'Aλκη Ζέη: «Είχαμε πιστέψει ότι θα ζούσαμε ελεύθεροι»

alki-zei-eixame-pistepsei-oti-tha-zousame-eleutheroi

H αγαπημένη συγγραφέας μικρών και μεγάλων, Άλκη Ζέη

ΤΕΤΑΡΤΗ, 25 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013

Η Άλκη Ζέη, αποκαλύπτει τα νεανικά της χρόνια, στην αυτοβιογραφία της «Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο» (εκδ. Μεταίχμιο) και μας ταξιδεύει σε μια εποχή που τα όνειρα άνθιζαν, κόντρα στην Κατοχή και στο θάνατο.

Η Άλκη Ζέη ξεδιπλώνει με την σοφία και την αφοπλιστική αθωότητα ενός παιδιού, τα νεανικά της χρόνια, μέχρι την ημέρα του γάμου της με τον Γιώργο Σεβαστίκογλου, στις 3 Νοεμβρίου του 1945. Συμπληρώνεται έτσι, το παζλ της συναρπαστικής ζωής της που αποτυπώθηκε σε πολλά από τα μυθιστορήματά της.

Με την τρυφερότητα ενός παραμυθά, η αγαπημένη συγγραφέας σκιαγραφεί με ζωηρά χρώματα μια έντονη εποχή: από τις πρώτες λογοτεχνικές αναζητήσεις και τα ταραγμένα μαθητικά χρόνια στο πλευρό της αγαπημένης της φίλης Ζωρζ Σαρρή, με τη «θείτσα» Διδώ Σωτηρίου και τον ωραίο θείο Πλάτωνα στην αντίσταση και τα Δεκεμβριανά. Και από τους θυελλώδεις έρωτες και τις παθιασμένες συζητήσεις στις λογοτεχνικές παρέες με τον Νίκο Γκάτσο, τον Ανδρέα Εμπειρίκο, τον Ελύτη, τον Μάριο Πλωρίτη, σε μια βραδιά γεμάτη έρωτα και ανησυχία για το μέλλον. Η Άλκη Ζέη με αφορμή το βιβλίο της μας μιλά χωρίς περιστροφές για τις διαψεύσεις που την πλήγωσαν.

Στα μυθιστορήματά σας έχετε συμπεριλάβει αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Ωστόσο είναι η πρώτη φορά που γνωρίζουμε τα τόσο καθοριστικά νεανικά σας χρόνια. Γιατί τόσο καιρό δεν είχατε γράψει για αυτά;

Επειδή στο μυθιστόρημα γράφεις πιο ξέγνοιαστα. Μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις και να βάλεις τους ήρωες να μιλούν όπως επιθυμείς. Το να γράψεις κάτι τελείως πραγματικό είναι πολύ δύσκολο. Φέρεις μεγάλη ευθύνη γιατί αυτοί οι άνθρωποι τους οποίους αναφέρεις δεν υπάρχουν. Όμως πήρα την απόφαση γιατί όσο να’ ναι, τα χρόνια πληθαίνουν και δεν θα ήθελα γράψει κάποιος άλλος τη βιογραφία μου (γέλια).

Στο βιβλίο σας έχετε υιοθετήσει μια γραφή σαν παραμύθι, έχετε κρατήσει την αθωότητα των ματιών ενός μικρού κοριτσιού.

Ναι, γιατί είμαι συνηθισμένη από τα παιδικά βιβλία. Όταν γράφω για ένα παιδί μπαίνω στο πετσί του και το περιγράφω ώστε να μη φαίνεται από πίσω ο ενήλικος. Έτσι και τώρα: θέλησα να τα γράψω όχι όπως τα σκέφτομαι τώρα, με την πείρα και την ηλικία μου, αλλά όπως τα έβλεπα τότε.

Φαντάζομαι ότι πρέπει να ήταν πολύ συγκινητική για εσάς αυτή η αναδρομή, όταν γράφατε το βιβλίο. Ωστόσο η συγκίνηση, μήπως δυσκόλεψε τη συγγραφή;

Η Άλκη Ζέη σε ηλικία 17 ετών

Να μη σας πω καλύτερα, τι όνειρα έβλεπα, όταν το έγραφα. Δεν ήταν όνειρα που με βοηθούσαν να πάω παρακάτω. Είχα εφιάλτες ότι δήθεν ο πατέρας μου ακόμη με μάλωνε, ότι είχα να περάσω ένα λάκκο και απέναντι ήταν κάποιοι άλλοι με ξιφολόγχες. Έβλεπα πολλούς εφιάλτες όσο το έγραφα.

Επειδή αναφερθήκατε και στον πατέρα σας, θα ήθελα να σας ρωτήσω, αν κατά κάποιο τρόπο αυτός ήταν υπεύθυνος που αγαπήσατε τόσο πολύ την λογοτεχνία, παρότι σας απαγόρευε να διαβάζετε ορισμένα βιβλία.

Ναι, μας έσπρωχνε να διαβάζουμε. Και μας έλεγε ότι θα διαβάζαμε βιβλία παιδικά και μετά θα μας έδινε κι από τα άλλα. Και ο ίδιος διάβαζε πολύ.

Περιγράφετε με πολύ ωραίο τρόπο τη Διδώ Σωτηρίου και τον θείο σας τον Πλάτωνα.

Έζησα μαζί τους και τους αγαπούσα και τους δύο παρά πολύ.

Πάντοτε ένα παιδί έχει στο μυαλό του κάποια πρότυπα που προέρχονται από το οικογενειακό του περιβάλλον. Λειτούργησαν για εσάς η Διδώ Σωτηρίου και ο θείος Πλάτων ως πρότυπα;

Όχι ακριβώς ως πρότυπο, επειδή δεν ήθελα να είμαι σαν τη Διδώ. Όμως η Διδώ ήταν εκείνη που μας έσπρωξε να μπούμε στην αντίσταση. Αυτή είναι που πολιτικά μας έβαλε, εμάς, τη μητέρα μας και όλο μας το σπίτι. Αν δεν ήταν η Διδώ, δεν ξέρω τι δρόμο θα είχαμε πάρει. Μπορεί να ήμασταν αριστεροί αλλά να μην παίρναμε μέρος δυναμικά σε κάτι.

Στο βιβλίο σας αναφέρετε πως αν θέλατε να σβήσετε κάτι από τη μνήμη σας, αυτό θα ήταν τα Δεκεμβριανά.

Είχα φοβηθεί πάρα πολύ. Και ήμουν κυριολεκτικά χαμένη γιατί δεν ήξερα τι γίνεται και πού πάμε μετά από αυτό. Φαντάζομαι πως όλος ο κόσμος ήταν έτσι.

Πώς σας φαίνεται που τώρα έχει επιστρέψει-τουλάχιστον στα τηλεοπτικά παράθυρα-όλη αυτή η φιλολογία να μην ξαναζωντανέψει ο εμφύλιος κτλ.;

Με τη Χρυσή Αυγή δεν είναι εμφύλιος. Είναι αυτοί από τη μια πλευρά και όλοι οι άλλοι- φαντάζομαι- από την άλλη. Αυτοί είναι ο φασισμός, ο χιτλερισμός που δεν πίστευα ποτέ ότι θα μπορούσε να ξαναζωντανέψει σε μια χώρα σαν την Ελλάδα. Αυτό κυριολεκτικά και με φοβίζει και με πικραίνει πολύ.

Εσείς πού το αποδίδετε;

Δεν το αποδίδω μόνο στο ότι η Ελλάδα περνάει κρίση. Δε νομίζω πως αν έφευγε το μνημόνιο θα έφευγαν και οι Χρυσαυγίτες. Πιστεύω φυσικά ότι εκμεταλλεύτηκαν μια δύσκολη κατάσταση της χώρας κάνοντας τον καλό πρόσκοπο αλλά είναι αδύνατο να μη φανεί από κάτω το αληθινό τους πρόσωπο. Ούτε πιστεύω πως όσοι τους ψήφισαν είναι όλοι φασίστες. Είναι άνθρωποι αμόρφωτοι, δυστυχισμένοι, τους υποσχέθηκαν πράγματα και τους βοήθησαν. Τώρα όμως νομίζω ότι πρέπει να έχουν δει το αληθινό τους πρόσωπο.

Γιατί υποστηρίζετε πως δεν φταίει μόνο η οικονομική κρίση για την εμφάνισή τους;

Δεν φταίει μόνο η οικονομική κρίση. Φταίει και το ότι δεν είναι ξεκάθαρα τα ιδανικά και ίσως μερικά παιδιά πίστεψαν ότι βρήκαν εκεί ένα ιδανικό. Είναι πολύ επικίνδυνα όλα όσα εμπεριέχουν βία και τα βλέπουν τα παιδιά. Αυτή τη στιγμή έπρεπε οι δάσκαλοι να αφήσουν για λίγο αργότερα τα, πολλά βέβαια αιτήματά τους-κι εγώ έχω ιδιαίτερη εκτίμηση στους δασκάλους-και να ριχτούν όλοι με τα μούτρα να μιλήσουν στα παιδιά για τη Χρυσή Αυγή και να τα απομακρύνουν από αυτή. Είναι πολύ επικίνδυνο αν πάνε τα παιδιά μας προς τα εκεί… Πριν τρία-τέσσερα χρόνια ήμουν στη Βουλή των Εφήβων και κάποια στιγμή είχα πει, βλέπω καλά ή όχι; Σε μια άκρη ήταν δύο παιδιά από ένα λύκειο-δεν ξέρω από πού, αφού ερχόντουσαν από όλα τα μέρη της Ελλάδος- και χαιρετούσαν φασιστικά. Δεν πίστευα ότι το έβλεπα. Ας το καλό, είχα πει, δύο παιδιά που κάνουν χάζι. Τελικά αποδείχτηκε ότι δεν ήταν πλάκα. Εμείς εκείνη την εποχή ήμασταν πολύ καλύτερα σε σχέση με τα σημερινά παιδιά. Μπορεί να υπήρχε Κατοχή και πείνα αλλά είχαμε ένα όραμα και πιστεύαμε σε αυτό. Άλλο τι μας βγήκε στην πορεία…Όμως πιστεύαμε ότι συμβάλαμε στην απελευθέρωση της Ελλάδας και ότι μετά θα είχαμε μια ζωή φτιαγμένη από εμάς τους ίδιους, πως θα μπορούσαμε να κάνουμε όσα ονειρευόμαστε.

Εκείνη την περίοδο συχνάζατε στην «παρέα του Λουμίδη» και αργότερα στον Ίκαρο, μαζί με τον Νίκο Γκάτσο, τον Ελύτη, τον Κάρολο Κουν και άλλους εξέχοντες καλλιτέχνες της εποχής. Αυτές οι επαφές λειτούργησαν σαν ένα δεύτερο σχολείο για εσάς; Σας ώθησαν να αναπτύξετε περισσότερο τη δημιουργικότητά σας;

Λειτούργησαν σαν πανεπιστήμιο και έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο. Αυτή η παρέα, το θέατρο του Κουν που γεννιόταν μέσα στην Κατοχή, ο Ίκαρος…Όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν συζητούσαν παρά μόνο για λογοτεχνία, ποίηση και φιλοσοφία. Και εμείς μορφωνόμασταν άθελά μας. Δεν μας έδιναν καθόλου συμβουλές, μας άφηναν ελεύθερες να ακούμε. Καταλάβαιναν άλλωστε ότι πραγματικά τους ακούγαμε, δεν χαζεύαμε απλώς δίπλα τους. Και τους θεωρούσαμε πάρα πολύ κοντά μας. Δεν τους βλέπαμε σαν κάποια ανώτερα πλάσματα. Θεωρούσαμε ότι είναι άνθρωποι που γνώριζαν πολλά παραπάνω από εμάς, όμως παράλληλα ήταν και φίλοι μας.

Ολοκληρώνετε το βιβλίο σας με τον γάμο σας. Σε μια ρομαντική σκηνή μάλιστα περνάτε στο χέρι σαν το χρυσό κρικάκι μιας κουρτίνας για βέρα.

Δεν ξέρω αν ήταν και τόσο ρομαντικό πάντως έπρεπε να πάω με βέρα στον μπαμπά μου! Και η βέρα της φίλης που δανείστηκα μου έπεφτε από το χέρι δεν μπορούσα να την βάλω.

Γιατί επιλέξατε να τελειώσετε σε αυτό το σημείο το βιβλίο σας;

Γιατί όλα τα υπόλοιπα τα αφηγούμαι στην «Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» και δεν ήθελα να τα επαναλάβω. Υπάρχουν πολλοί συγγραφείς που ξαναγράφουν το ίδιο βιβλίο από την αρχή με κάποιες αλλαγές. Εγώ δεν το θέλω αυτό. Άμα φύγει ένα βιβλίο, πάει τέλειωσε. Δεν θα ήθελα να ξαναμιλήσω για τον εμφύλιο, για την Τασκένδη, για τη Μόσχα. Στην «Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» τα διηγήθηκα με πιο πολλή άνεση γιατί ήταν μυθιστόρημα. Και για αυτό έβαλα να μην είναι ο Αχιλλέας ο άνδρας μου, αλλά κάποιος άλλος, ώστε να έχω περισσότερη ελευθερία να μιλήσω.

Γράψατε ότι θα θέλατε να σβήσετε από τη μνήμη σας τα Δεκεμβριανά. Αντίστροφα, ποια σκηνή θα θέλατε να κρατήσετε από εκείνη την περίοδο χωρίς να ξεθωριάσει ποτέ από τη μνήμη σας;

Η ημέρα της απελευθέρωσης, όταν έφυγαν οι Γερμανοί στις 12 Οκτωβρίου. Είμαστε η μόνη χώρα που γιορτάζουμε τη μέρα του πολέμου αλλά όχι της απελευθέρωσης.

Γιατί πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό;

Γιατί δεν ήθελαν να πουν ποιοι απελευθέρωσαν την Ελλάδα, ποια ήταν η μία παράταξη και ποια η άλλη. Είπαν εντάξει, ας το προσπεράσουμε αυτό. Άμα ρωτήσεις τα παιδιά πότε έγινε η απελευθέρωση της Ελλάδας δεν το γνωρίζουν. Την 28η Οκτωβρίου την ξέρουμε όλοι. Ελπίζαμε τόσο πολύ την ημέρα της απελευθέρωσης ότι από εδώ και πέρα όλα τελείωσαν. Είχαμε πιστέψει ότι θα ζούσαμε ελεύθεροι. Θυμάμαι ήταν μια μέρα ηλιόλουστη, με χαρά και ο κόσμος έβγαινε και τραγουδούσε στους δρόμους. Αλλά δεν κράτησε πολύ…

Πολλοί σχολιαστές -και ενδεχομένως το ακούτε και σε πολλές συζητήσεις-υποστηρίζουν ότι οι Γερμανοί αποδείχτηκαν πραγματικοί νικητές και πως, κατά κάποιο τρόπο, βιώνουμε μια δεύτερη εισβολή. Εσείς πώς το σχολιάζετε;

Δεν είναι καθόλου έτσι. Είναι μια τελείως άλλη εποχή. Σήμερα, πολλά κόμματα σκέφτονται με το μυαλό εκείνης της εποχής. Μα εδώ περάσαμε στο κομπιούτερ. Αν καταλάβαιναν τα κόμματα ότι έχουμε περάσει στο κομπιούτερ από το μολύβι φάμπερ νούμερο δύο, θα σκεφτόντουσαν διαφορετικά.

Πληροφορίες: το αυτοβιογραφικό βιβλίο της Άλκης Ζέη «Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο» κυκλοφορεί από τις εκδ. Μεταίχμιο.

Μάνια Στάικου