Who is who: Ζαν Ντιζαρντέν

who-is-who-zan-ntizarnten

ΚΥΡΙΑΚΗ, 04 ΜΑΡΤΙΟΥ 2012

Ταλαντούχος, γοητευτικός και με αέρα Γαλλίας, ο Ζαν Ντιζαρντέν κατάφερε να «κλέψει» το Όσκαρ από τον Τζορτζ Κλούνεϊ στην 84η απονομή των χρυσών αγαλματιδίων, χωρίς πολλά… λόγια.

Γεννήθηκε στις 19 Ιουνίου 1972 στη Ρυέιγ Μαλμεζόν, στα δυτικά προάστια του Παρισιού, όπου και μεγάλωσε. Οι γονείς του έχουν μια κατασκευαστική εταιρία, στην οποία πήγε και ο ίδιος να δουλέψει μόλις τέλειωσε το σχολείο κι ενώ στην παιδική κι εφηβική του ηλικία δεν είχε εκδηλώσει κάποια τάση προς την υποκριτική, η επιθυμία του άρχισε να γεννιέται ενόσω υπηρετούσε στο στρατό.

Το ξεκίνημα του έγινε το 1995, σε ηλικία 23 ετών, σε διάφορα καμπαρέ και μπαρ του Παρισιού, όπου έκανε κωμικές εμφανίσεις, γράφοντας ο ίδιος τα κείμενα και τα σκετς. Λίγο αργότερα δημιούργησε μαζί με άλλους κωμικούς ηθοποιούς (Μπρουνό Σαλομόν, Ερίκ Κολαντό, Εμμανουέλ Ζουκλά κ.ά.) την κωμική ομάδα «Nous C Nous», ενώ στη συνέχεια, το 1996, κατάφερε να κερδίσει την προσοχή του κόσμου και των ειδικών όταν εμφανίστηκε στο γαλλικό talent show «Graines de star» μαζί με την παραπάνω ομάδα. Πριν απ’ όλ’ αυτά, όμως, ο Ντιζαρντέν εργάστηκε και ως κλειδαράς και μάλιστα είχε λάβει αποθαρρυντικά σχόλια σχετικά με το να ακολουθήσει μια καριέρα στην υποκριτική.

Το 1998 έγραψε διάφορα σκετς στο πλαίσιο της τηλεοπτικής χιουμοριστικής σειράς «Farce attaque», στην οποία κι όλας εμφανιζόταν, ενώ στη συνέχεια, το 1999 κέρδισε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην τηλεοπτική σειρά «Un gars, une fille» (σειρά ανάλογη της ελληνικής «Σ’ αγαπώ, μ’ αγαπάς»), δείχνοντας το ταλέντο του σε ένα πιο ευρύ κοινό, μέχρι το 2003 και την πέμπτη και τελευταία σεζόν της σειράς.

Η συμπρωταγωνίστριά του στη σειρά, Αλεξάντρα Λαμί, είναι αυτή κι όλας που θα γίνει η εκλεκτή της καρδιάς του στην πραγματικότητα και γυναίκα του το 2009. Πριν τη Λαμί, ο Ντιζαρντέν υπήρξε παντρεμένος και μάλιστα πατέρας δύο γιών.

Στο μεταξύ, όμως, το 2002 κάνει το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο με ένα μικρό ρόλο στη γαλλική κομεντί «If I were a richman» («Ah! Si j'étais riche») ως πωλητής παπουτσιών. Και κάπως έτσι ξεκινάει η κινηματογραφική του πορεία…

Ποζάροντας με το Όσκαρ Α' ανδρικού ρόλου

Ένας Γάλλος σταρ γεννιέται…

Με τη βοήθεια της τηλεοπτικής σειράς «Un gars, une fille» ο Ντιζαρντέν έχει αποκτήσει δημοσιότητα στη Γαλλία και κατ’ επέκταση και τη δυνατότητα να διευρύνει τους ορίζοντές του και στον κινηματογράφο. Μετά το ντεμπούτο του εμφανίζεται στην κομεντί «Toutes les filles sont folles» και την ίδια χρονιά (2003) κατακτά τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην κομεντί «Welcome to the Roses» («Bienvenue chez les Rozes»), η οποία πηγαίνει καλά στη Γαλλία.

Πρωταγωνιστικό ρόλο έχει ξανά το 2004 στο θρίλερ «Le convoyer», αλλά και στη δραματική κομεντί «Mariages!» μαζί με τη Ματίλντ Σενιέ. Τον καουμπόη υποδύεται στο γαλλικό γουέστερν «Les Dalton» (μια από τις πιο ακριβές μη αγγλόφωνες παραγωγές, με budget 42 εκατομμυρίων δολαρίων) σε ένα μικρότερο ρόλο και το 2005 γράφει το σενάριο και πρωταγωνιστεί στην επιτυχημένη κομεντί «Brice de Nice», γυρισμένη στη Νίκαια της Γαλλίας, όπου υποδύεται έναν… ξανθό μακρυμάλλη σέρφερ, που ζει για το τέλειο κύμα, οι καταστάσεις, όμως, τον αναγκάζουν να αποπειραθεί να ληστέψει μια τράπεζα.

Σειρά έχει η αισθηματική κομεντί «L’ amour aux trousses» του Φιλίπ ντε Σοβερόν το 2005 και λίγο αργότερα πρωταγωνιστεί σε μια κομεντί εποχής με τίτλο «Il ne faut jurer… de rien!», υποδυόμενος έναν άντρα εθισμένο στο αλκοόλ, το τζόγο και τις γυναίκες, που δεν πιστεύει στην πραγματική αγάπη, στο Παρίσι του 1830.

Το 2006 πρωταγωνιστεί στην κατασκοπική κομεντί-παρωδία, «OSS 117: Αποστολή στο Κάιρο» («OSS 117: Le Caire, nid d’ espions»), σκηνοθεσίας Μισέλ Χαζαναβίσιους, στο ρόλο ενός σεξιστή και ρατσιστή μυστικού πράκτορα, σε μια κινηματογραφική μεταφορά της σειράς μυθιστορημάτων του δημοφιλούς Γάλλου συγγραφέα, Ζαν Μπρους, η οποία αποτελεί συνέχεια της σειράς OSS117 των κατασκοπικών ταινιών του ’50 και του ’60. Η ταινία πηγαίνει εμπορικά καλά, ξεπερνά τα 18 εκατομμύρια σε εισπράξεις και ο Ντιζαρντέν βρίσκεται υποψήφιος για βραβείο Σεζάρ α’ ανδρικού ρόλου, ενώ κερδίζει και το βραβείο Étoile d' Or καλύτερου ηθοποιού, όπως επίσης και την εκτίμηση κοινού και κριτικών.

Η επιτυχία της ταινίας οδήγησε και στο σίκουελ το 2009 με τίτλο «OSS 117: Ο κατάσκοπος που γύρισε από το Ρίο» («OSS 117: Rio ne répond plus»), με τον Ντιζαρντέν να ενσαρκώνει ξανά το Γάλλο πράκτορα Ουμπέρ Μπονισέρ Ντε Λα Μπαθ ή αλλιώς τον πράκτορα OSS 117 σε σκηνοθεσία και πάλι Μισέλ Χαζαναβίσιους, με τις εισπράξεις να φτάνουν τα 21 εκατομμύρια δολάρια.

Σκηνή από την ταινία «The Artist»

Το 2007 εμφανίζεται σε διάφορες ταινίες με μεγαλύτερους ή μικρότερους ρόλους (όπως στο αστυνομικό «Contre-enquête», στην κομεντί μυστηρίου «Hellphone» με ένα μικρό ρόλο, στην κομεντί «Cherche fiancé tous frais payés» με πρωταγωνίστρια τη Λαμί που σύντομα θα γινόταν γυναίκα του, την επιτυχημένη κομεντί «99 francs» του Ζαν Κουνέν σε πρωταγωνιστικό ρόλο, κερδίζοντας βραβείο Raimu κωμωδίας), ενώ το 2008 συναντά τον Ζαν Ρενό στην κομεντί «Αξιότιμοι κλέφτες» του Ερίκ Μπεσνάρντ, όπου υποδύεται έναν πονηρό απατεώνα του Παρισιού, που θέλει να εκδικηθεί για το θάνατο του αδερφού του, ληστεύοντας το δολοφόνο του. Την ίδια χρονιά έχει ένα μικρό ρόλο, αλλά συναντά ένα μεγάλο ηθοποιό, τον Ζαν Πολ Μπελμοντό, στα πλατό της ταινίας «A man and his dog» («Un home et son cien»), η οποία αποτελεί και την τελευταία κινηματογραφική εμφάνιση του μεγάλου ηθοποιού.

Στο ρόλο του ατρόμητου καουμπόη, Λούκυ Λουκ, μπαίνει το 2009 στην κομεντί-γουέστερν «Lucky Luke» και το 2010 σκηνοθετείται από τον Μπερτράν Μπλιέ στη γαλλική μαύρη κωμωδία «The clink of ice» («Le bruit des glaçons»), όπου υποδύεται έναν αλκοολικό συγγραφέα, τον οποίο «επισκέπτεται» ο…καρκίνος με τη μορφή ανθρώπου.

Στη συνέχεια βρίσκεται στα πλατό της δραματικής κομεντί «Μικρά αθώα ψέματα» σκηνοθεσίας Γκιγιόμ Κανέ, μιας ταινίας που πολλοί παρομοίασαν με τη «Μεγάλη ανατριχίλα» του 1983. Υποδύθηκε τον Λουντό, ο οποίος τραυματίζεται σε τροχαίο ατύχημα, αναστατώνοντας την παρέα του και τις διακοπές της. Στο καστ συναντά τη Μαριόν Κοτιγιάρ, τον Φρανσουά Κλιζέ, τον Μπενουά Μαζιμέλ, οι εισπράξεις φτάνουν τα 55 εκατομμύρια ευρώ και παρ’ όλο που οι κριτικοί δεν ήταν στο σύνολό τους ευνοϊκοί, η ταινία βρήκε πολλούς θαυμαστές. Την ίδια χρονιά βρίσκεται και στην αισθηματική δραματική ταινία «Un balcon sur la mer», για την οποία κερδίζει βραβείο Swann d' Or καλύτερου ηθοποιού.

Όσο όμως κι αν έχει χτίσει γερά θεμέλια για την καριέρα του στην υποκριτική, το όνομά του δεν έχει ακόμη «ταξιδέψει» στον κόσμο.

Ο «Αρτίστας» και το Όσκαρ

Ο σκηνοθέτης Μισέλ Χαζαναβίσιους, με τον οποίο είχε συνεργαστεί ο Ντιζαρντέν στο παρελθόν, είχε εδώ και αρκετά χρόνια την επιθυμία να γυρίσει μια βωβή ταινία, γυρνώντας το κινηματογραφόφιλο κοινό πίσω στη δεκαετία του ’20. Αν και πολλοί δεν τον πήραν στα σοβαρά στην αρχή, μετά την εμπορική επιτυχία των ταινιών του πράκτορα OSS 117, οι παραγωγοί άρχισαν να δείχνουν ενδιαφέρον κι έτσι ο σκηνοθέτης, ο οποίος ήθελε να ξαναδουλέψει με τον Ντιζαρντέν, επικοινώνησε μαζί του και μετά από εκτενή έρευνα στις χολιγουντιανές βωβές ταινίες του ’20, ο «Artist» ξεκίνησε τα γυρίσματα.

Μεριλ Στριπ και Ζαν Ντιζαρντέν με τα χρυσά τους αγαλματίδια

Ο Ντιζαρντέν υποδύθηκε τον αστέρα του βωβού κινηματογράφου, Ζορζ Βαλεντίν, του οποίου η ζωή «μπλέκεται» με την ανερχόμενη στάρλετ Πέπι Μίλερ (Μπερενίς Μπεζό), καθώς ο ίδιος βλέπει τη δόξα του να γκρεμίζεται μαζί με το βωβό σινεμά. Τα γυρίσματα διήρκησαν 35 ημέρες και όταν βγήκε στη μεγάλη οθόνη, οι πάντες μίλησαν για ταινία οσκαρικών προδιαγραφών. Τελικά είχαν δίκιο, αφού στην 84η απονομή των χρυσών αγαλματιδίων, το «The Artist» κέρδισε 5 Όσκαρ και ο Ντιζαρντέν γίνεται ο πρώτος Γάλλος ηθοποιός που κερδίζει το Όσκαρ α’ ανδρικού ρόλου, αλλά και πληθώρα άλλων βραβείων, όπως Χρυσή Σφαίρα, βράβευση από το φεστιβάλ Καννών, βραβείο Screen Actors Guild, BAFTA και πολλά άλλα. Ο ίδιος, σχετικά με την εμπειρία του ανέφερε ότι ο βωβός κινηματογράφος δημιουργεί πλεονέκτημα για τον ηθοποιό, αφού πρέπει μόνο να σκεφτεί ένα συναίσθημα για να το εκφράσει, χωρίς να το «μολύνει» με λόγια.

Στη Γαλλία ήδη προβάλλεται η νέα του ταινία «Les infidèles», η οποία αποτελείται από μικρές ιστορίες απιστίας και ο Ντιζαρντέν εκτός από πρωταγωνιστής, βρίσκεται και στη συγγραφή σεναρίου. Μάλιστα, η αφίσα της ταινίας, η οποία απεικονίζει τον ταλαντούχο ηθοποιό να κρατάει δύο γυναικεία πόδια, φαίνεται πως προκάλεσε τις γαλλικές αρχές λόγω σεξιστικού υπονοούμενου, οι οποίες απαγόρευσαν την κυκλοφορία της.

Ανάμεσα στις επόμενες δουλειές του είναι το θρίλερ «Mobius» του Ερίκ Ροσάντ και το ριμέικ του «One wild moment» («Un moment d'égarement» 1977) του Κλοντ Μπερί, όπου ο διάσημος πλέον Γάλλος θα βρεθεί μαζί με τον Βενσάν Κασέλ.

Ο Ζαν Ντιζαρντέν σύμφωνα με δηλώσεις του λατρεύει τον αμερικάνικο κινηματογράφο, αλλά δύσκολα θα μπορέσει να περάσει από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, μιας και θεωρεί τον εαυτό του πολύ… Παριζιάνο για να εγκαταλείψει τη Γαλλία.

Ενδεικτική φιλμογραφία: «Ah! Si j'étais riche» (2002), «Toutes les filles sont folles» (2003), «Bienvenue chez les Rozes» (2003), «Les chefs de bagnole» (2003), «Le convoyer» (2004), «Mariages!» (2004), «Les Dalton» (2004), «La vie de Michel Muller est plus belle que la vôtre» (2005), «Brice de Nice» (2005), «L’ amour aux trousses» (2005), «Il ne faut jurer… de rien!» (2005), «OSS 117: Le Caire, nid d’ espions» (2006), «Contre-enquête» (2007), «Hellphone» (2007), «Cherche fiancé tous frais payés» (2007), «99 francs» (2007), «Ca$h» (2008), «Un home et son cien» (2008), «OSS 117: Rio ne répond plus» (2009), «Lucky Luke» (2009), «Le bruit des glaçons» (2010), «Les petits mouchoirs» (2010), «Un balcon sur la mer» (2010), «The Artist» (2011), « Les Infidèles» (2012).