Who is who: Έντουαρντ Νόρτον

who-is-who-entouarnt-norton

ΤΕΤΑΡΤΗ, 14 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2011

Ο ηθοποιός με τα χίλια πρόσωπα, που μπορεί να πείσει το θεατή με την ερμηνεία του ως νέο-ναζί, αλλά και ως μάγος εποχής ή ως σχιζοφρενής, Έντουαρντ Νόρτον, αποδεικνύει σε κάθε του ταινία το υποκριτικό ταλέντο που κρύβεται πίσω από μια «αθώα» φυσιογνωμία…

Στο Μέριλαντ των Ηνωμένων Πολιτειών γεννήθηκε πριν 42 χρόνια ο Έντουαρντ Χάρισον Νόρτον, στις 18 Αυγούστου 1969, όπου και μεγάλωσε μαζί με τα δυο του αδέρφια, τον δικηγόρο πατέρα του, Έντουαρντ Μάουερ Νόρτον και τη μητέρα του Λίντια Ρόμπινσον, καθηγήτρια αγγλικών.

Από την ηλικία των 5 κι όλας είχε αρχίσει να δίνει δείγματα ενός μικρού καλλιτέχνη, ενώ στα 8 είχε ήδη ξεκινήσει να λαμβάνει μέρος σε σχολικές παραστάσεις και να τρώει ώρες με την υπεύθυνη δραματικής τέχνης καθηγήτρια, καθώς φοιτούσε σε θεατρικά σχολεία. Στα 15 του, μάλιστα, κέρδισε βραβείο υποκριτικής από τη συμμετοχή του σε παραστάσεις κατασκηνώσεων και όταν τέλειωσε το σχολείο, συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Γιέιλ, κάνοντας κωπηλασία και συνεχίζοντας και τις παραστάσεις στο πλαίσιο του Πανεπιστημίου, πλάι στον Πολ Τζιαμάτι και τον Ρον Λίβινγκστον.

Πήρε πτυχίο στις Τέχνες το 1991 και έπειτα εργάστηκε στην Οσάκα της Ιαπωνίας ως σύμβουλος στην εταιρία του παππού του, μαθαίνοντας φυσικά και γιαπωνέζικα, τα οποία μπορεί να εξασκήσει ακόμη και σήμερα.

Επιστρέφοντας στις Ηνωμένες Πολιτείες, επικεντρώθηκε στην υποκριτική και ξεκίνησε ως μέλος της ομάδας Signature players, οι οποίοι ήταν παραγωγοί σε έργα του θεατρικού συγγραφέα και σκηνοθέτη Έντουαρντ Άλμπι. Μετά από κάποιες εμφανίσεις του σε θεατρικές παραστάσεις στο Χόλιγουντ, δεν άργησε να τραβήξει την προσοχή αυτών που έψαχναν έναν νέο ηθοποιό που θα βρισκόταν στο πλευρό του Ρίτσαρντ Γκιρ, σε ένα νέο δικαστικό θρίλερ…

Τα πρώτα βήματα της επιτυχίας

Ο κινηματογράφος δεν αργεί να μπει στη ζωή του Νόρτον, όταν το 1996 επιλέγεται ανάμεσα σε 2000 υποψήφιους για το ρόλο του κατηγορούμενου για φόνο, Άαρον Στάμπλερ, ο οποίος δείχνει να πάσχει από διχασμένη προσωπικότητα και η υπόθεση δυσκολεύει όλο και πιο πολύ τον δικηγόρο του (Ρίτσαρντ Γκιρ), στην ταινία «Φόβος ενστίκτου» σκηνοθεσίας Γκρέγκορι Χόμπλιτ. Το ντεμπούτο του Νόρτον στέφθηκε με επιτυχία, αφού οι κριτικές ήταν θετικές, οι εισπράξεις ξεπέρασαν τα 100 εκατομμύρια και ο νεαρός ηθοποιός αποκτά φήμη από το πρώτο του κι όλας βήμα στον κινηματογράφο, κερδίζοντας μάλιστα υποψηφιότητα για Όσκαρ β’ ανδρικού ρόλου.

Για την πρώτη του δουλειά αμείφθηκε με 50 χιλιάδες δολάρια, ενώ μάλλον είναι ευγνώμων που ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο, στον οποίο είχε προταθεί ο ρόλος αρχικά, αρνήθηκε, δίνοντάς του άθελά του την ευκαιρία να κάνει το σταθερό πρώτο βήμα μιας λαμπρής καριέρας.

Το 1996 γίνεται μέρος της «Υπόθεσης Λάρι Φλιντ», της βιογραφικής δραματικής ταινίας του Μίλος Φόρμαν για τη ζωή και τους δικαστικούς αγώνες του εκδότη του πορνοπεριοδικού «Hustler» Λάρι Φλιντ, τον οποίο υποδύθηκε με επιτυχία ο Γούντι Χάρελσον. Ο Νόρτον βρέθηκε στο ρόλο του Άλαν Άιζακμαν, νεαρού δικηγόρου του Φλιντ και κέρδισε αρκετά βραβεία, όπως αυτό του πιο πολλά υποσχόμενου νέου ηθοποιού από τους Κριτικούς Κινηματογράφου του Σικάγο και β' ανδρικού ρόλου από τους Κριτικούς της Βοστόνης.

Η ταινία αν και δεν πήγε εμπορικά καλά καθώς είχε περιορισμένη κυκλοφορία, κέρδισε τους περισσότερους κριτικούς και έλαβε θετικούς σχολιασμούς. Το διάστημα αυτό, ο Νόρτον διατηρεί σχέσεις με την Κόρτνεϊ Λοβ, η οποία βρισκόταν στο καστ της ταινίας ως η τέταρτη γυναίκα του Φλίντ. Οι δυο τους, όμως θα χωρίσουν 3 χρόνια αργότερα, έχοντας μείνει αρραβωνιασμένοι για 6 μήνες.

Την ίδια χρονιά (1996) σκηνοθετείται από τον Γούντι Άλεν στο μιούζικαλ «Όλοι λένε σ' αγαπώ», από τα πλατό του οποίου παρελαύνουν πολλοί διάσημοι ηθοποιοί όπως η Τζούλια Ρόμπερτς, η Νάταλι Πόρτμαν, η Ντριού Μπάριμορ, η Γκόντι Χον κ.ά., οι ιστορίες των οποίων εκτυλίσσονται στην ταινία από τη Νέα Υόρκη ως το Παρίσι και τη Βενετία, μέσα σε τραγούδι, χορό και συναίσθημα. Ο Νόρτον, εκτός από καλές κριτικές συνεχίζει να λαμβάνει και βραβεία τα οποία τον επιβεβαιώνουν ως προς το ταλέντο και την παρουσία του, δίνοντάς του την ώθηση να συνεχίσει δυναμικά. Όπως και κάνει.

To 1998, όσοι ακόμη δεν τον είχαν ανακαλύψει, έψαχναν πληροφορίες να βρουν ποιος είναι ο ταλαντούχος αυτός ηθοποιός που σε κάνει αρχικά να τον μισείς και να καταλήγεις να τον συμπαθείς μέσα στα 120 λεπτά μιας ταινίας.

Η ταινία αυτή ήταν τα «Μαθήματα Αμερικάνικης ιστορίας» σκηνοθεσίας Τόνι Κέι και σεναρίου Ντέιβιντ Μακ Κένα, όπου ο Νόρτον υποδύθηκε ένα νέο-ναζί, ο οποίος όμως καταλήγοντας στη φυλακή αναθεωρεί τις απόψεις του και βγαίνοντας προσπαθεί να προστατέψει την οικογένειά του και ιδιαιτέρως τον μικρότερό του αδερφό (Έντουαρντ Φέρλονγκ), ο οποίος φαίνεται πως ακολουθεί τα βήματά του.

Οι κριτικές υπήρξαν θερμές και η ταινία άγγιξε το κοινό, ενώ η ερμηνεία του Νόρτον κατέπληξε τους πάντες και του χάρισε άλλη μια υποψηφιότητα για Όσκαρ, α’ αντρικού ρόλου αυτή τη φορά. Την ίδια χρονιά βρέθηκε και συμπρωταγωνιστής με τον Ματ Ντέιμοντ στο «Rounders» με θέμα το τζόγο, ενώ απέρριψε το ρόλο στρατιώτη Ράιαν που του είχε προταθεί στη «Διάσωση του στρατιώτη Ράιαν» του Στίβεν Σπίλμπεργκ.

Η επόμενη χρονιά είναι αυτή που κάνει τον ανερχόμενο ηθοποιό διάσημο και του εξασφαλίζει μια σίγουρη θέση στον κινηματογράφο. Μετά το 1999 δεν υπήρχε κινηματογραφόφιλος που να μην τον είχε στη λίστα με τους αγαπημένους του ηθοποιούς, όταν βγήκε στη μεγάλη οθόνη στο πλευρό του Μπραντ Πιτ, στο «Fight club» του Ντέιβιντ Φίντσερ.

Ο Νόρτον υποδύεται τον… ανώνυμο πρωταγωνιστή, ο οποίος νιώθει παγιδευμένος στη δουλειά του, στην κοινωνία και στη ζωή του γενικότερα, μέχρι που θα βρεθεί στο δρόμο του ο Τάιλερ Ντέρντεν (Μπραντ Πιτ) σε έναν ασυνήθιστο ρόλο…Για να προετοιμαστεί για το χαρακτήρα που υποδύεται κάνει μαθήματα πάλης, μποξ και τάε κβον ντο και χάνει βάρος, κερδίζοντας τις εντυπώσεις του κοινού.

Οι κριτικοί από την άλλη υπήρξαν διχασμένοι, αφού κάποιοι αγάπησαν και άλλοι μίσησαν την ταινία, θεωρώντας την μια ανεύθυνη προβολή βίας. Στην πλειοψηφία τους πάντως, οι κριτικοί χειροκρότησαν τους 2 πρωταγωνιστές και η ταινία έφτασε τα 100 εκατομμύρια στο box office.

Ο «χαμαιλέων» Νόρτον

To 2000 αλλάζει ύφος και συναντά τον Μπεν Στίλερ στην κομεντί «Keeping the faith» την οποία και σκηνοθετεί ο ίδιος, αφιερώνοντάς τη στη μητέρα του, η οποία πέθανε το 1997 από όγκο στον εγκέφαλο. Ο Νόρτον στο ρόλο ιερέα βρίσκεται σε θέση που πρέπει να δοκιμάσει την πίστη του έχοντας πάρει όρκο αγαμίας και η ταινία αν και δεν κάνει μεγάλη επιτυχία, καταφέρνει να ξεπεράσει το budget της.

Κι από την κομεντί που υποδύεται τον ιερέα, μεταπηδά στο αστυνομικό θρίλερ «The score» του Φρανκ Οζ σε ρόλο κλέφτη, πλάι στον Ρόμπερτ Ντε Νίρο και τον Μάρλον Μπράντο, έχοντας μάλιστα συμβάλλει και στη συγγραφή του σεναρίου της ταινίας, η οποία λαμβάνει θετικές κριτικές και φτάνει τα 113 εκατομμύρια σε εισπράξεις, ενώ η αμοιβή του Νόρτον ανεβαίνει στα 6,5 εκατομμύρια δολάρια.

Το 2002 ο Νόρτον κατακλύζει τη μεγάλη οθόνη με τέσσερις ταινίες του. Αρχικά τον περιμένει η μαύρη κωμωδία «Death to Smoochy» όπου σκηνοθετείται από τον Ντάνι Ντε Βίτο και συμπρωταγωνιστεί με τον Ρόμπιν Ουίλιαμς, αλλά και τον Ντε Βίτο και λίγο αργότερα ενσαρκώνει τον Νέλσον Ροκφέλερ, τον 41ο αντιπρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών στη βιογραφική ταινία «Φρίντα» για τη ζωή της Μεξικανής ζωγράφου Φρίντα Κάλο, την οποία υποδύθηκε η Σάλμα Χάγιεκ, σύντροφος του Νόρτον για 4 χρόνια.

Στον «Κόκκινο δράκο» του Μπρετ Ράτνερ, γνωρίζει από κοντά τον Χάνιμπαλ Λέκτερ (Άντονι Χόπκινς), αφού η ταινία αποτελεί κάτι σαν πρίκουελ της «Σιωπής των αμνών», σημειώνοντας επιτυχία στο box office με εισπράξεις κοντά στα 210 εκατομμύρια και στην «25η ώρα» του Σπάικ Λι υποδύεται τον καταδικασμένο έμπορο ναρκωτικών Μοντγκόμερι Μπρόγκαν, ο οποίος αναθεωρεί τη ζωή του τις τελευταίες 24 ώρες πριν μπει στη φυλακή για 7 χρόνια, κερδίζοντας τους κριτικούς.

Ο Μαρκ Γουόλμπεργκ, η Σαρλίζ Θερόν, ο Ντόναλντ Σάδερλαντ και ο Τζέισον Στέιθαμ απαρτίζουν το καστ της περιπέτειας «Ληστεία αλα ιταλικά» (2003), όπου βρίσκουμε και τον Νόρτον, σ’ ένα ριμέικ της ομότιτλης ταινίας του 1969, η οποία σημειώνει επιτυχία σε κριτικές και εισπράξεις. Για τα επόμενα δύο χρόνια ο διάσημος ηθοποιός απέχει από τη μεγάλη οθόνη και επιστρέφει το 2005 με το «Το βασίλειο των ουρανών» σκηνοθεσίας Ρίντλεϊ Σκοτ. Στην επική αυτή υπερπαραγωγή, κατάφερε να λάβει εγκωμιαστικές κριτικές ως βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, σε ένα ρόλο που μάλιστα δεν εμφανίστηκε καθόλου με το πρόσωπό του, αφού φορούσε μάσκα, ενώ βρέθηκε σε ένα δυνατό καστ με τον Τζέρεμι Άιρονς, τον Λίαμ Νίσον και επικεφαλής τον Ορλάντο Μπλουμ.

Την ίδια χρονιά γίνεται… καουμπόης με αυταπάτες στο «Down in the valley» του Ντέιβιντ Τζέικομπσον, κερδίζοντας βραβείο από τον Κύκλο Κριτικών Κινηματογράφου του Σαν Ντιέγκο, το οποίο φτάνει στα χέρια του και την επόμενη χρονιά (2006) και μάλιστα εις διπλούν, με τον «Μάγο Άιζενχαϊμ» του Νιλ Μπέργερ και το «Βαμμένο πέπλο» του Τζον Κάραν στην τρίτη προσαρμογή του από το βιβλίο του Σόμερσετ Μομ.

Ως Μάγος Άιζενχαϊμ, ο Νόρτον κερδίζει τις εντυπώσεις, κάτι που συμβαίνει και στο «Βαμμένο πέπλο» πλάι στη Ναόμι Γουότς, παρ’ όλο που και οι δύο ταινίες δεν αποτέλεσαν μεγάλες εμπορικές επιτυχίες.

Το 2008 δέχεται το ρόλο του ιδιοφυούς επιστήμονα Μπρους Μπάνερ που μεταμορφώνεται σε Χαλκ στο «The incredible Hulk» του Λουί Λετεριέ, τον οποίο είχε απορρίψει στο «Hulk» το 2003 όταν του είχε προταθεί. Ο ίδιος βέβαια δηλώνει ότι υπήρξε φαν του Χαλκ, αλλά αρνήθηκε το ρόλο την πρώτη φορά, με το φόβο ότι ίσως η ιστορία να μην κατάφερνε να δώσει μια καλή βερσιόν του Χαλκ.

Τη δεύτερη φορά υπήρξε θετικός ως προς το στόρι, στο οποίο βοήθησε κι όλας να ξαναγραφτεί κι έτσι είπε το «ναι», γεμίζοντας τα ταμεία με περισσότερα από 260 εκατομμύρια.

Την ίδια χρονιά κινηματογραφικό ραντεβού δίνει και με τον Κόλιν Φάρελ και τον Γιον Βόιτ στο «Pride and glory» του Γκάβιν Ο’ Κόνορ, ενώ το 2009 εμφανίζεται σε ένα μικρό ρόλο αστυνομικού στην κομεντί «The invention of lying» με πρωταγωνιστή τον Ρίκι Τζέρβες (ο οποίος σκηνοθετεί και υπογράφει και το σενάριο μαζί με τον Μάθιου Ρόμπινσον), σε έναν κόσμο όπου όλοι είναι «προγραμματισμένοι» να λένε την αλήθεια, όσο σκληρή κι αν είναι.

Στο «Leaves of grass» του Τιμ Μπλέικ Νέλσον ο Νόρτον βρίσκεται σε διπλό ρόλο δίδυμων αδερφών, η ταινία σημειώνει, όμως, μεγάλη εμπορική αποτυχία και το 2010 συναντήθηκε ξανά με τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο στο «Δόλωμα γένους θηλυκού» του Τζον Κάραν, το οποίο επίσης δεν κατάφερε να σημειώσει επιτυχία.

Μέσα στο 2012 πρόκειται να τον δούμε σε ένα πολύ λαμπερό καστ μαζί με τον Μπρους Γουίλις, την Τίλντα Σουίντον και τον Μπιλ Μάρεϊ στη δραματική ταινία του Γουές Άντερσον «Moonrise kingdom», αλλά και στο «Bourne legacy» του Τόνι Γκίλροϊ, όπου πρόκειται να παίξει τον «κακό» απέναντι στον Τζέρεμι Ρένερ, με τον Ματ Ντέιμον να απέχει αυτή τη φορά, στην τέταρτη ταινία της σειράς του Μπορν.

Ο Έντουαρντ Νόρτον ζει σήμερα στη Νέα Υόρκη, αφοσιωμένος στη δουλειά και την καριέρα του, δηλώνοντας, όμως, επανειλημμένα ότι δεν θέλει να παίξει το παιχνίδι των celebrities και του lifestyle που απορρέει από αυτούς, λέγοντας χαρακτηριστικά πως αν κάποια στιγμή δεν μπορεί να πάρει το μετρό λόγω διασημότητας, θα πάθει έμφραγμα. Προσπαθεί μάλιστα να αξιοποιήσει τη δόξα του σε φιλανθρωπίες, ενώ το Μάιο του 2010 λάνσαρε την ιστοσελίδα Crowdrise, με σκοπό να συγκεντρώσει χρήματα για φιλανθρωπικούς σκοπούς.

Ενδεικτική φιλμογραφία: «Primal fear» (1996), «The people vs. Larry Flynt» (1996), «Everyone says I love you» (1996), «Rounders» (1998), «American History X» (1998), «Fight club» (1999), «Keeping the faith» (2000), «The score» (2001), «Death to Smoochy» (2002), «Frida» (2002), «Red dragon» (2002), «25th hour» (2002), «The Italian job» (2003), «Kingdom of heaven» (2005), «Down in the valley» (2005), «The Illusionist» (2006), «The painted veil» (2006), «The incredible Hulk» (2008), «Pride and glory» (2008), «The invention of lying» (2009), «Leaves of grass» (2009), «Stone» (2010).