Who is who: Ρέιτσελ Βάις
Από περιπέτειες και θρίλερ μέχρι κοινωνικές και δραματικές ταινίες, η Ρέιτσελ Βάις έχει δοκιμάσει την τύχη της σε διάφορα κινηματογραφικά είδη κι έχει βγει κερδισμένη, με ένα Όσκαρ στην κατοχή της και την αποδοχή των κριτικών και του κοινού.
Η Ρέτσειλ Χάνα Βάις γεννήθηκε στο Ουέστμινστερ του Λονδίνου στις 7 Μαρτίου του 1970, μεγάλωσε, όμως, στο Χάμπστεντ, από μητέρα Αυστριακή, την Έντιθ Ρουθ, δασκάλα και ψυχοθεραπεύτρια και πατέρα Ούγγρο, τον Τζορτζ Βάις, ο οποίος ήταν μηχανικός και εφευρέτης εβραϊκής καταγωγής. Και οι δύο γονείς της βρήκαν καταφύγιο στην Αγγλία κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος και του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, ενώ έχει ακόμη μια αδερφή, η οποία σήμερα είναι φωτογράφος.
Ο λόγος που και τα δύο κορίτσια ασχολήθηκαν με τις τέχνες ίσως είναι ότι και οι γονείς τους αγαπούσαν κι εκτιμούσαν την Τέχνη και πάντα προσπαθούσαν να τις καλλιεργήσουν σε αυτόν τον τομέα. Όταν χώρισαν, η Βάις άλλαξε σχολεία κι ενώ όπως υποστηρίζει η ίδια, δεν ήταν πολύ καλή μαθήτρια, στα 16 της ένας καθηγητής φιλολογίας την ενέπνευσε να γίνει πιο μελετηρή.
Πριν να γίνει αυτό, όμως, είχε ήδη ξεκινήσει να ασχολείται με το μόντελιγνκ από την ηλικία των 14, ενώ σε αυτή κι όλας τη νεαρή ηλικία, της έγινε πρόταση να πρωταγωνιστήσει στη δραματική πολεμική ταινία «Βασιλιάς Δαβίδ» του Μπρους Μπέρεσφορντ, στο πλευρό του Ρίτσαρντ Γκιρ, την οποία και απέρριψε, προκαλώντας έκπληξη στους ανθρώπους του χώρου.
Μετά το σχολείο φοίτησε στο Κέμπριτζ και κατά τη διάρκεια των ακαδημαϊκών της σπουδών άρχισε τις πρώτες της επαφές με την υποκριτική, λαμβάνοντας μέρος σε διάφορες φοιτητικές παραστάσεις, ενώ ίδρυσε και ομάδα δραματικής τέχνης, τους Cambridge Talking Tongues, οι οποίοι συνέχισαν μέχρι το 1993 και κέρδισαν βραβείο Student Drama από τη Guardian, στο πλαίσιο του Fringe Festival του Εδιμβούργου.
Η Ρέιτσελ Βάις συνέχισε στο θέατρο κερδίζοντας μάλιστα υποψηφιότητα σαν την πιο πολλά υποσχόμενη νέα ηθοποιό από τον Κύκλο Κριτικών του Λονδίνου, ενώ το 1992 έκανε το ξεκίνημά της στη μικρή οθόνη, με την τηλεταινία «Advocates II».
Για τα επόμενα δύο χρόνια οι δουλειές της περιορίστηκαν στην τηλεόραση με διάφορες τηλεοπτικές σειρές και τηλεταινίες, ενώ το 1994 κάνει το ντεμπούτο της στον κινηματογράφο, με έναν πολύ μικρό ρόλο στο επιστημονικής φαντασίας «Death machine» του Στίβεν Νόρινγκτον.
Το 1996 σκηνοθετείται από τον Ιταλό σκηνοθέτη Μπερνάρντο Μπερτολούτσι στο «Stealing beauty» με τη Λιβ Τάιλερ και τον Τζέρεμι Άιρονς, ενώ την ίδια χρονιά καταφτάνει και ο ρόλος που τη βάζει μέσα στα πράγματα…
Οι… αλυσιδωτές αντιδράσεις της καριέρας της
Μέσα στο 1996, η Ρέιτσελ Βάις βγαίνει στη μεγάλη οθόνη ως… η φυσικός δρ. Λίλι Σινκλέρ, η οποία καταδιώκεται για τη δολοφονία του επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας στην οποία εργάζεται, στην περιπέτεια «Αλυσιδωτή αντίδραση» του Άντριου Ντέιβις, μαζί με τον Κιάνου Ριβς και τον Μόργκαν Φρίμαν. Η ταινία αυτή είναι η πρώτη που κάνει γνωστή τη Ρέιτσελ Βάις στο ευρύ κοινό, η οποία παρά τις αρκετές αρνητικές κριτικές που έλαβε, σημείωσε εμπορική επιτυχία συγκεντρώνοντας 60 εκατομμύρια δολάρια στο box office.
To 1997 γίνεται και πάλι πρωταγωνίστρια στην ταινία «Το δώρο της θάλασσας» του Βρετανού Μπίμπαν Κίρντον, ένα δράμα εποχής βασισμένο στο διήγημα «Amy Foster» του Τζόζεφ Κόνραντ με θέμα τον έρωτα ανάμεσα σε μια Αγγλίδα και έναν ξένο ναυαγό, με τη Βάις να ενσαρκώνει τη Φόστερ, ενώ το 1998 βρίσκεται στο πρωταγωνιστικό τρίο της πολεμικής δραματικής ταινίας «The land girls», μαζί με την Κάθριν Μακ Κόρμακ και την Άννα Φριλ, με background τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Πρωταγωνίστρια είναι και το 1998 στη δραματική ταινία «I want you», μέχρι στιγμής, όμως, η καριέρα της στον κινηματογράφο, δεν της έχει φέρει κάποιο βραβείο ούτε έχει απογειωθεί.
Στα ίχνη μιας… μούμιας
Αν και όπως η ίδια έχει δηλώσει, οι ταινίες τρόμου δεν την εντυπωσιάζουν ιδιαίτερα, παρ’ όλ’ αυτά δεν θεώρησε τη «Μούμια» του Στίβεν Σόμερς στην οποία πρωταγωνίστησε το 1999 ως τέτοια. Η Βάις υποδύεται την Έβελιν Κάρναχαν, μια ταλαντούχα αρχαιολόγο που μαζί με έναν τυχοδιώκτη (Μπρένταν Φρέιζερ) ξυπνούν κατά λάθος μια μούμια, φέρνοντας στα ταμία περισσότερα από 400 εκατομμύρια δολάρια (με ένα budget 80 εκατομμυρίων). Η ταινία βρίσκεται υποψήφια για Όσκαρ καλύτερου ήχου, η Βάις βρίσκεται για πρώτη φορά υποψήφια για βραβείο Saturn και Blockbuster Entertainment και πέρα από τα βραβεία και την αναγνώριση κάνει και δύο καλούς φίλους: τους συμπρωταγωνιστές της Τζον Χάνα και Όντεντ Φερ.
Η επιτυχία της ταινίας οδηγεί και στο σίκουελ «Η μούμια επιστρέφει» το 2001 -με τον Στίβεν Σόμερς και πάλι στα ηνία και τη Βάις υποψήφια για βραβείο Empire- το οποίο ξεπέρασε σε εισπράξεις την πρώτη ταινία, φτάνοντας τα 433 εκατομμύρια δολάρια. Το 2008 βγαίνει και τρίτη ταινία με τίτλο «Η μούμια: η αυτοκρατορία του δράκου» του Ρομπ Κοέν, η Βάις, όμως, δεν συμμετείχε, λόγω διαφωνιών που είχε πάνω στο σενάριο.
Οι επόμενες ταινίες της, οι βραβεύσεις και η προσωπική της ζωή
Μετά τη «Μούμια» το 1999, η Βάις συνεργάζεται με τον Ρέιφ Φάινς πάνω στη δραματική ιστορική ταινία, υποψήφια για 3 Χρυσές Σφαίρες, «Sunshine», για τη ζωή και τη μοίρα μιας εβραϊκής οικογένειας Ούγγρων κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, σκηνοθεσίας Ίστβαν Σάμπο.
Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, η Βάις γνωρίζει τον Αμερικανό σκηνοθέτη Ντάρεν Αρονόφσκι (σκηνοθέτη των ταινιών «Requiem for a dream», «Pi», «Μαύρος κύκνος» κ.ά.), στα παρασκήνια του θεάτρου στο Λονδίνο, όπου η ίδια πρωταγωνιστούσε στην παράσταση «The shape of things». Έγιναν ζευγάρι και την επόμενη χρονιά μετακόμισαν στη Νέα Υόρκη, ενώ το 2005 αρραβωνιάστηκαν και το 2006 απέκτησαν ένα γιο. Ο αρραβώνας τους, όμως, έφτασε στο τέλος του, όταν το 2010 ανακοίνωσαν ότι παραμένουν δυο καλοί φίλοι, αλλά όχι ζευγάρι.
Στο μεταξύ η Βάις χτίζει σταθερά την καριέρα της. Το 2002 βρίσκεται στο ίδιο καστ με τον Χιου Γκραντ στην υποψήφια για Όσκαρ κομεντί «About a boy», ενώ το 2003, η παράσταση «The shape of things» στην οποία γνώρισε τον Αρονόφσκι, μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη σε σκηνοθεσία Νιλ Λα Μπουτ, με θέμα τη φύση της τέχνης, την εξερεύνηση της αγάπης κ.λπ.
Την ίδια χρονιά βρίσκεται στο πλευρό του Πολ Τζιαμάτι, του Ντάστιν Χόφμαν και του Έντουαρντ Μπερνς στο θρίλερ «Confidence» του Τζέιμς Φόλεϊ και μετά το θρίλερ «Runaway jury» με τους Τζον Κιούζακ και Τζιν Χάκμαν και την αποτυχημένη εμπορικά κομεντί «Envy» του Μπάρι Λέβινσον με τον Μπεν Στίλερ και τον Τζακ Μπλακ, το 2005 εμφανίζεται στο πλευρό του Κιάνου Ριβς στην ταινία τρόμου «Constantine» του Φράνσις Λόρενς. Αν και η ταινία πήγε καλά εμπορικά, φτάνοντας τα 230 εκατομμύρια δολάρια στο box office, οι κριτικές ήταν ανάμεικτες. Όσον αφορά, όμως, τη διπλή ερμηνεία της Βάις (η οποία υποδυόταν τις δίδυμες αδερφές Ντόντσον: η μία αστυνομικός που ερευνά την αυτοκτονία της δίδυμης αδερφής της), οι περισσότερες κριτικές υπήρξαν θετικές, αναφέροντας πως προσέθετε κάτι στην ατμόσφαιρα της ταινίας. Κι έτσι το όνομα της Βάις γίνεται ακόμη πιο γνωστό, λίγο πριν τη μεγάλη αναγνώριση.
Μέσα στην ίδια χρονιά, η οποία φαίνεται να είναι και η τυχερή της, η Βάις πρωταγωνιστεί και πάλι στη μεγάλη οθόνη, πλάι στον Ρέιφ Φάινς, στη δραματική ταινία του Φερνάντο Μεϊρέγιες, «Επίμονος κηπουρός». Στην ταινία, η Αγγλίδα ηθοποιός υποδύεται μια ακτιβίστρια παντρεμένη με έναν αξιωματούχο της Βρετανικής πρεσβείας (Ρέιφ Φάινς), η οποία δολοφονείται υπό μυστηριώδεις συνθήκες, με τον άντρα της να προσπαθεί να ξεδιαλύνει το μυστήριο, ανακαλύπτοντας μια θανάσιμη συνωμοσία.
Η ταινία βασίστηκε σε πραγματικό περιστατικό, το θάνατο ενός κοριτσιού στη Νιγηρία που πέθανε από υπερβολική δόση αντιβιοτικών έχοντας αντιμετωπιστεί ως πειραματόζωο και θεωρήθηκε μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς, με την Βάις να βραβεύεται με Όσκαρ β’ γυναικείου ρόλου, Χρυσή Σφαίρα και άλλα βραβεία και την Guardian να αναφέρει ότι ανήκει πλέον στην πρώτη σειρά Βρετανών ηθοποιών.
Η χαρά της διάσημης ηθοποιού τότε ήταν διπλή, αφού βρισκόταν σε εγκυμοσύνη στο πρώτο της παιδί.
Την επόμενη χρονιά σκηνοθετείται από τον τότε σύντροφό της, Ντάρεν Αρονόφσκι στο επιστημονικής φαντασίας δράμα «The fountain», πλάι στον Χιου Τζάκμαν και τον Σον Πάτρικ Τόμας, ενώ το 2007 απαρτίζει μαζί με τη Νόρα Τζόουνς, τον Τζουντ Λο και τη Νάταλι Πόρτμαν, το καστ της ταινίας «Οι νύχτες μου μακριά σου» του Κινέζου Γουόνκ Καρ Γουάι, που προβλήθηκε στο φεστιβάλ Καννών το 2007. Η ταινία αυτή είναι η πρώτη αγγλόφωνη ταινία του εν λόγω σκηνοθέτη και η πρώτη ταινία της τραγουδίστριας Νόρα Τζόουνς.
Στη συνέχεια μεταπηδά στην κομεντί με το «Fred Claus» του Ντέιβιντ Ντόμπκιν με τον Βινς Βον και τον Πολ Τζιαμάτι και το 2008 βρίσκεται στη ρομαντική κομεντί του Άνταμ Μπρουκς «Definitely maybe» μαζί με τον Ράιαν Ρέινολντς και τον Κέβιν Κλάιν, με τις κριτικές να παραμένουν καλές και την ταινία να αγγίζει τα 55 εκατομμύρια στο box office, με ένα budget που έφτανε ως τα 7 εκατομμύρια δολάρια.
Μετά από άλλη μια κομεντί («The brothers bloom»), το 2009 αλλάζει και πάλι ύφος, πρωταγωνιστώντας στην ιστορική ταινία «Agora» του Αλεχάντρο Αμενάμπαρ, για τη φιλόσοφο Υπατία την Αλεξανδρινή, την οποία και υποδύθηκε η Βάις, κερδίζοντας υποψηφιότητα για βραβείο Goya. H ταινία υπήρξε η πιο εμπορική ισπανική ταινία της χρονιάς και δέχτηκε καλές κριτικές, συγκεντρώνοντας, όμως, και αρκετούς πολέμιους που την κατέκριναν για ανακρίβειες και για το ότι προώθησε διάφορα κλισέ αρνητικού περιεχομένου για την καθολική εκκλησία. Η ίδια η Βάις πάντως είχε δηλώσει πανευτυχής που συνεργάστηκε με έναν σκηνοθέτη που θαύμαζε, ενώ ανέφερε ότι δεν γνώριζε την προσωπικότητα που κλήθηκε να ενσαρκώσει, πριν την ταινία.
Στη δραματική «Παραδεισένια οστά» (2009) του Πίτερ Τζάκσον προκαλεί συγκίνηση ως μητέρα της χαμένης κόρης της (Σάοϊρς Ρόναν), σε μια ταινία βασισμένη στο ομώνυμο μπεστ-σέλερ της Άλις Σέμπολντ, ενώ το 2010 συνευρίσκεται με τη Μόνικα Μπελούτσι στην «Επικίνδυνη σιωπή» της Λαρίσα Κοντράκι, σε ρόλο αστυνομικού.
Στα χέρια του Φερνάντο Μεϊρέγιες βρίσκεται ξανά με το «360» πλάι στον Άντονι Χόπκινς και τον Τζουντ Λο, το οποίο θα προβληθεί στη μεγάλη οθόνη το 2012, ενώ η τελευταία της ταινία «Το σπίτι των ονείρων» του Τζιμ Σέρινταν, ένα θρίλερ για μια οικογένεια που χωρίς να το ξέρει, ζει σε ένα σπίτι όπου έχει συμβεί ένα αποτρόπαιο έγκλημα, της χαρίζει μια συνεργασία με τη Ναόμι Γουότς και τον Ντάνιελ Κρεγκ, με τον οποίο μάλιστα παντρεύτηκε το φετινό Ιούνιο σε ένα γάμο με μόνο 4 καλεσμένους, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο γιος της και η κόρη του Κρεγκ.
Σχετικά με τη νέα της ταινία, η ίδια δήλωσε εντυπωσιασμένη από το σενάριο, το οποίο ισορροπούσε επιδέξια μεταξύ του ρομαντισμού, του υπερφυσικού και του τρομακτικού, ενώ της φάνηκε μεγάλη ευκαιρία το να συνεργαστεί με ταλαντούχους ηθοποιούς που την έκαναν να θέλει να συμμετάσχει σε αυτή.
Ενδεικτική φιλμογραφία: «Advocates II» (1992), «Death machine» (1994), «Stealing beauty» (1996), «Chain reaction» (1996), «Going all the way» (1997), «Bent» (1997), «Swept from the sea» (1997), «The land girls» (1998), «I want you» (1998), «The mummy» (1999), «Sunshine» (1999), «This is not an exit: the fictional world of Bret Easton Ellis» (2000), «Beautiful creatures» (2000), «Enemy at the gates» (2001), «The mummy returns» (2001), «About a boy» (2002), «The shape of things» (2003), «Confidence» (2003), «Runaway jury» (2003), «Envy» (2004), «Constantine» (2005), «The constant gardener» (2005), «The fountain» (2006), «My blueberry nights» (2007), «Fred Claus» (2007), «Definitely maybe» (2008), «The brothers bloom» (2008), «Agora» (2009), «The lovely bones» (2009), «The whistleblower» (2010), «Page eight» (2011), «The deep blue sea» (2011), «Dream house» (2011).







