Νίκος Παναγιωτόπουλος: «σπανίζει η θαρραλέα αυτοκριτική»

nikos-panagiotopoulos-spanizei-i-tharralea-autokritiki-tharralea-autokritiki

Νίκος Παναγιωτόπουλος:«...δεν είναι κι εύκολο να σταθεί κανείς μπροστά στον καθρέφτη και να μιλήσει θαρρετά για τα κουσούρια του».

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 19 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2013

Ο συγγραφέας Νίκος Παναγιωτόπουλος εξηγεί στο click@Life πώς οι έφηβοι των αρχών της δεκαετίας του ’80 έφτασαν σήμερα στο χείλος του γκρεμού.

Η απότομη προσγείωση μετά το ξέφρενο πάρτι της μεταπολίτευσης, εξακολουθεί να πυροδοτεί τηλεοπτικούς διαξιφισμούς και ρητορικά πυροτεχνήματα. Ωστόσο, ορισμένοι, όπως ο συγγραφέας και σεναριογράφος Νίκος Παναγιωτόπουλος, είχαν αρχίσει να προβληματίζονται-σε ανύποπτο χρόνο, όταν η εικόνα της «ισχυρής» Ελλάδας του 2004-δεν είχε ακόμη ξεθωριάσει- για την ηθική χρεωκοπία που προετοίμασε την οικονομική κρίση. Το βραβευμένο μυθιστόρημά του Παναγιωτόπουλου με τίτλο , «Τα παιδιά του Κάιν» (εκδ. Μεταίχμιο), είχε κυκλοφορήσει πριν δύο χρόνια περίπου, παρουσιάζοντας ανάγλυφα την άνοδο και την εκκωφαντική πτώση των «επιτυχημένων».

Κι επειδή την «ιστορία γράφουν οι παρέες», ο συγγραφέας στο εν λόγω βιβλίο ξεδιπλώνει την περιπέτεια κάποιων φίλων που συναντιούνται μετά από χρόνια στον χαμένο παράδεισο των νεανικών τους χρόνων. Αντιμέτωποι με την ξαφνική απώλεια του άλλοτε λαμπερού, «άτυπου» αρχηγού τους, «Τα παιδιά του Κάιν» αποκαλύπτονται, επιτρέποντας στον αναγνώστη να κατανοήσει ορισμένες από τις συλλογικές ψευδαισθήσεις των τελευταίων χρόνων. Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος συμμετέχει και στη συλλογή διηγημάτων «Το αποτύπωμα της κρίσης»-μια εν θερμώ, καλειδοσκοπική καταγραφή όσων βιώνουμε σήμερα, από μια σειρά Ελλήνων συγγραφέων με αιχμηρή πένα. Διαβάστε τη συνέντευξη του συγγραφέα για το εξαιρετικό μυθιστόρημά του «Τα παιδιά του Κάιν» και δείτε το βίντεο στο οποίο μιλάει μαζί με την Μικέλα Χαρτουλάρη και τον Χρήστο Αστερίου για «Το αποτύπωμα της κρίσης» (εκδ. Μεταίχμιο).

Η παρέα που μας περιγράφετε στο βιβλίο σας «Τα παιδιά του Κάιν», είναι για να χρησιμοποιήσω τον χαρακτηρισμό της ηρωίδας σας, της Σοφίας, «ιερείς του περιττού, υπηρέτες του εφήμερου». Ποιες συνθήκες προετοίμασαν τη γέννηση αυτής της ξεχωριστής «φυλής» την περίοδο της Μεταπολίτευσης;

Κουρασμένοι, λες, από δεκαετίες –αιματηρών ενίοτε, πάντοτε όμως οδυνηρών– πολιτικών αντιπαραθέσεων, οδηγηθήκαμε πολύ γρήγορα στο άλλο άκρο, υποκύπτοντας στις σειρήνες της από-ιδεολογικοποίησης. Η πολιτική ένταξη από must της δεκαετίας του ’70 κατάντησε γραφικότητα στη δεκαετία του ’90. Η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και οι συνεπακόλουθες αλλαγές στον χάρτη της γειτονιάς μας έπαιξαν ασφαλώς τον ρόλο τους. Αποθεώσαμε το απολιτίκ λάιφ στάιλ, στέλνοντας στο πυρ το εξώτερον καθετί που υπονόμευε τη χαλαρή αμεριμνησία μας. Λοιδορήσαμε την κουλτούρα και την υποκαταστήσαμε με γκλόσι, φαστ φουντ εξυπνάδες. Η έκρηξη στα ΜΜΕ έπαιξε ασφαλώς τον ρόλο της. Επιδοθήκαμε με φανατισμό νεοφώτιστων στο χτίσιμο τέλειων κοιλιακών, ανάγοντας την εξωτερική εμφάνιση σε ύψιστη αξία – ένα κλικ ήταν αρκετό. Η αψεγάδιαστη επιφάνεια της ευημερίας μας, γυαλιστερή καθώς ήταν, μας τύφλωσε σε τέτοιο βαθμό που πιστέψαμε πως η περίοδος των εκπτώσεων –ιδεολογικών, αισθητικών, ηθικών– θα μπορούσε να κρατήσει για πάντα.

Διαβάζοντας το μυθιστόρημά σας Τα παιδιά του Κάιν, σε ορισμένα σημεία είχα την αίσθηση ότι είστε βαθιά εξοργισμένος. Αληθεύει αυτό;

Το πιθανότερο είναι πως αναφέρεστε στα σημεία όπου η Σοφία, η ηρωίδα μου –και βασική αφηγήτρια του βιβλίου–, αφήνει την οργή της να ξεχειλίσει. Για να δω τον κόσμο μέσα απ’ τα μάτια της έπρεπε να μοιραστώ την οργή της, ακόμα κι εκεί όπου καταντά υπερβολική ή και παράλογη. Ταυτοχρόνως, όμως, έπρεπε να μπω και στη θέση του Πέτρου, να υιοθετήσω τον ρεαλισμό του που σε αρκετές περιπτώσεις αγγίζει τα όρια του κυνισμού. Ήμουν υποχρεωμένος να περιγράψω όσο το δυνατόν πιο πειστικά την αποστασιοποιημένη αδιαφορία του Σάκη, τον χαλαρό ναρκισσισμό της Αντιγόνης και τον αδηφάγο ατομικισμό της Ειρήνης. Η οργισμένη ματιά της Σοφίας κυριαρχεί ασφαλώς, ακόμα κι όταν κάνει την αυτοκριτική της. Διόλου τυχαίο, σκέφτομαι εκ των υστέρων, καθώς η οργή περισσεύει στις μέρες μας, ενώ σπανίζει η θαρραλέα αυτοκριτική.

Ποιο ερέθισμα πυροδότησε τη συγγραφή του βιβλίου σας; Αληθεύει ότι γράψατε Τα παιδιά του Κάιν την περίοδο του 2004;

Το γράψιμο του βιβλίου ξεκίνησε πράγματι το 2004, μέσα σ’ ένα κλίμα τουλάχιστον πανηγυρικό. Πρόθεσή μου τότε ήταν να αναδείξω –κάτω από τις θριαμβικές ιαχές για την κατάκτηση του Euro και την επιτυχή τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων– την κρίση αξιών που κατά τη γνώμη μου υπέβοσκε επί δεκαετίες και που, προτού ολοκληρώσω το βιβλίο, μεταφράστηκε με εκκωφαντικό τρόπο σε κρίση οικονομική. Μια εξέλιξη που κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει – οπωσδήποτε όχι στις διαστάσεις που πήρε. Εξέλιξη που σε μένα πρόσφερε έναν εμφατικό επίλογο από κει που δεν το περίμενα.

Οι χαρακτήρες του βιβλίου σας είναι ανησυχητικά οικείοι. Όμως έχει την αίσθηση κανείς ότι παρά τις αντιφάσεις και τις σκοτεινές πλευρές τους, τους αντιμετωπίζετε σχεδόν με τρυφερότητα… Ήταν αναπόφευκτη η θλιβερή κατάληξή τους;

Η κατάληξη, ναι, ήταν αναπόφευκτη. Δεν είμαι όμως σίγουρος πως είναι θλιβερή για όλους. Κάποιοι από τους χαρακτήρες του βιβλίου εκπροσωπούν ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας που παραμένει πρακτικά αλώβητο από τις συνέπειες της κρίσης – με καταθέσεις στην Ελβετία που φτάνουν γι’ αυτούς και τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Άλλοι πάλι χαρακτήρες του βιβλίου εκπροσωπούν εκείνο το κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας που «σπρώχνεται» στον γκρεμό... Στόχος μου δεν ήταν να καταγγείλω τους πρώτους, ή να θρηνήσω για τους δεύτερους. Στόχος μου ήταν να αναδείξω αυτόν τον βαθύ διχασμό ως το πιο ζοφερό απότοκο της κρίσης που βιώνουμε.

Πόσο μπορεί να αντισταθεί το άτομο στην «απενοχοποιημένη» αρπαχτή και τη χλιδή «άνευ ορίων, άνευ όρων», όταν αποτελούν κοινωνικό πρότυπο;

Νομίζω πως η απενοχοποίηση είναι η λέξη-κλειδί για τις δεκαετίες του ’80 και του ’90. Μια κοινωνία χωρίς συνοχή και ηθικό έρμα κατάφερε να σπαταλήσει μια μοναδική ευκαιρία: την πιο μακρά ειρηνική περίοδο στη σύγχρονη ιστορία μας. Το άτομο μπορεί κάλλιστα να αντιστέκεται – το ερώτημα όμως είναι αν το άθροισμα των ατόμων που αντιστέκονται είναι αρκετό για να αναχαιτίσει την κυρίαρχη τάση. Στην περίπτωσή μας νομίζω πως η απάντηση είναι προφανής.

Ορισμένα από τα πρόσωπα του βιβλίου σας φαίνεται να ενσαρκώνουν το περίφημο «success story» που έβρισκε θέση στις ιλουστρασιόν σελίδες των περιοδικών. Μήπως στη Μεταπολίτευση χάσαμε λίγο το νόημα της επιτυχίας;

Προσπαθήσαμε πολύ σκληρά όλα αυτά τα χρόνια για να επαναπροσδιορίσουμε το νόημα της επιτυχίας. Πιστοί στις επιταγές του καπιταλισμού την αποψιλώσαμε από καθετί πνευματικό – αδιαφορώντας για το γεγονός πως κάποιες επιταγές αποδεικνύονται ακάλυπτες και σκάνε στα χέρια μας… Μετατρέψαμε τη ζωή μας σ’ ένα σαχλό ριάλιτι. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ζοριζόμαστε τόσο σήμερα που είμαστε αναγκασμένοι να ζήσουμε χωρίς καταναλωτικά δεκανίκια.

Η μυστηριώδης εξαφάνιση του πρώην άτυπου «αρχηγού» της παρέας ρίχνει βαριά τη σκιά της. Γιατί επιλέξατε να τον «αποκαθηλώσετε» μπροστά στα μάτια των άλλοτε φίλων του αλλά και να τον «εξαφανίσετε»;

Γιατί ο Χρήστος –ο χαρακτήρας στον οποίο αναφέρεστε– ενσαρκώνει τις υψηλές προσδοκίες αυτής της γενιάς. Προσδοκίες που, όπως φαίνεται εκ του αποτελέσματος, διαψεύστηκαν. Τόσο η πτώση του, επομένως, όσο και ο αφανισμός του έχουν συμβολική διάσταση.

Σας ήταν πιο εύκολο να γράψετε για τη δική σας γενιά;

Κάθε άλλο. Όταν ξεκίνησα, βέβαια, δεν είχα υποψιαστεί τις δυσκολίες του εγχειρήματος. Χωρίς να θέλω να το παίξω οσιομάρτυρας, δεν είναι κι εύκολο να σταθεί κανείς μπροστά στον καθρέφτη και να μιλήσει θαρρετά για τα κουσούρια του.

Η κρίση «γράφει» τα πιο αναπάντεχα σενάρια;

Νομίζω πως το έχει πει ο Αντρέι Βάιντα – η ζωή είναι πιο έξυπνη από εμάς. Η ζωή γράφει τα πιο αναπάντεχα σενάρια και οι κάθε είδους κρίσεις αποτελούν τις πιο γόνιμες περιστάσεις…

Τι σας τρομάζει περισσότερο στην πολυεπίπεδη κρίση που βιώνουμε;

Με τρομάζει το γεγονός πως δεν φαίνεται να έχουμε συνειδητοποιήσει τι μας οδήγησε ως εδώ. Με τρομάζει να βλέπω «ομάδες» παντός είδους να αρνούνται την παραμικρή αλλαγή οχυρωμένες πεισματικά πίσω από τα μικροσυμφέροντά τους, με μπροστάρηδες τους εκπροσώπους του πολιτικού συστήματος που εξακολουθούν απερίσκεπτα να λειτουργούν με γνώμονα το στενό κομματικό συμφέρον. Η ιδεολογική μας χρεοκοπία με τρομάζει περισσότερο απ’ όλα.

Οι μουσικές επιλογές σας αποτελούν ένα ακόμη κρυφό άσσο του βιβλίου σας. Τι σηματοδοτούν τα μουσικά κομμάτια που μας παρουσιάζετε; Και κατά πόσο η μουσική μπορεί να κινητοποιήσει τη δημιουργικότητά σας;

Τα μουσικά κομμάτια –τίτλοι, κυρίως, αλλά και στίχοι τραγουδιών– είναι σπαρμένα στο κείμενο σαν τις πινακίδες με τις χιλιομετρικές ενδείξεις που σε ενημερώνουν για την απόσταση που έχεις διανύσει. Υπάρχουν ανάλογες αναφορές σε βιβλία και ταινίες, τα τραγούδια όμως προσφέρονται περισσότερο, καθώς συσχετίζονται αμεσότερα με την εποχή που τα γεννάει. Η μουσική, όπως και κάθε άλλη μορφή τέχνης –ποίημα, θεατρικό, ταινία, πίνακας ζωγραφικής ή γλυπτό– πολύ συχνά λειτουργούν ως δημιουργική βουκέντρα.

Στο βιβλίο σας μας παρουσιάζετε παράλληλα τον μικρόκοσμο των φιλόδοξων (ή και εν δυνάμει) κινηματογραφιστών και σεναριογράφων. Μπήκατε στον πειρασμό να μοιραστείτε με τους αναγνώστες σας ορισμένα διδάγματα που αποκομίσατε εσείς ο ίδιος από τη μέχρι τώρα πορεία σας;

Η ιδέα της διεξαγωγής ενός σεμιναρίου για κινηματογραφικά σενάρια προέκυψε όντως από την προσωπική μου εμπειρία. Απ΄ τη μια είχε πραγματολογικό ενδιαφέρον, καθώς ζούμε την εποχή των παντός είδους σεμιναρίων – ακόμα και σεμινάριο «μεσαιωνικής ξιφασκίας» έχει πάρει το μάτι μου. Απ’ την άλλη, όμως, το σεμινάριο σεναρίου μου πρόσφερε την ευκαιρία να σχολιάζω καθ’ οδόν την αφηγηματική κατασκευή, δίνοντας την –διασκεδαστική, ελπίζω– ευκαιρία στον αναγνώστη να ανακαλύψει τους μυθοπλαστικούς αρμούς.

Μπήκατε ποτέ στον πειρασμό να γράψετε το σενάριο κάποιου μυθιστορήματός σας; Ή είναι δύσκολο για έναν συγγραφέα -έστω και με τη δική σας πείρα στον κινηματογράφο- να γράψει το σενάριο ενός έργου του;

Δεν είναι αδιανόητο να γράψει κάποιος σενάριο βασισμένο σε δικό του λογοτεχνικό υλικό. Αρκεί να έχει συνείδηση πως η δραματική αφήγηση, το κινηματογραφικό σενάριο δηλαδή, είναι μια άλλη γλώσσα, με αυστηρούς κανόνες και ειδικές απαιτήσεις. Μέχρι στιγμής δεν έχω αντιμετωπίσει το δίλημμα. Επί της αρχής, ωστόσο, δεν απαγορεύεται να μιλάει κανείς δύο γλώσσες…

Τελικά κατά πόσο διδάσκεται η τέχνη της συγγραφής (στη λογοτεχνία ή το σενάριο); Υπάρχει κάποιο καλλιτεχνικό «γονίδιο» για να δανειστώ τον τίτλο από το παλαιότερο μυθιστόρημά σας «Το γονίδιο της αμφιβολίας»;

Και στις δύο περιπτώσεις εκείνο που μπορεί να διδαχτεί είναι ο «τρόπος», η φόρμα που θα επιλέξει κανείς για να παρουσιάσει το υλικό του. Το τι έχεις να πεις, για ποιο πράγμα θα μιλήσεις, δεν μπορεί να στο διδάξει κανείς.

Πληροφορίες: «Τα παιδιά του Κάιν» του Νίκου Παναγιωτόπουλου, εκδ. Μεταίχμιο. «Το αποτύπωμα της κρίσης» (συλλογικό) εκδ. Μεταίχμιο. Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος θα μιλήσει μαζί με τους Κώστα Κατσουλάρη, Μιχάλη Μοδινό και Ελένη Μπούρα για το βιβλίο «Το αποτύπωμα της κρίσης» στο πολιτιστικό κέντρο Μπενετάτου, στις 24 Απριλίου και ώρα 19:30 (Δρόση 2 και Δροσίνη, Παλαιό Ψυχικό).

ΜΑΝΙΑ ΣΤΑΪΚΟΥ