαρτ στο «Mozart and Salieri» του Αλέξανδρου Πούσκιν.

Η τέχνη αυτή έμπαινε ολοένα και πιο βαθιά στην καρδιά της και μονοπώλησε σιγά-σιγά το ενδιαφέρον της. Το 1986 έκανε και το ντεμπούτο της στον κινηματογράφο με τη βιογραφική ταινία «Caravaggio» του Ντέρεκ Τζάρμαν για τη ζωή του μεγάλου ζωγράφου και συνέχισε με την τηλεοπτική σειρά «Zastrocci: a romance» και με διάφορες κινηματογραφικές παραγωγές που δεν ήταν ακόμη αρκετές για να εξαπλώσουν τη φήμη της – ανάμεσά τους και κάποιες γερμανικές παραγωγές.

Το 1989 βρίσκεται ξανά στα χέρια του Ντέρεκ Τζάρμαν στην πολεμική δραματική ταινία «War requiem», όπου υποδύεται μια νοσοκόμα και βρίσκεται πλάι σε έναν μεγάλο ηθοποιό, τον Λόρενς Ολίβιε. Κι από νοσοκόμα μεταμφιέζεται σε κομμώτρια για το «Play me something», ενώ αμέσως μετά, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Τζάρμαν ξανά, υποδύεται την παναγία στο «The garden», ένα φιλμ για την ομοφυλοφιλία και τη χριστιανοσύνη, το οποίο σκηνοθέτησε ο Τζάρμαν ενώ νοσούσε από Aids.

Έχοντας ήδη κάποια χρόνια δουλειάς στην πλάτη της, η Σουίντον κερδίζει το πρώτο της βραβείο από το φεστιβάλ κινηματογράφου της Βενετίας για την ερμηνεία της ως σύζυγος του βασιλιά στο «Edward II» και πάλι του Τζάρμαν για τον βασιλιά Εδουάρδο β’, φανερώνοντας ξεκάθαρα με τις μέχρι στιγμής δουλειές της ότι ενδιαφέρεται να κάνει τέχνη κι όχι απλά να γίνει διάσημη.

Βραβεία κερδίζει, όμως και το 1992 με το υποψήφιο για 2 Όσκαρ «Orlando» της Σάλι Πότερ, πάνω στο μυθιστόρημα της Βιρτζίνια Γουλφ. Συγκεκριμένα, κερδίζει βραβείο David di Donatello καλύτερης ξένης ηθοποιού, βραβείο καλύτερης ηθοποιού από το διεθνές φεστιβάλ κινηματογράφου του Σιάτλ, ενώ βραβεύεται και από το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για το ταλέντο της, ερμηνεύοντας έναν ανδρόγυνο ευγενή, ο οποίος μεταμορφώνεται σε γυναίκα. Εκτός, όμως, από τα βραβεία, το «Orlando» θα δώσει και αρκετή ώθηση στην καριέρα της, κάνοντας το όνομά της γνωστό και αποδεκτό σε ευρύτερο επίπεδο.

Το 1993, ο Τζάρμαν τη σκηνοθετεί για τελευταία φορά -αφού το 1994 αφήνει την τελευταία του πνοή- στο «Wittgenstein», το οποίο βασίστηκε στη ζωή του φιλόσοφου Λούντβιχ Βιτγκενστάιν. Στον Τζάρμαν η Σουίντον χρωστάει το χαρακτηριστικό καλλιτεχνικό στυλ που υιοθέτησε στα πρώτα χρόνια της καριέρας της μέσα από τις συνεργασίες τους, αυτό που άλλωστε την κατέστησε κατά μία έννοια μούσα του.

Άλλες καλλιτεχνικές ανησυχίες

Το 1995, η Σουίντον μαζί με την παραγωγό και καλή της φίλη Τζοάνα Σκάνλαν ετοιμάζει μια καλλιτεχνική εγκατάσταση στη γκαλερί Serpentine του Λονδίνου, όπου η ίδια φανερωνόταν για μία εβδομάδα στην οθόνη σε κατάσταση ύπνου, μέσα σε ένα γυάλινο κουτί, σαν ένα έργο τέχνης. Η εγκατάσταση επαναλήφθηκε και την επόμενη χρονιά με τίτλο «The maybe» στο μουσείο Barracco στη Ρώμη.

Ακόμη, έχει συνεργαστεί με τους σχεδιαστές μόδας Viktor and Rolf, οι οποίοι στο «One woman show» του 2003 έκαναν όλα τα μοντέλα να μοιάζουν σαν κλώνοι της Σουίντον με την ίδια να απαγγέλει ένα δικό της ποίημα, ενώ εμφανίζεται και στο βίντεο κλιπ του κομματιού «The box» των Βρετανών Orbital.

Το 2005 στο Meltdown Festival του Λονδίνου, βρέθηκε πάνω στη σκηνή μαζί με τη διάσημη τραγουδίστρια Πάτι Σμιθ, διαβάζοντας αποσπάσματα από Σούζαν Σόνταγκ, Μπρεχτ, Ουίλιαμ Μπλέικ κ.ά.

Συνέχεια στον κινηματογράφο

Το 1996 η Σουίντον πρωταγωνιστεί ως νέα και επιτυχημένη δικηγόρος που, όμως, παλεύει με τη σεξουαλικότητά της και την αποδοχή της από τον ίδιο της τον εαυτό στη δραματική ταινία «Female perversions» της Σούζαν Στρέιτφελντ, ενώ δύο χρόνια αργότερα βρίσκεται στο πλευρό του Ντάνιελ Κρεγκ, για τις ανάγκες της βιογραφικής ταινίας «Love is the devil: study for a portrait of Francis Bacon» του Τζον Μέιμπουρι, για τη ζωή του Βρετανού ζωγράφου Φράνσις Μπέικον. Στα γυρίσματα της ταινίας η Σουίντον ήταν έγκυος σε… δίδυμα κι έτσι τα πλάνα επικεντρώνονται κυρίως στο πάνω μέρος του σώματός της, προσπαθώντας να μην φανεί το μέγεθος της… κοιλιάς της.

Η δραματική ταινία «War zone» του Τιμ Ροθ της χαρίζει το ρόλο της… μαμάς σε μια μάλλον δυσλειτουργική και προβληματική οικογένεια, ενώ η δεκαετία κλείνει με το θρίλερ ιταλικής παραγωγής, «The protagonists». Τα επόμενα χρόνια η Σουίντον αρχίζει να «φλερτάρει» περισσότερο με πιο εμπορικές επιλογές και ταινίες, χωρίς βέβαια να ξεχνά την άκρως καλλιτεχνική της υπόσταση.

Νέα δεκαετία, νέες επιλογές

Το 2000, η Σουίντον δοκιμάζει κάτι διαφορετικό –και πιο εμπορικό- για τα δεδομένα της κι εμφανίζεται στο καστ της περιπέτειας «Η παραλία» του Ντάνι Μπόιλ, με τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η ταινία μπορεί να μην αγκαλιάστηκε από τους κριτικούς –μάλλον το αντίθετο- αλλά σημείωσε επιτυχία στο box office συγκεντρώνοντας 144 εκατομμύρια δολάρια και η Σουίντον βρίσκεται για πρώτη φορά συμμέτοχη σε μια κινηματογραφική εμπορική επιτυχία.

Ένα χρόνο μετά βρίσκεται για πρώτη φορά υποψήφια για Χρυσή Σφαίρα –μεταξύ άλλων- και κερδίζει το βραβείο καλύτερης ηθοποιού από την Boston Society of film critics, αλλά και την Las Vegas film critics Society, για το ρόλο της στη δραματική ταινία μυστηρίου «Σε βαθιά νερά», όπου προσπαθεί να συγκαλύψει το γιο της που βρίσκεται μπλεγμένος σε υπόθεση δολοφονίας.

Το ριμέικ του «Abres los ojos» του Αλεχάντρο Αμενάμπαρ, μετονομάζεται σε «Vanilla sky» και κυκλοφορεί το 2001 με πρωταγωνιστές τον Τομ Κρουζ, την Πενέλοπε Κρουζ και την Κάμερον Ντίαζ, όπου η Τίλντα έχει ένα μικρό ρόλο και την αμέσως επόμενη χρονιά σκηνοθετείται από τον Σπάικ Τζόουνς, πάνω σε σενάριο του Τσάρλι Κάουφμαν, στο «Adaptation.», στο πλευρό του Νίκολας Κέιτζ και της Μέριλ Στριπ.

Το 2003, η δραματική ταινία «Young Adam» του Ντέιβιντ Μακ Κένζι της χαρίζει το πρώτο της βραβείο BAFTA καλύτερης ηθοποιού σε σκωτσέζικο φιλμ, ενώ λίγο αργότερα βρίσκεται ανάμεσα σε 2 μεγάλους ηθοποιούς, τον Μάικλ Κέιν και τον Άλαν Μπέιτς, στο «The statement».

Στο πλευρό του Κιάνου Ριβς και της Ρέιτσελ Βάις βρίσκεται το 2005 στο θρίλερ «Constantine» στο ρόλο του… αρχάγγελου Γαβριήλ, με την ερμαφρόδιτη φύση να κυριαρχεί για άλλη μια φορά στο ρόλο της, ενώ την ίδια χρονιά περνάει και από τα χέρια του Τζιμ Τζάρμους με ένα σύντομο ρόλο στα «Τσακισμένα λουλούδια», με τον Μπιλ Μάρεϊ στον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Την ίδια χρονιά μεταμορφώνεται στην κακιά λευκή μάγισσα που έχει επιβάλει τον συνεχή χειμώνα στην περιπέτεια φαντασίας, βασισμένη πάνω στο μυθιστόρημα για παιδιά του Κλάιβ Στέιπλς Λιούις, «Το χρονικό της Νάρνια: Το λιοντάρι, η μάγισσα και η ντουλάπα», σκηνοθεσίας Άντριου Άνταμσον. Η ταινία κερδίζει Όσκαρ καλύτερου μακιγιάζ, κάνει τεράστια επιτυχία στο box office με εισπράξεις που ξεπερνούν τα 740 εκατομμύρια δολάρια και η Σουίντον, πιο… ωχρή από ποτέ, βρίσκεται υποψήφια για βραβείο Saturn. Η επιτυχία της ταινίας οδηγεί στο σίκουελ «Το χρονικό της Νάρνια: πρίγκιπας Κάσπιαν» το 2008 και το 2010 στο «Το χρονικό της Νάρνια: ο ταξιδιώτης της αυγής», όπου η Σουίντον κάνει σύντομες εμφανίσεις.

Η μεγάλη αναγνώριση στην καριέρα της, όμως, θα έρθει το 2007, με την ερμηνεία της στη δραματική ταινία «Michael Clayton» του Τόνι Γκίλροϊ, σε ρόλο νομικής συμβούλου, στο πλευρό του Τζορτζ Κλούνεϊ. Η ταινία, μπορεί να μην «σπάει» τα ταμεία – αν και σημειώνει κέρδη- αλλά οι κριτικές είναι εγκωμιαστικές και η Σουίντον κερδίζει βράβευση από την Ακαδημία με το Όσκαρ β’ ρόλου να φτάνει στα χέρια της, όπως και το βραβείο BAFTA , ενώ μία από τις υποψηφιότητές της είναι και αυτή της Χρυσής Σφαίρας.

Το 2008 βρίσκεται υποψήφια για βραβείο César για την ερμηνεία της στο δραματικό θρίλερ «Julia», ενώ λίγο αργότερα εμφανίζεται στην κωμωδία «Καυτό απόρρητο» των Ίθαν και Τζόελ Κοέν, σε ένα μικρότερο ρόλο, μαζί με τον Τζορτζ Κλούνεϊ και πάλι, τον Μπραντ Πιτ, τον Τζον Μάλκοβιτς και τη Φράνσις Μακ Ντόρμαντ, όπου βρίσκεται και πάλι υποψήφια για βραβείο BAFTA.

Τον Μπραντ Πιτ συναντά και στην επόμενή της ταινία «Η απίστευτη ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάτον» του Ντέιβιντ Φίντσερ, όπου ο Μπραντ Πιτ μεγαλώνει… μικραίνοντας και η Σουίντον κερδίζει άλλο ένα βραβείο Saturn, ενώ βραβεύεται και από τον κύκλο κριτικών κινηματογράφου του Λονδίνου.

Το 2009 σκηνοθετείται από τον Τζιμ Τζάρμους ξανά στο δράμα μυστηρίου «The limits of control» και μέσα στην ίδια χρονιά τη συναντάμε και στην ιταλική παραγωγή «Io sono l’ amore» με το συνδικάτο ιταλών δημοσιογράφων κινηματογράφου να τη βραβεύει με την ευρωπαϊκή ασημένια κορδέλα.

Στην τελευταία της ταινία «Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κέβιν» της Βρετανίδας Λιν Ράμσι, η Σουίντον δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας, καθώς υποδύεται την τραγική μητέρα ενός μαθητή που δολοφονεί τους συμμαθητές του. Η ταινία βασίζεται στο ομώνυμο μπεστ-σέλερ της Λάιονελ Σρίβερ και στην πρεμιέρα της στις Κάννες εγκωμιάστηκε από τους κριτικούς, ενώ προβάλλεται ήδη στις αίθουσες στη χώρα μας.

Ξεχωριστή και στην προσωπική της ζωή

Μια τέτοια γυναίκα και καλλιτέχνιδα, όπως είναι φυσικό, δεν θα μπορούσε να ζει μια απόλυτα συμβατική ζωή. Έχοντας κάνει δίδυμα, -γιο και κόρη, που σήμερα είναι 14 ετών- με τον πρώην άντρα της, το ζωγράφο Τζον Μπερν, εξακολουθεί σήμερα να μένει σε γειτονικό σπίτι δίπλα του στη Σκωτία, μαζί με τον τωρινό της σύντροφο, επίσης ζωγράφο, Σάντρο Κοπ. Μάλιστα ο αρκετά νεότερος σύντροφός της έχει και τις… ευλογίες του πρώην άντρα της.

Ενδεικτική φιλμογραφία: «Caravaggio» (1986), «Egomania – Insel ohne Hoffnung» (1986), «Friendship’s death» (1987), «Aria» (1987), «Degrees of blindness» (1988), «Das andere ende der welt» (1988), «The last of England» (1988), «War requiem» (1989), «Play me something» (1989), «The garden» (1990), «Edward II» (1991), «The party: nature morte» (1991), «Orlando» (1992), «Wittgenstein» (1993), «Remembrance of things fast: true stories visual lies» (1994), «Female perversions» (1996), «Conceiving Ada» (1997), «Love is the devil: study for a portrait of Francis Bacon» (1998), «The war zone» (1999), «The protagonists» (1999), «The beach» (2000), «Possible worlds» (2000), «The deep end» (2001), «Vanilla sky» (2001), «Teknolust» (2002), «Adaptation.» (2002), «Young Adam» (2003), «The statement» (2003), «Thumbsucker» (2005), «Constantine» (2005), «Broken flowers» (2005), «The chronicles of Narnia: the lion, the witch and the wardrobe» (2005), «Stephanie Daley» (2006), «A Londoni férfi» (2007), «Michael Clayton» (2007), «Julia» (2008), The chronicles of Narnia: Prince Caspian» (2008), «Burn after reading» (2008), «The curious case of Benjamin Button» (2008), «The limits of control» (2009), «Io sono l’ amore» (2009), «The chronicles of Narnia: the voyage of the dawn treader» (2010), «We need to talk about Kevin» (2011).