Nana Simopoulos: «Οι συζητήσεις με το ελληνικό κοινό είναι πιο διορατικές και με νόημα»
Η Nana Simopoulos είναι μια διακεκριμένη μουσικοσυνθέτις από τον χώρο της world jazz. Στις 24 Ιουλίου φτάνε στην Ελλάδα από τη Νέα Υόρκη, για μία συναυλία στον κήπο του Νομισματικού Μουσείου και μιλά στο clickatlife.gr για τη μουσική της πορεία, την ζωή στη Νέα Υόρκη και τις ελληνικές ρίζες της.
Έχετε διαγράψει μέχρι σήμερα μια εξαιρετική πορεία στο εξωτερικό, στον χώρο της world jazz. Γιατί επιλέξατε να επιστρέψετε τώρα για ένα live στην Ελλάδα;
Παρότι γεννήθηκα στη Βαλτιμόρη αισθάνομαι βαθιά συνδεδεμένη με τις ρίζες μου. Οι γονείς μου επέστρεψαν στην Ελλάδα όταν ήμουν 12 χρονών και έμαθα να μιλάω ελληνικά και έκανα φίλους στην Αθήνα. Όταν επέστρεψα στις ΗΠΑ ερχόμουν στην Ελλάδα τακτικά για να δω τους γονείς μου και έτσι κρατούσα επαφή με τους φίλους μου. Είχα επίσης μουσικούς φίλους και έκανα συναυλίες στην Ελλάδα τακτικά, όποτε μου δινόταν η ευκαιρία π.χ. στο Λυκαβηττό για την πρώτη Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης στο Φεστιβάλ του 1984, με τον τζαζ τρομπετίστα Don Cherry και το κουαρτέτο μου στο Ρόδον κ.α. Οι δίσκοι μου έχουν κυκλοφορήσει στην Ελλάδα ως εισαγωγές από το εξωτερικό, ενώ δύο από τα άλμπουμ μου κυκλοφόρησαν και στην Ελλάδα, το «Wings and Air» και «Το Όνειρο της Γαίας». Πάντα ήθελα να κάνω καριέρα στην Ελλάδα, κυρίως επειδή με εμπνέει μουσικά, αλλά και επειδή εισπράττω συναισθήματα και ιδέες από το ελληνικό ακροατήριο που δεν παίρνω από το κοινό στις ΗΠΑ και αλλού στο εξωτερικό. Μου αρέσει να μιλάμε στο ελληνικό κοινό και να παίζω με Έλληνες μουσικούς. Οι συζητήσεις είναι πιο διορατικές και με νόημα.
Η μουσική σας συνδυάζει ασυνήθιστους ήχους. Είναι υποβλητική, μυστικιστική και ταξιδιάρικη, ενώ τα live σας έχουν έντονο βιωματικό χαρακτήρα με ενεργή συμμετοχή από το κοινό. Μπορείτε να μας συστήσετε τη μουσική σας και να μας πείτε μας λίγα λόγια για το live που ετοιμάζετε στο Νομισματικό Μουσείο;
Πάντα ψάχνω για ασυνήθιστους συνδυασμούς οργάνων, όπως το σιτάρ με το σοπράνο σαξόφωνο, μπουζούκι με ακουστικό μπάσο και κιθάρα με tablas. Το σχήμα που έχω ετοιμάσει για το Νομισματικό είναι ακριβώς αυτό. Ένα ασυνήθιστο μείγμα ήχων από διαφορετικά μέρη. Στη μουσική μου, η Ινδία σμίγει με την Ελλάδα, η Ελλάδα με την Αφρική και όλα συναντούν την τζαζ. Χρησιμοποιώ ελληνικούς ρυθμούς κατά καιρούς και μελωδικές κλίμακες από τη Μέση Ανατολή και την Ινδία. Η αυτοσχεδιαστική ποιότητα είναι πιο πολύ διάλογος μεταξύ των μουσικών και όχι τόσο μια χαρακτηριστική στιγμή. Δεν είμαι λάτρης της απόστασης που δημιουργείται μεταξύ του καλλιτέχνη πάνω στη σκηνή και του ακροατηρίου, προτιμώ τους ανθρώπους να συμμετέχουν μαζί μας και προσπαθώ να σπάσω αυτό το διαχωρισμό της σκηνής και του κοινού. Όποτε είναι δυνατόν χρησιμοποιούμε προβολές πάνω στους μουσικούς για να φέρουμε το χρώμα και το φως στη μουσική. Στο Νομισματικό Μουσείο θα είναι πιο διακριτική η παρουσίαση, λόγω του χώρου της παράστασης.
Η μουσική σας κινείται στον χώρο της world jazz μουσικής, έχοντας αποσπάσει σημαντικούς επαίνους μέχρι στιγμής. Γιατί διαλέξατε αυτό το μουσικό μονοπάτι; Τι είναι αυτό που σας τραβάει σε αυτό το μουσικό είδος;

Ποια η επιρροή της ελληνικής μουσικής στις δικές σας μελωδίες;
Θα έλεγα ότι οι ρυθμοί που χρησιμοποιώ είναι κυρίως από την ελληνική μουσική, όπως Καλαματιανό και Συρτό, αργό ζεϊμπέκικο και τσάμικο για να αναφέρω μερικές. Οι αρμονίες είναι από την κλασική μουσική και τζαζ κατά καιρούς. Χρησιμοποιώ συχνά το ισοκράτημα από τη βυζαντινή μουσική, η οποία είναι παρόμοια με την ινδική μουσική. Αναζητώ το κοινό έδαφος σε όλες τις μουσικές επιρροές. Περιστασιακά θα χρησιμοποιήσω μια κλίμακα ή δύο από την ελληνική μουσική. Μερικά από τα κομμάτια μου έχουν τις ρίζες στο μετρητή της αρχαίας ελληνικής μουσικής, καθώς και παραδοσιακά ελληνικά τραγούδια.
Εκτός από κιθάρα, παίζετε και άλλα όργανα, περισσότερο τοπικά, όπως είναι το ινδικό σιτάρ ή το αυστραλέζικο ντιτζεριντού. Πώς γνωρίσατε και «μυηθήκατε» σε αυτούς τους ήχους και πώς τους αγαπήσατε;

Είστε παράλληλα και καθηγήτρια Κινηματογραφικής Μουσικής στο Τμήμα Κινηματογράφου της σχολής Εικαστικών Τεχνών της Νέας Υόρκης. Ποια η σχέση σας με τον Κινηματογράφο;
Άρχισα να γράφω μουσική για ταινίες όταν μετακόμισα στη Νέα Υόρκη. Ξεκίνησα με ταινίες σπουδαστών. Μετά σπούδασα μουσική για κινηματογράφο στο Mannes School, μαζί με την οργάνωση, την εκτέλεση και την ενορχήστρωση. Με τα χρόνια έγραψα πολλή μουσική για ταινίες μικρού μήκους, ντοκιμαντέρ και μεγάλου μήκους. Στη συνέχεια με κάλεσαν στο School of Visual Arts για να διδάξω μουσική στους σπουδαστές κινηματογράφου. Μου αρέσει πάρα πολύ αυτή η εμπειρία καθώς μου δόθηκε η ευκαιρία να εισάγω τους μαθητές στον κόσμο του ήχου. Ως κινηματογραφιστές είναι τόσο συνηθισμένοι να βλέπουν τον κόσμο μέσα από την εικόνα. Όταν ακούμε έναν ήχο τον αισθανόμαστε μέσα μας, σε αντίθεση με όταν κοιτάμε τον κόσμο, όπου ζούμε μια εμπειρία σαν να είναι έξω από τον εαυτό μας. Οι μεγάλοι σκηνοθέτες όπως ο Άλφρεντ Χίτσκοκ γνώριζαν ότι ο τρόπος για να επηρεάσουν το κοινό του είναι μέσα από ένα συνδυασμό ήχων και μουσικής.
Έρχεστε απευθείας από τη Νέα Υόρκη, όπου ζείτε και εργάζεστε. Πόσο διαφορετική είναι η ζωή εκεί για έναν καλλιτέχνη;
Οι περισσότεροι από τους μουσικούς που ξέρω στη Νέα Υόρκη, δεν έχουν τη δυνατότητα να ζουν με τους γονείς τους, επειδή έχουν έρθει από άλλο μέρος στις ΗΠΑ ή το εξωτερικό. Είναι αναγκασμένοι να βγάζουν αρκετά χρήματα για να μπορούν να πληρώνουν τα πολύ υψηλά ενοίκια. Έτσι, πολλοί από αυτούς διδάσκουν και παίζουν σε παραστάσεις στο Μπρόντγουεϊ ή σε άλλους χώρους όπου μπορούν να βγάζουν τα χρήματα που χρειάζονται για να ζουν. Δεν βγαίνουν χρήματα από τη τζαζ ή τη νέα μουσική. Αλλά υπάρχουν πολλά μέρη για να παίξει κανείς. Στο Μανχάταν και μόνο σε μια νύχτα μπορούν να γίνονται παράλληλα και 100 ζωντανές μουσικές παραστάσεις. Εδώ στην Αθήνα, οι νέοι μουσικοί μπορούν να ζουν στο σπίτι τους ή να νοικιάζουν ένα διαμέρισμα με πολύ λιγότερα χρήματα από ότι στη Νέα Υόρκη. Το μεγάλο πλεονέκτημα της Νέας Υόρκης είναι η ποσότητα και η ποιότητα των δυνατοτήτων που υπάρχουν. Ωστόσο, βλέπω ότι τώρα υπάρχουν και στην Αθήνα πολύ περισσότερες ευκαιρίες από ό, τι πριν.
Έχετε συνεργαστεί με σημαντικά ονόματα της διεθνούς μουσικής σκηνής. Τώρα επιστρέφετε σιγά σιγά στις ρίζες;

Με μεγάλη εμπειρία από το εξωτερικό, πώς θα σχολιάζατε τη σύγχρονη ελληνική jazz σκηνή;
Η τζαζ είναι ένα μουσικό είδος που ποτέ δεν σταματάς να μαθαίνεις. Πλέον έχουμε τη δυνατότητα να έχουμε μεγαλύτερη επαφή με κορυφαίους μουσικούς της τζαζ που παίζουν στα clubs και είναι διαθέσιμοι να δίνουν μαθήματα. Υπάρχουν επίσης πολλές σχολές για την τζαζ. Οι τζαζ μουσικοί της Νέας Υόρκη έχουν αυτό το πλεονέκτημα σε σχέση με αυτούς στην Αθήνα, όπου θα πρέπει να περιμένουν κάποιον να έρθει στην πόλη τους για να τον δουν live. Η Jazz είναι ένα «μέσο» που μεταδίδεται κυρίως μέσω των «mirror neurons» μας. Πρέπει να τους δούμε τους μουσικούς να παίζουν για να τους αφομοιώσουμε. Ακόμη όμως και με αυτό το μειονέκτημα οι νέοι Έλληνες μουσικοί αριστεύουν!
Βάλια Κανελλοπούλου
[email protected]







