Αλέξης Σταμάτης: «Είμαστε σε έναν μεσαίωνα παιδείας»

aleksis-stamatis-eimaste-se-enan-mesaiona-paideias

ΤΡΙΤΗ, 09 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2012

Ο συγγραφέας Αλέξης Σταμάτης σάλπαρε ξανά, με πανιά τις σελίδες του «Μπαρ Φλωμπέρ», για έναν διάπλου ενδοσκόπησης και αυτογνωσίας, με τη νέα συμπληρωμένη έκδοση του βιβλίου του, που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα και την Πορτογαλία και μιλά στο click@Life.

Μιλώντας για το αγαπημένο βιβλίο των Ελλήνων αναγνωστών, που πέρασε τα σύνορα και «μίλησε» σε επτά ακόμα γλώσσες και, παράλληλα, με τη νέα ελληνική κυκλοφορία του πριν το καλοκαίρι, ταξίδεψε για ακόμα μία φορά στα πορτογαλικά βιβλιοπωλεία, σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία, αφού ήδη θεωρείται ένα από τα βιβλία της χρονιάς, ο Αλέξης Σταμάτης στέκεται απέναντι στην ελληνική πραγματικότητα και εκφράζει σκέψεις και επιθυμίες του.

Ποια ήταν η πηγή έμπνευσης αυτού του βιβλίου;

Όπως αναφέρω στο επίμετρο της νέας έκδοσης, το «Μπαρ Φλωμπέρ» αναδύθηκε από έναν θραυσματικό κόσμο που με επισκέφτηκε και του οποίου μου ανατέθηκε η ταξινόμηση, ένα ασύντακτο τάγμα νεφών, που ανέλαβα τη διεύθυνσή του. Η συγγραφή του άρχισε με κάποια ταξίδια σε πόλεις της Ελλάδας και της Ευρώπης και, αφού «εγκαταλείφθηκε» από τον συγγραφέα, το ίδιο το κείμενο συνέχισε τα δικά του σε άλλες χώρες. Γιατί τα βιβλία, όταν αποχωριστούν τον δημιουργό τους, αυτονομούνται, αποκτούν δική τους ζωή. Τα πιο ταξιδιάρικα από αυτά, ενίοτε, ξαναγυρίζουν, έτσι, για μια επίσκεψη στην Ιθάκη τους.

Το εσωτερικό σας ταξίδι, κατά τη διάρκεια μετουσίωσης αυτής της δημιουργίας, είχε συγκεκριμένο προορισμό;

Όχι ακριβώς. Το θέμα δεν ήταν ο προορισμός, αλλά το ίδιο το ταξίδι, η ίδια η διαδρομή. Είναι κοινός τόπος αυτή η επανάληψη της πασίγνωστης φράσης, αλλά είμαι αναγκασμένος να το επαναλάβω. Εκείνο που με ενδιαφέρει είναι η ίδια η εξερεύνηση, όχι το τι θα βρω τελικά. Αφήστε που γι’ αλλού ξεκινάς και αλλού φτάνεις τελικά. Ουσιαστικά, είναι η πεμπτουσία της αφήγησης.

Πέρα από την καταξίωση, τι σημαίνει για σας η κατάκτηση τόσων βραβείων και η απήχηση του έργου σας σε άλλες χώρες;

Βραβεία έχω κερδίσει 3, στις άλλες 3 περιπτώσεις ήμουν απλά υποψήφιος. Ίσως, η μεγαλύτερη μου χαρά να ήταν, όταν κέρδισα το βραβείο του Κέντρου του Παιδικού Βιβλίου για τον «Άλκη και τον λαβύρινθο». Ήταν η πρώτη μου απόπειρα να γράψω κάτι για παιδιά. Είχα μπει σε άγνωστα για μένα νερά (δεν έχω παιδί) και είχα αρκετή ανασφάλεια. Βούτηξα όμως. Και αυτή η επιβράβευση ήταν πολύ αναπάντεχη για μένα και με χαροποίησε μέσα από την αυθεντικότητα της.

Όσο για το «Μπαρ Φλωμπέρ», έχει μεταφραστεί ήδη σε 7 γλώσσες και είχε μια συμπαθητική έως και καλή αποδοχή στις ξένες χώρες, αλλά θα ήθελα να μπορούσε αυτό το βιβλίο να κάνει μια αληθινή «έξοδο» στο εξωτερικό, όπως έκανε και στη χώρα μας. Και δεν το λέω μόνο για το δικό μου βιβλίο. Υπάρχουν αρκετοί πολύ καλοί και αξιοδιάβαστοι σύγχρονοι Έλληνες συγγράφεις που μεταφράζονται, οι όποιοι δεν υπολείπονται σε τίποτα από συναδέλφους τους, που γράφουν απευθείας στις μεγάλες γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά) και διακρίνονται στο εξωτερικό. Απλά, μας έχουν ακόμα καταταγμένους σε ένα είδος «εξωτικής» μεσογειακής-βαλκανικής λογοτεχνίας και απαιτούν συγκεκριμένα πράγματα από μας, κυρίως, ηθογραφικού χαρακτήρα. Στοιχεία που απαντούν σε στερεότυπα, τα οποία επιζούν ακόμα από τη δεκαετία του ’50. Τους συγγραφείς που γράφουν για τον κατακερματισμό της αστικής οικογένειας, για τους μεγάλους μύθους, τα υπαρξιακά ζητήματα, τη νεωτερική εποχή, τους συγγραφείς που πειραματίζονται με την ίδια την αφήγηση κ.λπ., κακά τα ψέματα, έξω τους διαθέτουν με τη σέσουλα. Τι θα τους προσθέσει ένας Έλληνας; Θα τον βγάλουν μεν, αν το βιβλίο του για κάποιο λόγο τους ενδιαφέρει, αλλά δεν θα επιμείνουν. Θα τον στηρίξουν μόνο, όταν εξυπηρετεί κάποιο από τα στερεότυπα που απαιτεί η αγορά τους (εκτός σπανίων και ευχάριστων εξαιρέσεων), αλλά έως εκεί. Σπανίως θα δώσουν σημασία στη διακίνησή του ή θα προβάλλουν το βιβλίο του, ή θα δημιουργήσουν μια συζήτηση γύρω από αυτό. Έτσι, νιώθω από τη μια μεν τη χαρά των αλλεπάλληλων ξένων εκδόσεων, αλλά εκείνο που θα ήθελα είναι μια πιο ισχυρή και δραστική επικοινωνία και συνομιλία με το αναγνωστικό κοινό και εκτός Ελλάδος.

Θεωρείτε πως τα βιβλία, ως μέσο επιμόρφωσης και ψυχαγωγίας, έχουν τη θέση που τους αρμόζει, στη λίστα προτιμήσεων του ελληνικού κοινού;

Όχι φυσικά, τα βιβλία βρίσκονται στον πάτο της λίστας των προτιμήσεων του Έλληνα. Αρκεί να σας πω ότι οι δύο στους τρεις Έλληνες δεν διαβάζουν ούτε ένα βιβλίο τον χρόνο και, εσχάτως, η καλή λογοτεχνία έχει συρρικνωθεί σε πολύ μικρά εκδοτικά μεγέθη. Βάλτε και την κρίση και θα δείτε ότι περνάμε μια από τις χειρότερες περιόδους της ιστορίας μας, σε σχέση με το αξιόλογο βιβλίο. Ο δε συγγραφέας είναι ο τελευταίος τροχός της αμάξης. Δεν μπορεί να ζήσει από τη δουλειά του, έχει καταλήξει ένα διακοσμητικό πρόσωπο, που φτύνει αίμα να ολοκληρώσει ένα βιβλίο, για το οποίο σπανίως θα αποζημιωθεί.

Γράφοντας βιβλία για παιδιά και με την ευαισθησία του συγγραφέα, αν αναλαμβάνατε το Υπουργείο Παιδείας, ποιες μεταρρυθμίσεις θα είχαν επείγουσα προτεραιότητα για εσας;

Προσωπικά, δεν έχω εκλεγεί ποτέ στη ζωή μου σε οποιοδήποτε δημόσιο πόστο. Άλλωστε, δεν μου έχει ζητηθεί και ποτέ. Νιώθω πως η δουλειά μου είναι διαφορετική. Είμαι δημιουργός, δεν είμαι ούτε νομοθέτης, ούτε πολιτικός, ούτε καν «δημόσιο πρόσωπο». Αν κάτι «μιλάει» από πλευράς μου, είναι το ίδιο το έργο, το κείμενο. Πάντως, οι αρμόδιοι -που έχουν στα χέρια τους το μέλλον μας- οφείλουν να απαντήσουν, μια και γι’ αυτόν το λόγο υποτίθεται ότι έχουν εκλέγει. Για την τεχνογνωσία τους ως προς το αντικείμενο, θα έλεγε κανείς. Το έργο που έχουν παράξει τόσα χρόνια είναι επιεικώς τραγικό. Το πολύπαθο Υπουργείο Παιδείας είναι –υποτίθεται- το υπόγειο αιχμής. Αυτή είναι η βαριά βιομηχανία του έθνους. Από εδώ έπρεπε να βγαίνει ο νέος Έλληνας πλουσιότερος ψυχικά, σοφότερος, ικανότερος, συναρπαστικότερος, καινοτόμος. Αντιθέτως, κάθε γένια που προστίθεται είναι ακόμα πιο αμόρφωτη, ακόμα πιο θραυσματική, όλο πιο «αυτιστική» και «φοβισμένη», ακόμα πιο απομακρυσμένη από τη γνώση. Και οι ευθύνες των υπευθύνων, με τα απαρχαιώμενα συστήματα διδασκαλίας, είναι τεράστιες. Δεν νοείται ένα εκπαιδευτικό σύστημα του 2012 να βασίζεται στην παπαγαλία και την παραπαιδεία, ενώ, εδώ και δεκαετίες, στο εξωτερικό, εκείνο που επιδιώκεται είναι η όξυνση του νου του παιδιού, μέσα από τη σύγκριση και την παρατήρηση. Είμαστε σε έναν μεσαίωνα παιδείας, που τον πληρώνουμε καθημερινά και θα εξακολουθήσουμε να τον πληρώνουμε με τεράστιο κόστος, εκτός και αν γίνει μια πανεθνική σταυροφορία για τη σωτηρία αυτής της νέας γενιάς από αυτό το απόλυτο αδιέξοδο. Μα αυτό δεν θέλει απλά μεταρρυθμίσεις, θέλει μια ριζική και εκ θεμέλιων αλλαγή ολοκλήρου αυτού του σάπιου συστήματος.

Ποια λάθη μας έφεραν στη σημερινή κατάσταση;

Η αμορφωσιά, η απληστία, η προγονοπληξία, ο αφόρητος συντηρητισμός και, κυρίως, η τραγική ευθύνη, ανικανότητα και διαφθορά των τελευταίων κυβερνήσεων.

Είναι ανεπανόρθωτα;

Εξαρτάται από τον ορίζοντα που τα παρατηρεί κανείς. Μακροπρόθεσμα, τίποτα δεν είναι ανεπανόρθωτο, εκτός από εκείνο που είπε ο γνωστός οικονομολόγος Κέυνς, ότι «μακροπρόθεσμα, θα είμαστε όλοι νεκροί».

Ποια πολύτιμα μαθήματα μας διδάσκει αυτή η δοκιμασία;

Την αίσθηση του μέτρου, της αλληλεγγύης και της ατομικής ευθύνης, αλλά και την επιρρέπεια του Έλληνα στον λαϊκισμό, ακόμα και στην επικίνδυνη εκδοχή του.

Τι σας γεμίζει ελπίδα και αισιοδοξία για το μέλλον;

Η εγγενής αντίδραση της ανθρώπινης φύσης σε οτιδήποτε της συμβαίνει.

ΓΙΩΡΓΟΣ Σ. ΚΟΥΛΟΥΒΑΡΗΣ