Προδημοσίευση της βιογραφίας του Ανδρέα Παπανδρέου

prodimosieusi-tis-biografias-tou-andrea-papandreou

O Aνδρέας Παπανδρέου το 1964

ΤΕΤΑΡΤΗ, 16 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013

Ο πολιτικός αναλυτής και ιστορικός Σπύρος Δραϊνας επιχειρεί να αποκρυπτογραφήσει το αίνιγμα «Ανδρέας Παπανδρέου», σκιαγραφώντας την πρώτη περίοδο της πολιτικής του σταδιοδρομίας. Το click@Life εξασφάλισε από τις εκδόσεις "Ψυχογιός" και σας παρουσιάζει την προδημοσίευσή της.

Η βιογραφία «Ανδρέας Παπανδρέου-Η γέννηση ενός πολιτικού αντάρτη» (εκδ. Ψυχογιός) αποκαλύπτει τα καθοριστικά νεανικά χρόνια του ιδρυτή του ΠΑ.ΣΟ.Κ., τη σχέση του με τον πατέρα του, τον «Γέρο της Δημοκρατίας», Γεώργιο Παπανδρέου, τη γνωριμία του με τις ριζοσπαστικές πολιτικές αντιλήψεις και τα πρώτα «πολιτικά» σκιρτήματα, την μακρά περίοδο παραμονής στις ΗΠΑ και τα σχέδια της επιστροφής στην Ελλάδα. Η αφήγηση του βιβλίου φτάνει μέχρι το 1967.

Η βιογραφία προλογίζεται από τον Νίκο Παπανδρέου και αναμένεται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων στις 24 Οκτωβρίου. To click@Life εξασφάλισε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια του βιβλίου, για τα χρόνια της παραμονής του Ανδρέα Παπανδρέου στις ΗΠΑ. Οι επαφές του με σημαίνοντες οικονομολόγους, η ακαδημαϊκή καριέρα του, το πρώτο του διαζύγιο και η γνωριμία του με τη Μαργαρίτα, ο αντίκτυπος των δραματικών γεγονότων στην Ελλάδα και τα όνειρα για επιστροφή στην πατρίδα, αποτελούν μερικούς από τους σταθμούς της συγκεκριμένης περιόδου.

Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει στις 24 Οκτωβρίου

Προδημοσίευση: Τα χρόνια στην Αμερική

Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν είκοσι ενός ετών όταν έφτασε στη Νέα Υόρκη, στις 28 Μαΐου του 1940, ακριβώς πέντε μήνες προτού τα στρατεύματα του Μουσολίνι εισβάλλουν στην Ελλάδα απ’ την Αλβανία. Από διεθνοπολιτική άποψη, η Αμερική του ’40 ήταν μια πολύ διαφορετική χώρα από εκείνη που θ’ άφηνε πίσω του ο Παπανδρέου όταν θα επέστρεφε στην Ελλάδα δύο δεκαετίες αργότερα. Πριν απ’ την είσοδο των ΗΠΑ στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι περισσότεροι Αμερικανοί αισθάνονταν τυχεροί για τη γεωγραφική απομόνωση και την πολιτική αποστασιοποίηση της χώρας τους απ’ τον ταραγμένο κόσμο, που βρισκόταν μακριά απ’ το δυτικό ημισφαίριο. Η άφιξη του Παπανδρέου συνέπεσε με τη βαρυσήμαντη ιστορική αλλαγή που ανέδειξε την Αμερική ως την ηγέτιδα δύναμη του δυτικού κόσμου στην ψυχροπολεμική αντιπαράθεσή της με τη Σοβιετική Ένωση. Από ελληνική σκοπιά, η παραμονή του Παπανδρέου στις ΗΠΑ αποτέλεσε μια μεγάλη παρένθεση, ένα χάσμα στην άμεση επαφή του με την ελληνική πραγματικότητα. Όπως ισχυρίστηκαν επίμονα οι αντίπαλοί του όταν εμφανίστηκε στην ελληνική πολιτική σκηνή το 1964, ο Παπανδρέου ήταν απών απ’ τα δραματικά και συχνά καταστροφικά γεγονότα που διαμόρφωσαν την ιστορία της χώρας στα μέσα του 20ού αιώνα — την Κατοχή, την Αντίσταση και την Απελευθέρωση, τον Εμφύλιο και την οικονομική ανάκαμψη που ακολούθησε στο πλαίσιο μιας συμβιβασμένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.

Κατά ειρωνικό τρόπο, οι ιστορικές συγκρούσεις που σημειώθηκαν ερήμην του Παπανδρέου ήταν εκείνες ακριβώς που θα επιχειρούσε να επιλύσει ο νέος πολιτικός λόγος που ο ίδιος διαμόρφωσε μετά το 1964. Εξίσου ειρωνικό ήταν το γεγονός ότι, προκειμένου να εδραιώσει αυτό τον λόγο, ο Παπανδρέου θα αναγκαζόταν να πάρει θέση ενάντια στην πολιτική της χώρας με την οποία είχε αναπτύξει έναν ισχυρό συναισθηματικό δεσμό, τις ΗΠΑ. Τα σχέδια ώστε να συνεχίσει τις σπουδές του στις ΗΠΑ ο Παπανδρέου είχαν δρομολογηθεί πριν φύγει απ’ την Ελλάδα. Ο πρόεδρος του Κολλεγίου Αθηνών Όμηρος Ντέιβις είχε ήδη ενημερώσει τον πρώην κοσμήτορα και καθηγητή Ιστορίας Χαρίλαο Λαγουδάκη για την επικείμενη άφιξή του. Ο Ανδρέας ήταν ένας απ’ τους αγαπημένους μαθητές του Λαγουδάκη. Όταν το πλοίο του Παπανδρέου έδεσε στο λιμάνι της Νέας Υόρκης, ο Χαρίλαος Λαγουδάκης ήταν ανάμεσα σ’ εκείνους που πήγαν να τον υποδεχτούν. Φτάνοντας, λοιπόν, ο Παπανδρέου είχε και τις συστατικές επιστολές που είχε πάρει απ’ τον Ντέιβις για το Χάρβαρντ και για το Πανεπιστήμιο του Πρίνστον. Η βοήθεια που πρόσφερε ο Λαγουδάκης στον Παπανδρέου ήταν ανεκτίμητη, και το ίδιο θα συνέβαινε δύο δεκαετίες αργότερα, στο ξεκίνημα της πολιτικής του σταδιοδρομίας στην Ελλάδα, όταν ο Λαγουδάκης υπηρετούσε πλέον ως ανώτερος αναλυτής των ελληνικών υποθέσεων στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Χάρη στον Λαγουδάκη ο Παπανδρέου κατάφερε, μέσα σε λίγους μόνο μήνες αφότου έφτασε στις ΗΠΑ, να μπει στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ για μεταπτυχιακές σπουδές στα οικονομικά, έναν επιστημονικό κλάδο με αυξανόμενη σημασία στις ΗΠΑ, ειδικά μετά τη Μεγάλη Ύφεση, όταν η εθνική οικονομία βρέθηκε στο επίκεντρο των κοινωνικών συγκρούσεων και των κυβερνητικών προγραμμάτων αποκατάστασης.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου σε προεκλογική εκστρατεία στην ελληνική επαρχία το 1966

Το Χάρβαρντ, το ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα των ΗΠΑ με το υψηλότερο κύρος, ήταν πρωτοπόρο στο πεδίο των οικονομικών. Κατά τους πρώτους μήνες της διαμονής του στη Νέα Υόρκη, ο Παπανδρέου αισθανόταν απελπιστικά μόνος, αλλά βρήκε τη θεραπεία για τη μοναξιά του στη ρομαντική σχέση που ανέπτυξε με μια νεαρή και γοητευτική Ελληνοαμερικανίδα, τη Χριστίνα Ρασιά. Χρόνια αργότερα, στην αυτοβιογραφία της, η πικρία που ένιωσε μετά το διαζύγιό τους το 1951, αποτυπώνεται με σαφήνεια. Όμως θυμάται τον Ανδρέα –κι ένα μεγάλο μέρος της σχέσης τους– με αρκετή τρυφερότητα: «Ήταν καταπληκτικός χορευτής, πραγματικά θαυμάσιος και χορέψαμε, ήπιαμε και κουβεντιάσαμε μέχρι τις δύο το πρωί… Ήταν και πολύ καλός στη συζήτηση. Αγαπούσε να μιλά για τον εαυτό του, αλλά ήταν επίσης προσεκτικός ακροατής που παρακολουθούσε με συμπάθεια… Υπήρξαν κάποιες φυσικές επαφές στοργής, πολύ ζεστές, πολύ τρυφερές, αλλά πάντα αγνές». Η σχέση τους γινόταν ολοένα και πιο έντονη. Μόλις μετά από λίγες εβδομάδες σχέσης ο Παπανδρέου της έκανε πρόταση γάμου.

Τον Φεβρουάριο του 1941 το ζευγάρι παντρεύτηκε στη Νέα Υόρκη. Η Ρασιά ακολούθησε τον Ανδρέα στο Κέμπριτζ. Δυστυχώς η Ρασιά καταγόταν από οικογένεια μεταναστών με αυστηρές αρχές, με συνέπεια να υποφέρει για χρόνια από κατάθλιψη και σεξουαλική ψυχρότητα. Για κάποιο διάστημα το ζευγάρι πάλεψε με το πρόβλημα, το οποίο η Χριστίνα μπόρεσε τελικά να ξεπεράσει μόνο μετά το διαζύγιό τους. Ο άτυχος γάμος κράτησε δέκα χρόνια και δεν έκαναν παιδιά. Ο Παπανδρέου υποστήριξε με επιτυχία τη διδακτορική διατριβή του στις 5 Οκτωβρίου του 1943. Το θέμα της, «Το είδος και το εύρος της επιχειρηματικής δραστηριότητας», αντικατόπτριζε μία απ’ τις σταθερές τόσο της σκέψης όσο και της πολιτικής του στα μετέπειτα χρόνια — δηλαδή τις προοπτικές για ανάληψη δημιουργικής δράσης μέσα σε μια κοινωνία όπου κυριαρχούσαν οι μεγάλοι γραφειοκρατικοί οργανισμοί.

Λίγους μήνες αφότου πήρε το διδακτορικό του, στις 11 Ιανουαρίου του 1944, κατετάγη στο Ναυτικό για διετή θητεία. O Παπανδρέου έκανε το πρώτο μέρος της θητείας του στο Ναυτικό σε στρατιωτικό νοσοκομείο. Αρχικά υπηρέτησε ως νοσοκόμος, φροντίζοντας τραυματισμένους στρατιώτες στο Ναυτικό Νοσοκομείο στην πόλη Mπεθέσντα στο Μέριλαντ. Του ανέθεσαν τα συγκεκριμένα καθήκοντα όταν σε ερώτησή τους αν είχε κάνει μαθήματα βιολογίας απάντησε θετικά, πως είχε παρακολουθήσει στο Κολλέγιο Αθηνών. Ωστόσο, το ενδιαφέρον του γι’ αυτή την αποστολή μπορεί επίσης να αντικατόπτριζε τη στοργή που έδειχνε στους φίλους του όταν ήταν άρρωστοι. Το μόνο αρνητικό για τον ίδιο ήταν ότι δεν άντεχε να βλέπει αίμα. Έτσι, κάθε φορά που έπρεπε να κάνει μία ένεση σ’ έναν στρατιώτη δυσκολευόταν αρκετά.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος κατά τη διάρκεια της θριαμβευτικής επίσκεψης του πρώτου στην Κύπρο τον Νοέμβριο του 1964

Ο Ανδρέας και η σύζυγός του ζούσαν πλέον χωριστά, με τη Χριστίνα να μπαίνει στην ιατρική σχολή και να ξεκινάει την επαγγελματική της σταδιοδρομία ως παιδοψυχίατρος. Ωστόσο, εξακολουθούσε να υπάρχει ένας πολύ ισχυρός δεσμός ανάμεσά τους. Η απόσταση κατά κάποιο τρόπο επέτρεψε στα συναισθήματα που έτρεφαν ο ένας για τον άλλο να έρθουν στην επιφάνεια. Η Χριστίνα αναφέρει ότι αλληλογραφούσαν καθημερινά. Τα διαστήματα που περνούσαν μαζί έδειχναν ότι υπήρχε «μία σημαντική βελτίωση στη σχέση μας… Όταν ήμασταν μαζί, βάζαμε και οι δύο τα δυνατά μας, για να ευχαριστήσουμε ο ένας τον άλλο». Σε γράμμα του σε έναν θείο της μετά την επίσκεψή της ο Ανδρέας έγραψε: «Όταν η Χριστίνα ήταν μαζί μου, ήμουν ο πιο ευτυχισμένος άνδρας του κόσμου, τώρα είμαι πάλι μόνος». Οι βελτιωμένες σχέσεις τους δε θα έσωζαν την επανασύνδεσή τους μετά το τέλος της θητείας του Παπανδρέου. Στις αρχές του 1944, λίγους μήνες μετά την κατάταξη του Παπανδρέου στο Πολεμικό Ναυτικό, ο πατέρας του διέφυγε απ’ την κατεχόμενη Ελλάδα με προορισμό το Κάιρο, όπου είχε εγκαθιδρυθεί, με πρωτοβουλία των Άγγλων, η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση. Με στόχο να κερδίσει την εύνοια των Άγγλων, ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε στείλει νωρίτερα ένα υπόμνημα στον Τσώρτσιλ, όπου περιέγραφε τις απόψεις του για τον μεταπολεμικό κόσμο. Δηλώνοντας ότι «η ταυτότης των συμφερόντων Ελλάδος και Αγγλίας, διά πρώτην φοράν εις την ιστορία των, είναι απόλυτος», προφήτευε ότι «σήμερον όμως σχηματίζεται μια νέα μορφή του παγκοσμίου ανταγωνισμού. Δύο παγκόσμια μέτωπα διαμορφούνται: Ο Κομμουνιστικός Πανσλαβισμός και ο Φιλελεύθερος Αγγλοσαξoνισμός». Τόνιζε επίσης ότι «ενώ το περιεχόμενον της αντιθέσεως των κοινωνικών των καθεστώτων οσημέραι θα ελαττούται, επειδή αμφότεραι αι παρατάξεις θα συγκλίνουν προς τον Σοσιαλισμόν, θα παραμένη ως κύριον και, βαθμιαίως, ως αποκλειστικόν περιεχόμενον της αντιθέσεως το μέγα θέμα της Ελευθερίας: ατομικής, πολιτικής, εθνικής». Στις 26 Απριλίου του 1944, λίγο μετά την άφιξή του στο Κάιρο, οι Άγγλοι διόρισαν τον Γεώργιο Παπανδρέου πρωθυπουργό της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης. Θα περνούσε ακόμη ένας χρόνος μέχρι την παράδοση του Χίτλερ. Ωστόσο, η πορεία του πολέμου είχε ήδη αναστραφεί, πυροδοτώντας τις προετοιμασίες για την απελευθέρωση της Ελλάδας. Το ΕΑΜ, η μεγαλύτερη αντιστασιακή οργάνωση, πραγματοποίησε εκλογές τόσο στις απελευθερωμένες όσο και στις κατεχόμενες περιοχές της χώρας, δημιουργώντας την προσωρινή Κυβέρνηση του Βουνού. Εντούτοις, η Ελλάδα παρέμεινε εντός του πεδίου των βρετανικών στρατιωτικών επιχειρήσεων. Το ΕΑΜ έστειλε μία αντιπροσωπεία στο Κάιρο, όπου οι διαπραγματεύσεις με την εξόριστη κυβέρνηση κατέληξαν στην πρόταση για σύσταση μιας κυβέρνησης Εθνικής Ενώσεως, στην οποία το ΕΑΜ θ’ αναλάμβανε έξι υπουργεία. Ύστερα από μήνες εσωτερικών αντιπαραθέσεων, το ΕΑΜ αποδέχθηκε τελικά την προσφορά, προφανώς κατ’ εντολήν του Στάλιν. Η Κυβέρνηση του Βουνού διαλύθηκε.

Τον Οκτώβριο ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου και η κυβέρνηση Εθνικής Ενώσεως επέστρεψαν στην Ελλάδα. Ο Άγγλος στρατηγός Σκόμπυ ήταν επικεφαλής των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων, οι αξιωματικοί των οποίων, μετά την καταστολή ενός εαμικού κινήματος στη Μέση Ανατολή, ήταν φανατικοί βασιλόφρονες. Καθώς η νίκη των συμμάχων άρχισε να διαφαίνεται στον ορίζοντα, η επικοινωνία μεταξύ των Παπανδρέου αποκαταστάθηκε. Μαθαίνοντας την είδηση για τον διορισμό του πατέρα του, ο Ανδρέας του έγραψε για να εκφράσει τη «μεγάλη ικανοποίησή» του για το γεγονός ότι η Ελλάδα «έχει για οδηγό το μόνο άνθρωπο, ικανό να την οδηγήσει έξω από το αδιέξοδο των μοντέρνων πολιτικών προβλημάτων». Πέρα απ’ το ό,τι υποδήλωνε το «αδιέξοδο των μοντέρνων πολιτικών προβλημάτων», είναι πολύ πιθανό ν’ αντανακλούσε και την αμηχανία του Ανδρέα για την κατάσταση στην Ελλάδα.

Το αριστερό λαϊκό κίνημα που είχε διογκωθεί στη διάρκεια της Κατοχής είχε αναδιαμορφώσει ριζικά το πολιτικό τοπίο της Ελλάδας, καθιστώντας το αγνώριστο σε κάποιον που είχε εγκαταλείψει τη χώρα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά. Τρεις μήνες πριν απ’ την απελευθέρωση της Ελλάδας δόθηκε στον νεαρό Παπανδρέου μια προνομιακή ευκαιρία να επανασυνδεθεί όχι τόσο με τη νέα πραγματικότητα στην Ελλάδα, όσο με τους εξόριστους Έλληνες πολιτικούς ηγέτες, οι οποίοι είχαν εξουσιοδοτηθεί απ’ τους Συμμάχους να εκπροσωπήσουν τα συμφέροντα της χώρας. Τον Ιούλιο του 1944, έπειτα από μεσολάβηση του πατέρα του, πήρε μια ολιγοήμερη άδεια απ’ το Πολεμικό Ναυτικό για να προσφέρει ως εμπειρογνώμονας τις υπηρεσίες του στην ελληνική αντιπροσωπεία που συμμετείχε στη Νομισματική και Χρηματοπιστωτική Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών στο Μπρέτον Γουντς.

Η ελληνική αποστολή που εστάλη απ’ την εξόριστη στο Κάιρο ελληνική κυβέρνηση είχε επικεφαλής τον Κυριάκο Βαρβαρέσο. Ο ρόλος του Ανδρέα ορίστηκε από τον εξόριστο πρωθυπουργό και πατέρα του. Η Χριστίνα πήγε μαζί του στη σύνοδο. Εκεί ο Ανδρέας γνώρισε τον διάσημο Βρετανό οικονομολόγο Τζων Μέυναρντ Κέυνς, οι ιδέες του οποίου αποτέλεσαν τη βάση για την ίδρυση της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, των δύο χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που θα χρησιμεύσουν σαν εργαλεία, υπό την αιγίδα των ΗΠΑ, για τη μεταπολεμική οικονομική ανάκαμψη στη Δυτική Ευρώπη. Προς απογοήτευση του Κέυνς, οι Αμερικανοί θα καταφέρουν να παραγκωνίσουν τις πάλαι ποτέ Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης στη διαχείριση του νέου παγκόσμιου οικονομικού συστήματος που ο ίδιος υποστήριζε.

Φαίνεται πως ο Γεώργιος Παπανδρέου είδε τη συμμετοχή του γιου του στη Διάσκεψη του Μπρέτον Γουντς σαν μια ευκαιρία για την επιστροφή του Ανδρέα στην Ελλάδα, ένα θέμα που θα κυριαρχήσει στις σχέσεις τους τα μετέπειτα χρόνια. Ωστόσο, ο ίδιος ο Ανδρέας αντιστάθηκε στα ανοίγματά του. Εκμεταλλευόμενος το καθεστώς που ίσχυε για τους αλλοδαπούς που είχαν υπηρετήσει στις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις, τον Νοέμβριο του 1944 απέκτησε την αμερικανική υπηκοότητα, επιβεβαιώνοντας την απόφασή του να ξεκινήσει μια καινούργια ζωή στις ΗΠΑ. Εν τω μεταξύ, τα γεγονότα στην Ελλάδα πήραν δραματική τροπή. Η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου αποδείχθηκε ανίσχυρη να αντιμετωπίσει τις ριζοσπαστικές πολιτικές δυνάμεις που είχαν αναδυθεί στη διάρκεια της Κατοχής. Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1944, οι υπουργοί του ΕΑΜ παραιτήθηκαν απ’ την κυβέρνηση. Λίγες μέρες αργότερα η κυβέρνηση διέλυσε βίαια ένα συλλαλητήριο του ΕΑΜ στην Πλατεία Συντάγματος. Αιματηρές οδομαχίες ξέσπασαν σε ολόκληρη την πόλη. Με την κυβέρνηση να παραπαίει, ο Γεώργιος Παπανδρέου υπέβαλε την παραίτησή του.

Τα γεγονότα στην Ελλάδα ώθησαν τον Ανδρέα να στείλει ένα γράμμα συμπαράστασης στον πατέρα του: «Χωρίς καμιά αμφιβολία πέρασες και περνάς ακόμη τις πιο δύσκολες μέρες της πολιτικής σου σταδιοδρομίας», έγραφε. Στη συνέχεια διαπίστωνε, «Μέσα στην απελπιστικά συγκεχυμένη εικόνα των ελληνικών πραγμάτων, μονάχα μια σταθερή και άκαμπτη γραμμή ηγεσίας υπάρχει — η δικιά σου». Η δήλωση αυτή φαίνεται να έγινε περισσότερο απ’ την επιθυμία του να αναπτερώσει το ηθικό του πατέρα του, παρά επειδή είχε καταλάβει τι είχε συμβεί. Η ψυχολογική αλλά και η φυσική απόσταση απ’ τα γεγονότα αντανακλάται στην εξομολόγησή του για τη μη συχνή αλληλογραφία του, για την οποία προσπάθησε να επανορθώσει βεβαιώνοντας τον πατέρα του πως «είμαι πάντα δίπλα σου, πάντα κοντά σου».

Εν τω μεταξύ, ο Τσώρτσιλ έδωσε εντολή στον Σκόμπυ να θεωρήσει την Αθήνα ως «πόλη υπό κατάληψη». Στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι τον Φεβρουάριο του 1945, οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις υπό τη διοίκηση του Σκόμπυ, μαζί με 75.000 Βρετανούς στρατιώτες που είχαν την υποστήριξη της Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας, κατάφεραν να εξουδετερώσουν τον ΕΛΑΣ. Τον Φεβρουάριο ο ΕΛΑΣ αφοπλίστηκε στο πλαίσιο της Συμφωνίας της Βάρκιζας. Σε προσωπικό επίπεδο ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν επηρεάστηκε απ’ το ασταθές ξεκίνημα των μεταπολεμικών διευθετήσεων στην Ευρώπη, αλλά απ’ τη συνέχιση του πολέμου στον Ειρηνικό. Στις αρχές του 1945, η νοσοκομειακή μονάδα όπου υπηρετούσε έλαβε εντολή να μετακινηθεί στην Καλιφόρνια με τελικό προορισμό την Οκινάουα, όπου, αρχής γενομένης τον Μάρτιο του 1945, θα διεξάγονταν οι κορυφαίες μάχες του πολέμου με την Ιαπωνία.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου κατά τη διάρκεια της πρώτης εκστρατείας του τον Φεβρουάριο του 1964

Τελικά ο Ανδρέας γλίτωσε απ’ το αιματηρό μέτωπο του Ειρηνικού, καθώς το διδακτορικό του στα Οικονομικά τον οδήγησε σ’ ένα μεγάλο ναυπηγείο του Πολεμικού Ναυτικού, κοντά στο Σαν Φρανσίσκο, όπου οι μαθηματικές του δεξιότητες αξιοποιήθηκαν στην ανάπτυξη τύπων για τη βελτιστοποίηση των εργασιών επισκευής του στόλου. Η παρουσία του στη Δυτική Ακτή τον έφερε και πάλι σ’ επαφή με την ελληνική πραγματικότητα. Το Σαν Φρανσίσκο ήταν η πόλη όπου, στις 15 Απριλίου του 1945, περίπου πενήντα χώρες, ανάμεσά τους και η Ελλάδα, υπέγραψαν τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Ως μεταφραστής για την ελληνική αντιπροσωπεία, ο Παπανδρέου ήταν γι’ άλλη μια φορά παρών σε μια κρίσιμη στιγμή για τη δημιουργία του μεταπολεμικού κόσμου.

Εν τω μεταξύ, η κατάσταση στην Ελλάδα παρέμενε ρευστή. Η στρατιωτική ήττα του ΕΑΜ είχε αποδυναμώσει την πολιτική επιρροή του στη χώρα. Πλήρως αποδυναμωμένος, ο Γεώργιος Παπανδρέου βρέθηκε στο περιθώριο των εξελίξεων. Ενόψει των εκλογών που είχαν συμφωνηθεί στη Βάρκιζα, ίδρυσε το Δημοκρατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα. Στην Ευρώπη, ένα μήνα μετά την υπογραφή της χάρτας των Ηνωμένων Εθνών οι Γερμανοί συνθηκολόγησαν. Στις 6 Αυγούστου του 1945, οι ΗΠΑ έριξαν την ατομική βόμβα στη Χιροσίμα. Η Χριστίνα θα περιέγραφε αργότερα το αίσθημα απογοήτευσης που ένιωσε ο Ανδρέας μαθαίνοντας την ύπαρξη του ολέθριου νέου όπλου. Ο πόλεμος στον Ειρηνικό έληξε τον επόμενο μήνα, με την παράδοση των Ιαπώνων.

Ο Παπανδρέου περίμενε με ανυπομονησία να λήξει η θητεία του στο Πολεμικό Ναυτικό για να επιστρέψει στο Χάρβαρντ. Λίγο μετά την απόλυσή του, τον Απρίλιο του 1946, βρέθηκε ξανά στο Κέμπριτζ και άρχισε να παραδίδει μαθήματα στα θερινά τμήματα διδασκαλίας του Χάρβαρντ. Εν τω μεταξύ, οι πολιτικές συνθήκες στην Ελλάδα είχαν επιδεινωθεί. «Ο πατέρας είναι πολύ ανήσυχος για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα», έγραψε ο Ανδρέας στον θείο της Χριστίνας. «Την παρομοιάζει με ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί», πρόσθεσε εκφράζοντας την ελπίδα ότι «τα πράγματα δεν είναι τόσο άσχημα όσο φαίνονται». Τα πράγματα, όμως, ήταν όντως άσχημα. Οι εκλογές της 31ης Μαρτίου του 1946 διεξήχθησαν μέσα σε ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες για την Αριστερά. Αντιδρώντας στην εντεινόμενη Λευκή Τρομοκρατία, το ΕΑΜ είχε καλέσει τους οπαδούς του να απόσχουν.

Συνέπεια της τακτικής αυτής ήταν να κερδίσει τις εκλογές η Δεξιά, γεγονός που στέρησε απ’ την Αριστερά τα αναγκαία πολιτικά μέσα για να προστατευθεί απ’ όσους επεδίωκαν την καταστολή της. Το πολιτικό κλίμα πολώθηκε και πολλοί πρώην αντιστασιακοί κατέφυγαν στα βουνά. Οι συνθήκες για το ξέσπασμα ενός εμφυλίου πολέμου ωρίμασαν με ραγδαίο ρυθμό. Απομονωμένος απ’ την ελληνική πραγματικότητα, ο Παπανδρέου πέρασε το ακαδημαϊκό έτος 1946-47 στο Χάρβαρντ ως συντονιστής για τις εισαγωγικές συνεδρίες συζητήσεων στα Οικονομικά. Στη διάρκεια της χρονιάς, ενίσχυσε τις υπάρχουσες επαφές του στο πανεπιστήμιο κι έκανε νέες, σημαντικές γνωριμίες.

Οι σχέσεις του με τον Καρλ Κέιζεν και τον Τζων Κένεθ Γκάλμπρεϊθ, αν και όχι ιδιαίτερα στενές στην αρχή, με την πάροδο των χρόνων θ’ αποκτούσαν ολοένα μεγαλύτερη σημασία. Ο Κέιζεν ήταν ένας απ’ τους επικεφαλής του τμήματος συνεδριών, και ο Ανδρέας έπαιζε τον ρόλο του «επιλοχία» του. Είχε πάει στο Χάρβαρντ για μεταπτυχιακές σπουδές στα Οικονομικά, μετά την απόλυσή του απ’ τον στρατό, όπου είχε υπηρετήσει στο Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών (OSS), όπως και ο Γκάλμπρεϊθ, ο οποίος ήταν ήδη διάσημος οικονομολόγος όταν αποχώρησε απ’ το Χάρβαρντ το 1939, για να εργαστεί ως αρθρογράφος στο εγνωσμένου κύρους περιοδικό Fortune.

Παρότι δε δίδασκε πλέον στο Χάρβαρντ όταν ο Παπανδρέου ξεκίνησε τις σπουδές του εκεί, το πιθανότερο είναι ότι γνωρίστηκαν στα σεμινάρια που διοργάνωσε στο πανεπιστήμιο κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ο Γκάλμπρεϊθ εντυπωσιάστηκε απ’ τον νεαρό Παπανδρέου, τον οποίο και στήριξε εμπράκτως κατά τη διάρκεια της στενής και μακρόχρονης φιλίας τους. Το φθινόπωρο του 1947 ο Παπανδρέου έφυγε απ’ το Κέμπριτζ για να διδάξει στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότας. Έχοντας τις ισχυρές συστάσεις του Γκάλμπρεϊθ, ο Παπανδρέου προσελήφθη ως αναπληρωτής καθηγητής, μια βαθμίδα πάνω απ’ ό,τι ίσχυε συνήθως για τους νεοπροσληφθέντες. Τα επόμενα εννέα χρόνια, μέχρι το 1956, το Πανεπιστήμιο της Μινεσότας θα ήταν η έδρα του, ενώ το μεγαλύτερο διάστημα θα μοιραζόταν το ίδιο γραφείο με τον Γουόλτερ Χέλερ, ο οποίος επί προεδρίας Κένεντυ θ’ αναλάμβανε επικεφαλής του ισχυρού Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων. Κατά τη διάρκεια του τελευταίου εξαμήνου του Παπανδρέου στο Χάρβαρντ, η Ελλάδα είχε γίνει πλέον το κομβικό σημείο για τη δυναμική είσοδο της Αμερικής στην παγκόσμια σκηνή ως ηγέτιδας του Ελεύθερου Κόσμου. Μετά την ανακοίνωση του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών Έρνεστ Μπέβιν ότι τα βρετανικά στρατεύματα θ’ αποσύρονταν απ’ την Ελλάδα, ο πρόεδρος Χάρι Τρούμαν δήλωσε ενώπιον του Κογκρέσου, στις 12 Μαρτίου του 1947, ότι η Ουάσινγκτον θα έστελνε σημαντική στρατιωτική και οικονομική βοήθεια στην Αθήνα προκειμένου να εξουδετερώσει τους ένοπλους κομμουνιστές που είχαν συγκεντρωθεί στα βουνά.

Αυτή η θεαματική κίνηση, η οποία στόχευε στην «ανάσχεση» της σοβιετικής επέκτασης στην Ευρώπη, αποτέλεσε καθοριστική στιγμή στην εκκολαπτόμενη αντιπαλότητα της Αμερικής με τη Σοβιετική Ένωση. Για τις ΗΠΑ, η Ελλάδα αποτελού­σε πλέον το πρώτο πεδίο μάχης του Ψυχρού Πολέμου, γεγονός που οδήγησε στην ανάπτυξη ενός νέου και πανίσχυρου μηχανισμού προώ­θησης της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, στον οποίο εντάχθηκε και η νεοσύστατη Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (CIA). Για την Ελλάδα, η επέμβαση των ΗΠΑ στον Εμφύλιο Πόλεμο θα σηματοδοτούσε την έναρξη μιας στενής και περίπλοκης σχέσης εξάρτησης με τη νέα υπερδύναμη.

Η αντίδραση του Παπανδρέου στο Δόγμα Τρούμαν, όταν αυτό ανακοινώθηκε, δεν έχει καταγραφεί πουθενά. Ωστόσο, οι συνέπειές του έγιναν εμφανείς για τον ίδιο μ’ έναν βαθιά προσωπικό τρόπο, όταν, το φθινόπωρο του 1948, πληροφορήθηκε την τύχη του παλιού συντρόφου του Χρήστου Καράμπελα, ο οποίος συμμετείχε στην αντιμεταξική φοιτητική ομάδα που είχε δημιουργήσει ο Ανδρέας πριν από τον πόλεμο.

Ο Γεώργιος και ο Ανδρέας Παπανδρέου, στο σπίτι του πρώτου στο Καστρί,

Ο Καράμπελας είχε αναπτύξει αντιστασιακή δράση κατά τη διάρκεια της Κατοχής και στη συνέχεια κατετάγη στο ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό. Τον Ιανουάριο του 1948 συνελήφθη με την κατηγορία της συμμετοχής σε μια ανταρσία αριστερών στο Ναυτικό. Μαζί με περίπου εκατόν είκοσι άλλους κατηγορούμενους δικάστηκε από το περιβόητο Έκτακτο Στρατοδικείο που λειτούργησε κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου.

Στις 26 Ιουνίου, ο Καράμπελας και άλλοι δεκαεννιά συγκατηγορούμενοί του κρίθηκαν ένοχοι και οδηγήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Το φθινόπωρο του 1948 ο Παπανδρέου έλαβε από τον Τάκη Κύρκο, μέλος της ομάδας του, ένα αντίγραφο της επιστολής που είχε στείλει ο Καράμπελας στους φίλους του λίγο πριν απ’ την εκτέλεσή του. Η θλίψη του Παπανδρέου μετατράπηκε σε σοκ όταν πληροφορήθηκε τις συνθήκες θανάτου του συντρόφου του. Ο Καράμπελας είχε την ευκαιρία να γλιτώσει το εκτελεστικό απόσπασμα αν υπέγραφε μια δήλωση αποκήρυξης του κομμουνισμού. Αρνήθηκε όμως να το πράξει, παρότι δεν ήταν κομμουνιστής. Η ανυποχώρητη στάση του συγκλόνισε τον Παπανδρέου, προκαλώντας του κατάπληξη και δέος.

Το τραγικό τέλος του Καράμπελα τον έκανε να συνειδητοποιήσει τα διλήμματα αλλά και τις αδικίες που συνόδευαν την αμερικανική εκστρατεία για τη διάσωση της Ελλάδας απ’ τον κομμουνισμό. Το 1948 ήταν, επίσης, έτος προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ.

Τον Νοέμβριο, λίγο πριν μπει στα τριάντα, ο Παπανδρέου ψήφισε για πρώτη φορά αφότου απέκτησε την αμερικανική υπηκοότητα. Η ψήφος του, υπέρ του αριστερού υποψηφίου Χένρι Γουάλας, ήταν μια ακόμη ένδειξη της στάσης του απέναντι στον Ψυχρό Πόλεμο. Εξέχων μέλος της κυβέρνησης Ρούζβελτ και αμετανόητος οπαδός του «New Deal», ο Γουάλας ήρθε σε ρήξη με τον Τρούμαν και τους Δημοκρατικούς, ιδρύοντας στη συνέχεια το βραχύβιο Προοδευτικό Κόμμα (Pro­gressive Party). Αξίζει να σημειωθεί ότι η βασική αιτία της ρήξης ήταν το γεγονός ότι ο Τρούμαν είχε υποχρεώσει τον Γουάλας να παραιτηθεί από υπουργός Εμπορίου το 1945, λόγω των διαφωνιών του για τη σκληρή στάση της Ουάσινγκτον απέναντι στη Σοβιετική Ένωση.

Βέβαια, οι διαφορές που χώριζαν τους Δημοκρατικούς του Τρούμαν απ’ τους Προοδευτικούς του Γουάλας δεν αφορούσαν μόνο στην εξωτερική πολιτική, αλλά και στα εσωτερικά ζητήματα. Για παράδειγμα, ο Γουάλας υποστήριζε, όπως και οι Βρετανοί Εργατικοί, την κρατική χρηματοδότηση του συστήματος υγείας. Ωστόσο, η έντονη κριτική του Γουάλας στο Δόγμα Τρούμαν ήταν επίσης ένα κρίσιμο ζήτημα, αφού χάραζε μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους φιλελεύ­θερους που τάσσονταν υπέρ της ψυχροπολεμικής, αντικομμουνιστικής εκστρατείας του Τρούμαν και σ’ εκείνους που θεωρούσαν ότι οι ΗΠΑ μπορούσαν να προχωρήσουν σε μία αμοιβαία αποδεκτή μεταπολεμική διευθέτηση με τη σταλινική Σοβιετική Ένωση, με την οποία είχαν συμμαχήσει κατά τη διάρκεια του πολέμου. Παρά τις υβριστικές επιθέσεις που δεχόταν απ’ τους φιλελεύθερους, οι οποίοι τον κατηγορούσαν ότι είχε θέσει την προεκλογική του εκστρατεία υπό τον πλήρη έλεγχο του Αμερικανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, ο Γουάλας αρνήθηκε ν’ αποκηρύξει τη στήριξη των κομμουνιστών.

Απ’ την πλευρά τους, οι αντικομμουνιστές φιλελεύθεροι του Δημοκρατικού Κόμματος βρήκαν τον εκφραστή τους στο πρόσωπο του Άρθουρ Σλέσινγκερ του νεότερου, καθηγητή Ιστορίας στο Χάρβαρντ. Σε μια προσπάθεια να δώσει οργανωμένη έκφραση στον συνδυασμό της προοδευτικής εσωτερικής πολιτικής με τη στρατευμένη εναντίωση στον σοβιετικό κομμουνισμό, ο Σλέσινγκερ ίδρυσε το 1947 μαζί με την Έληνορ Ρούζβελτ και τον Χάμπερτ Χάμφρυ την οργάνωση «Αμερικανοί για Δημοκρατική Δράση» (ADA).

Σ’ ένα άρθρο-ορόσημο που δημοσίευσε τον Απρίλιο του 1948, ο Σλέσινγκερ παρουσίασε τον φιλελευθερισμό σαν μια «μαχόμενη πίστη», που αντιτίθεται εξίσου στον φασισμό και τον σταλινισμό. Αποκάλεσε, δε, αυτό τον αντικομμουνιστικό φιλελευθερισμό «Ζωτικό Κέντρο» ή «μη κομμουνιστική Αριστερά». Στην Ευρώπη εκφραζόταν απ’ τα σοσιαλιστικά κόμματα, τα οποία ο Σλέσινγκερ χαρακτήριζε ως το ισχυρότερο ανάχωμα στην εξάπλωση του κομμουνισμού, μετά την κήρυξη του Ψυχρού Πολέμου έναντι στη Σοβιετική Ένωση. Στις ΗΠΑ, το Ζωτικό Κέντρο εκφραζόταν κυρίως απ’ τους φιλελεύθερους Δημοκρατικούς, αλλά και απ’ τους κοινωνικά προοδευτικούς και διεθνιστές Ρεπουμπλικανούς. Οι απόψεις του Σλέσινγκερ αποτέλεσαν τη θεωρητική βάση για τη δικομματική συναίνεση στα θέματα εξωτερικής πολιτικής, η οποία θα καθόριζε τις παραμέτρους της αντιπαράθεσης για την ψυχροπολεμική πολιτική των ΗΠΑ τις επόμενες δύο δεκαετίες.

Επιπλέον, ο ψυχροπολεμικός φιλελευθερισμός του Δημοκρατικού Κόμματος θα διαδραμάτιζε έναν σύνθετο ρόλο στην πολιτική δράση που θ’ ανέπτυσσε ο Ανδρέας στην Ελλάδα στη δεκαετία του ’60. Η μετακόμιση του Παπανδρέου στη Μινεάπολη της Μινεσότας το 1947 επιδείνωσε ακόμα περισσότερο τη συζυγική του σχέση. Το φθινόπωρο εκείνης της χρονιάς, λίγο πριν φύγει ο Παπανδρέου για τη Μινεάπολη, η μητέρα του Σοφία ήρθε απ’ την Ελλάδα για να ζήσει με το ζευγάρι.

Ο Ανδρέας και η μητέρα του εγκαταστάθηκαν σ’ ένα μικρό διαμέρισμα στη Μινεάπολη. Η Χριστίνα έμεινε στη Βοστόνη για να συνεχίσει τις σπουδές της στην Ιατρική, με την προοπτική να μετακομίσει αργότερα στη Μινεάπολη. Εν τω μεταξύ, κάτι άλλαξε στην προσωπική ζωή του Παπανδρέου. Τον Φεβρουάριο του 1948, ενώ περίμενε στην αίθουσα αναμονής ενός Ελληνοκύπριου οδοντιάτρου στη Μι­νεά­πολη, γνώρισε τη Μάργκαρετ Τσαντ. Η εικοσιτετράχρονη Τσαντ, απ’ το Έλμχερστ του Ιλινόις, είχε επίσης ραντεβού με τον οδοντίατρο, όχι όμως για τα δόντια της. Η Μαργαρίτα Τσαντ είχε ιδρύσει μια εταιρεία δημοσίων σχέσεων και βοηθούσε τον οδοντίατρο να γράψει ένα βιβλίο για τη λαχτάρα του να επιστρέψει στην πατρίδα του, την Κύπρο. Περιμένοντας στον προθάλαμο του ιατρείου, ο Παπανδρέου και η Τσαντ έπιασαν κουβέντα. Ο Ανδρέας εξέφρασε τα δικά του συναισθήματα για τη φυγή του απ’ την Ελλάδα. Είπε στη Μαργαρίτα ότι «ένιωθε νοσταλγία για την Ελλάδα», αλλά, σε αντίθεση με τον Ελληνοκύπριο πελάτη της, «δεν είχε καμία επιθυμία να επιστρέψει». Η χημεία μεταξύ τους ήταν έντονη. Ερωτεύτηκαν με πάθος. Μετά από λίγους μήνες ο Ανδρέας ζήτησε διαζύγιο απ’ τη Χριστίνα, που βρισκόταν ακόμα στη Βοστόνη. Εκείνη αρνήθηκε και συντετριμμένη ζήτησε ψυχιατρική βοήθεια. Ο Ανδρέας, ακολουθώντας τις συμβουλές του γιατρού και μη μπορώντας να ξεφύγει απ’ τον δυστυχισμένο γάμο του, υπαναχώρησε. Αυτό οδήγησε στην αποχώρηση της Μαργαρίτας. Το καλοκαίρι του 1948 διέκοψαν τη σχέση τους.

Ολοκληρώνοντας τις ιατρικές σπουδές της, η Χριστίνα πήγε να ζήσει στη Μινεάπολη με τον Ανδρέα και τη μητέρα του. Όμως η παρουσία της Σοφίας υπενθύμιζε στη Χριστίνα ότι δεν μπορούσε να τεκνοποιήσει, γεγονός που δημιουργούσε μεγαλύτερη πίεση σ’ έναν ήδη προβληματικό γάμο. Ωστόσο, το ζευγάρι θα έμενε μαζί ακόμη τρία χρόνια. Το καλοκαίρι του 1950 ο Παπανδρέου συναντήθηκε με τον πατέρα του για πρώτη φορά μετά την εγκατάστασή του στις ΗΠΑ.

Στην Ελλάδα, οι τελευταίες μάχες του Εμφυλίου Πολέμου είχαν διεξαχθεί τον Σεπτέμβριο του 1949. Τον επόμενο Μάρτιο, μετά την άρση του στρατιωτικού νόμου, έγιναν οι πρώτες εκλογές μετά τον Εμφύλιο. Τον Απρίλιο ο Γεώργιος Παπανδρέου ορίστηκε υπουργός Εσωτερικών και Δημοσίας Τάξεως στη βραχύβια κεντρώα κυβέρνηση Πλαστήρα, η οποία τον έστειλε σε επίσημη επίσκεψη στην Ουάσινγκτον τον Αύγουστο. Ο Ανδρέας και η Χριστίνα ταξίδεψαν απ’ τη Μινεσότα για να τον συναντήσουν. Η Χριστίνα θυμάται, όμως, και την αγωνία του Γεωργίου Παπανδρέου για το μέλλον του γιου του: «Αγωνιζόταν να πείσει τον Ανδρέα να επιστρέψει στην Ελλάδα, για να καταλάβει τη θέση που του αξίζει. “Όλη η Ελλάδα σε περιμένει, γιε μου”, έλεγε. “Και τι μπορεί να κάνει ο Ανδρέας στις Ηνωμένες Πολιτείες”, ρωτούσε δραματικά. “Ένας καθηγητής πανεπιστημίου. Και τι είναι ένας καθηγητής πανεπιστημίου; Ένα τίποτα!”».

Η Ρασιά δεν αναφέρει τις αντιδράσεις του Ανδρέα στις πιέσεις του πατέρα του. Οι πιέσεις αυτές βέβαια δεν έφεραν αποτέλεσμα. Εν τω μεταξύ, ο Γεώργιος Παπανδρέου έδωσε τα δικά του διαπιστευτήρια στην αμερικανική πολιτική ελίτ ως φιλελεύθερος αντικομμουνιστής, μ’ ένα άρθρο που δημοσίευσε στο μεγάλης επιρροής περιοδικό Foreign Affairs. Εξυμνώντας το Δόγμα Τρούμαν και το Σχέδιο Μάρσαλ, ο Γεώργιος Παπανδρέου απηύθυνε έκκληση να ενισχυθούν οι «ιδεολογικοί δεσμοί» μεταξύ των ελεύθερων εθνών της Ευρώπης και της Αμερικής, ως αντίβαρο στην «ιδεολογική πέμπτη φάλαγγα» που εκπροσωπούσαν τα κομμουνιστικά κόμματα στη Δυτική Ευρώπη.14 Χαρακτηρίζοντας το άρθρο «μια λαμπρή συνεισφορά», ο εκδότης του περιοδικού διαβεβαίωσε τον Γεώργιο Παπανδρέου γράφοντάς του πως «η ανάλυση και οι προτάσεις σας θα τύχουν μεγάλης αναγνωσιμότητας και πιστεύω πως ίσως επηρεάσουν τα υψηλά κλιμάκια».15 Μετά τον χωρισμό τους το καλοκαίρι του 1948, ο Ανδρέας και η Μαργαρίτα Τσαντ είχαν σποραδικές μόνο επαφές.

Φεύγοντας απ’ τη Μινεσότα, η Μαργαρίτα είχε αρχίσει να εργάζεται στην αμερικανική Υπηρεσία Δημόσιας Υγείας. Όταν διάβασε τυχαία σε μια εφημερίδα για την επίσκεψη του Γεωργίου Παπανδρέου στην Ουάσινγκτον, έστειλε το δημοσίευμα στον Ανδρέα. Εν τω μεταξύ, ο Ανδρέας ετοιμαζόταν να εργαστεί το ακαδημαϊκό έτος 1950-1951 ως επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Νορθγουέστερν, στο Ίβανστον του Ιλινόις. Η Χριστίνα αποφάσισε να παραμείνει στο Κέμπριτζ και να ξεκινήσει την καριέρα της στην παιδοψυχιατρική. Απ’ το Νορθγουέστερν, ο Ανδρέας άρχισε να στέλνει έναν χείμαρρο επιστολών στη Μαργαρίτα. Ενδιάμεσα έστειλε ένα γράμμα στη Χριστίνα, θέτοντας και πάλι το θέμα του διαζυγίου. «Δεν μπορώ να ζω άλλο στο ψέμα», της έγραψε. Η Χριστίνα λύγισε τελικά και του απάντησε «να προχωρήσει και να κάνει ό,τι θέλει».

Έκπληκτη ανακάλυψε ότι η Μαργαρίτα, την οποία είχε καταφέρει ν’ απομακρύνει δύο χρόνια νωρίτερα, ήταν η γυναίκα για χάρη της οποίας την εγκατέλειψε ο Ανδρέας. Εκείνο το καλοκαίρι ο Ανδρέας και η Μαργαρίτα έκαναν διακοπές διάρκειας έξι εβδομάδων στη λίμνη Πίραμιντ στη Νεβάδα, περιμένοντας να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες για την έκδοση του διαζυγίου. Γοητευμένος απ’ την ατμόσφαιρα της αμερικανικής Δύσης, ο Ανδρέας φορούσε «ένα μεγάλο καουμπόικο καπέλο και μια φαρδιά καουμπόικη ζώνη — το μόνο που του έλειπε ήταν το όπλο που θα έπρεπε να κρέμεται κάπου στο πλάι». Στις 30 Αυγούστου παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο στο Ρίνο. Στη συνέχεια το ζευγάρι επέστρεψε στη Μινεσότα για την έναρξη του ακαδημαϊκού έτους. Οι νεόνυμφοι δημιούργησαν γρήγορα οικογένεια, ξεκινώντας τον Ιούνιο του 1952 με τη γέννηση του Γιώργου, ο οποίος, σύμφωνα με την ελληνική παράδοση, πήρε τ’ όνομα του πατέρα του Ανδρέα. Κατά τη διάρκεια της πρώτης εγκυμοσύνης της Μαργαρίτας, η μητέρα του Ανδρέα, η οποία είχε φύγει για την Ελλάδα όταν ο Ανδρέας δίδασκε στο Νορθγουέστερν, επέστρεψε για να γίνει μόνιμο μέλος της οικογένειας. Παρότι αισθανόταν ευγνωμοσύνη για τη βοήθεια της Σοφίας, η σχέση της Μαργαρίτας με την Ελληνίδα πεθερά της δεν ήταν εντελώς ανέφελη.

Η επιμονή της Σοφίας να επιβάλει τη θέλησή της στη Μαργαρίτα, ως μεγαλύτερη στην ηλικία από εκείνη, ερχόταν σε σύγκρουση με τον μοντέρνο και ανεξάρτητο τρόπο σκέψης της νύφης της. Όταν διαφωνούσαν, ο Ανδρέας έπαιρνε πάντοτε το μέρος της Μαργαρίτας. Τελικά οι δύο γυναίκες κατάφεραν να ξεπεράσουν τα μεταξύ τους προβλήματα. Προς ικανοποίηση της Σοφίας, το ζευγάρι τής χάρισε και άλλα εγγόνια. Το 1954 γεννήθηκε η Σοφία, που πήρε τ’ όνομα της μητέρας του Ανδρέα. Το 1956 γεννήθηκε ο Νίκος και το 1959 ο Ανδρέας ή Αντρίκος. Ο γάμος του Ανδρέα με τη Μαργαρίτα σφράγισε συμβολικά τους δεσμούς του με τις ΗΠΑ και τη νέα του ταυτότητα ως Αμερικανός πολίτης.

Οι Παπανδρέου ήταν ένα αγαπητό και πρόσχαρο ζευγάρι. Χαίρονταν ο ένας τη συντροφιά του άλλου, ενώ απολάμβαναν τις συγκινήσεις, πνευματικές και κοινωνικές, που πρόσφερε η ζωή σ’ ένα φιλελεύθερο αμερικανικό πανεπιστήμιο. Ο Ανδρέας απέκτησε επίσης πάθος για την αμερικανική τζαζ κι έγινε φανατικός θαυμαστής του Νατ Κινγκ Κόουλ, του Λούις Άρμστρονγκ, καθώς κι ενός τραγουδιστή που είχαν γνωρίσει στο Ρίνο, του Φρανκ Σινάτρα.

Στο Χάρβαρντ, οι συνάδελφοι και οι μέντορές του έβλεπαν ήδη τον Παπανδρέου ως ένα άτομο με λαμπρό μέλλον. «Όλοι μας θεωρούσαμε ότι ο Ανδρέας ήταν μία απ’ τις πλέον πολυσχιδείς προσωπικότητες της εποχής του», θα έλεγε αργότερα ο Τζων Κένεθ Γκάλμπρεϊθ. «Είχε ένα ευρύ φάσμα ενδιαφερόντων —πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά— και μπορούσε να τα εκφράζει μ’ έναν ιδιαίτερα ευφυή κι ενδιαφέροντα τρόπο».18 Ο Ανδρέας παρακολουθούσε ανελλιπώς τα ακαδημαϊκά συνέδρια και δημοσίευε τακτικά κείμενα και άρθρα. Αποκαλυπτικό του προσανατολισμού του στην πολιτική ήταν το άρθρο που δημοσίευσε στις αρχές του 1952 με τίτλο «Μερικά βασικά προβλήματα στη θεωρία της επιχείρησης», δίνοντας έμφαση στην «εκτεταμένη γραφειοκρατία» και την «τάση συγκεντρωτισμού» που χαρακτήριζαν τα οικονομικά συστήματα της ΕΣΣΔ και της ναζιστικής Γερμανίας, αλλά και τις καπιταλιστικές κοινωνίες της Βρετανίας και των ΗΠΑ.19 Διατυπώνοντας τον προβληματισμό του σχετικά με την παγκόσμια τάση προς τον γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό, ο Παπανδρέου κατέληγε στο εξής νηφάλιο συμπέρασμα: «Δεν μπορούμε να πάρουμε στα σοβαρά την ιδέα ότι είναι εφικτό ν’ αντιστρέψουμε αυτή τη διαδικασία. Πολλές από αυτές τις εξελίξεις πρέπει να γίνουν δεκτές ως μόνιμα, κατά το μάλλον ή ήττον, χαρακτηριστικά του νέου status quo». Με τον τρόπο αυτό περιόριζε τους οικονομολόγους στον ρόλο των τεχνικών συμβούλων των πολιτικών σχετικά με τη δυνατότητα υλοποίησης των προτάσεών τους. Οι σκέψεις αυτές δείχνουν ότι ο Παπανδρέου, όπως πολλοί άλλοι προοδευτικοί της γενιάς του, είχε εγκαταλείψει κάθε ελπίδα για ριζική κοινωνική αλλαγή. Αποδεχόταν, ουσιαστικά, ότι το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να παρέχει τεχνοκρατική καθοδήγηση στους υπεύθυνους του συγκεντρωτικού μεγαθηρίου της σύγχρονης κοινωνίας. Ήταν ολοφάνερο ότι ο Παπανδρέου βρισκόταν πλέον πολύ μακριά απ’ τα πληθωρικά επαναστατικά μανιφέστα της νιότης του στην προπολεμική Ελλάδα. Ήταν σαφές επίσης ότι οι απόψεις του Παπανδρέου αντικατόπτριζαν την απόφασή του ν’ αφοσιωθεί, μεταβαίνοντας στις ΗΠΑ, στη μελέτη της κοινωνίας και όχι στη δράση που αποσκοπούσε στην κοινωνική αλλαγή.

Εντούτοις, ο ισχυρισμός του πως «δεν μπορούμε να πάρουμε στα σοβαρά την ιδέα ότι είναι εφικτό να αντιστρέψουμε» την τάση προς τον οικονομικό συγκεντρωτισμό δεν αποτελούσε επιστημονική θέση. Στην πραγματικότητα ήταν μια πολιτική κρίση σχετικά με τις επικρατούσες συνθήκες και την αδυναμία της πολιτικής δράσης να μεταβάλει ουσιαστικά τη δυναμική τους.

Το 1952, ωστόσο, ο Παπανδρέου βρήκε την ευκαιρία να δώσει μία διέξοδο στις καταπιεσμένες πολιτικές του παρορμήσεις. Αποφάσισε να συμμετάσχει μαζί με τη Μαργαρίτα σε μια επιτροπή που συγκρότησαν καθηγητές του Πανεπιστημίου της Μινεσότας και οι σύζυγοί τους για να υποστηρίξουν τον υποψήφιο του Δημοκρατικού Κόμματος Αντλάι Στίβενσον, ο οποίος, όπως και η Μαργαρίτα, καταγόταν απ’ τις μεσοδυτικές Πολιτείες. Το βράδυ των εκλογών η ομάδα συγκεντρώθηκε στο σπίτι του Γουόλτερ Χέλερ για να παρακολουθήσουν τα αποτελέσματα απ’ την τηλεόραση, που τότε ακόμη έκανε τα πρώτα της βήματα. Ένιωσαν απογοητευμένοι απ’ τη σαρωτική επικράτηση του Ρεπουμπλικανού υποψηφίου Ντουάιτ Αϊζενχάουερ. Εντούτοις, ο Παπανδρέου θα ομολογούσε αργότερα ότι «η προεδρική εκστρατεία του Αντλάι Στίβενσον αφύπνισε μέσα μου όλα τα συναισθήματα που είχα επιμελώς κρατήσει στον πάγο για πολλά χρόνια».20 Σε αυτή την πολιτική αφύπνιση ο Παπανδρέου βρήκε έναν ισχυρό σύμμαχο στο πρόσωπο της νέας συζύγου του. Παρακολουθώντας τη δράση του Ανδρέα κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του Στίβενσον, η Μαργαρίτα αντιλήφθηκε γρήγορα ότι είχε «ανάγκη από κάποια μορφή πολιτικής έκφρασης».

Με το να ενθαρρύνει τον Ανδρέα να ικανοποιήσει αυτή την ανάγκη, η Μαργαρίτα ικανοποιού­σε εμμέσως και μια δική της ανάγκη, αφού εκείνη την εποχή οι γυναίκες είχαν περιορισμένες δυνατότητες συμμετοχής στην πολιτική. Για τη γενιά της, ο ακτιβισμός της πρώην Πρώτης Κυρίας Έληνορ Ρούζ­βελτ αποτελούσε πρότυπο για κάθε γυναίκα που ενδιαφερόταν να δραστηριοποιηθεί πολιτικά. Σε μια σχέση που, όπως η ίδια παραδέχεται, είχε κάτι απ’ το ερωτικό παιχνίδι ενός δασκάλου με την ατίθαση, αγαπημένη του μαθήτρια, η Μαργαρίτα κάλυπτε την ανάγκη του Ανδρέα για μια ενδιαφέρουσα γυναικεία συντροφιά, αλλά και την εξίσου έντονη ανάγκη του για ένα «αντηχείο», που θα τον βοηθούσε να δοκιμάζει τη σκέψη του. Οι δυο τους ήταν, από πολλές απόψεις, το μοντέλο του επιτυχημένου πολιτικού ζευγαριού.

Λίγο μετά την αποτυχημένη προεκλογική εκστρατεία του Στίβενσον, ο Παπανδρέου δέχτηκε νέες πιέσεις απ’ τον πατέρα του για να ασχοληθεί με την ελληνική πολιτική. Στη διάρκεια μιας επίσκεψής του στις ΗΠΑ, ο πρώην πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστήρας συναντήθηκε με τον Ανδρέα στο Σικάγο και του μετέφερε την έκκληση του Γεωργίου Παπανδρέου να επιστρέψει στην Ελλάδα. Ο Ανδρέας αρνήθηκε κατηγορηματικά. Ωστόσο, λίγους μήνες αργότερα, τον Απρίλιο του 1953, ο Ανδρέας και η Μαργαρίτα επισκέφθηκαν για πέντε εβδομάδες την Ελλάδα. Δεκατρία χρόνια είχαν περάσει από τότε που ο Ανδρέας είχε φύγει απ’ την πατρίδα του. Το ζευγάρι έφτασε στην Αθήνα στις 23 Απριλίου, ανήμερα της γιορτής του Αγίου Γεωργίου. Αφού τακτοποιήθηκαν στο ξενοδοχείο «Κινγκ Τζορτζ», στο κέντρο της πόλης, πήγαν στο Καστρί για να γιορτάσουν μαζί με άλλους καλεσμένους την ονομαστική εορτή του πατέρα του. Η συνάντηση ήταν συγκινησιακά φορτισμένη, ενώ οι συζητήσεις επεκτάθηκαν στις περιπέτειες του Ανδρέα κατά τη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας. Αργά το βράδυ, ο Ανδρέας και η Μαργαρίτα επέστρεψαν στο ξενοδοχείο. Πριν πέσουν για ύπνο, ο Ανδρέας πήγε στο μπάνιο, αλλά σε λίγο βγήκε έξω λέγοντας ότι ένιωθε έναν αφόρητο πόνο στο σαγόνι, όπως όταν τον είχε γρονθοκοπήσει ο Γιαννακός, το 1939, κατά τη διάρκεια της ανάκρισής του απ’ την Ασφάλεια του Μεταξά.

Το ζευγάρι κατέληξε στο εύλογο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για μια ψυχοσωματική αντίδραση. Η επιστροφή του Ανδρέα στην πατρίδα είχε ανοίξει παλιές πληγές, φέρνοντας στην επιφάνεια συναισθήματα που είχαν μείνει για πολλά χρόνια καταπιεσμένα. Είναι σαφές ότι τα όσα είχε εξομολογηθεί ο Παπανδρέου στη Μαργαρίτα το 1948 —δηλαδή ότι, παρά τη νοσταλγία που ένιωθε, δεν ήθελε να επιστρέψει στην πατρίδα του— δεν απηχούσαν τα πραγματικά αισθήματά του για την Ελλάδα. Συνειδητά ή όχι, οι νεανικές του εμπειρίες στην Ελλάδα είχαν δημιουργήσει ένα ολόκληρο πεδίο οδυνηρών και άλυτων συγκρούσεων. Το ψυχοσωματικό επεισόδιο προφανώς τον έκανε ν’ απαρνηθεί με ακόμα μεγαλύτερη ένταση το ελληνικό του παρελθόν. Όταν πρωτογνώρισε τον Παπανδρέου, ένα ή δύο χρόνια αργότερα, ο Ελληνοαμερικανός οικονομολόγος Αδαμάντιος Πεπελάσης έμεινε έκπληκτος απ’ το γεγονός ότι ο Ανδρέας «δεν ήθελε ν’ ακούσει ή να μιλήσει για την Ελλάδα». Η άρνηση αυτή προκάλεσε απορία και θυμό στον Πεπελάση, αργότερα, όμως, ο ίδιος θα ερμήνευε τη στάση του Ανδρέα με διαφορετικό τρόπο: «Όταν τον γνώρισα καλύτερα, κατάλαβα ότι υπήρχε ένα πέπλο ή, μάλλον, ένας βαρύς, σκοτεινός μανδύας που κάλυπτε τον πόνο και τις πληγές του».

Λίγο μετά το ταξίδι του Ανδρέα και της Μαργαρίτας στην Ελλάδα, ο Γεώργιος Παπανδρέου υποδέχθηκε, ίσως με προτροπή του Ανδρέα, έναν άλλον επισκέπτη απ’ τις ΗΠΑ —τον προεδρικό υποψήφιο των Δημοκρατικών Αντλάι Στίβενσον, τον οποίο είχε στηρίξει ο Ανδρέας. Ο Στίβενσον έφτασε στην Ελλάδα τον Ιούνιο του 1953, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής περιοδείας που πραγματοποίησε μετά την εκλογική του ήττα. Το ραντεβού του Στίβενσον με τον Γεώργιο Παπανδρέου και τον Σοφοκλή Βενιζέλο δεν περιλαμβανόταν στο πρόγραμμα που του είχε ετοιμάσει η αμερικανική πρεσβεία. Ήταν, επίσης, οι μοναδικές επαφές που είχε ο Στίβενσον με μη κυβερνητικά στελέχη.

Όπως φαίνεται, ο Ανδρέας λειτουργούσε ήδη σαν γέφυρα ανάμεσα στον πατέρα του και στο Δημοκρατικό Κόμμα. Εν τω μεταξύ, ο Ανδρέας είχε αρχίσει ήδη να καλλιεργεί τους δικούς του δεσμούς με τους Δημοκρατικούς. Η δράση του κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του Στίβενσον τράβηξε την προσοχή του Χάμπερτ Χάμφρυ, ενός ανερχόμενου στελέχους του αριστερού Δημοκρατικού Αγροτικού-Εργατικού Κόμματος της Μινεσότας. Ο Παπανδρέου γνώρισε τον Χάμφρυ μέσω της Μαργαρίτας, η οποία είχε εργαστεί το 1945 στην προεκλογική του εκστρατεία για τη δημαρχία της Μινεάπολης. Ο Χάμφρυ, ο οποίος αναδείχθηκε αργότερα σε κορυφαίο φιλελεύθερο γερουσιαστή, καθώς και σε υποψήφιο αντιπρόεδρο του Λύντον Τζόνσον στις προεδρικές εκλογές του 1964, ζήτησε απ’ τον Παπανδρέου να βοηθήσει στην εκστρατεία του Στίβενσον για τις εκλογές του 1956, αναλαμβάνοντας επικεφαλής της επιτροπής στήριξης της υποψηφιότητάς του στη Μινεσότα. Το 1954 ο Παπανδρέου διοργάνωσε την πρώτη απ’ τις μηνιαίες συζητήσεις της επιτροπής με θέμα την αμερικανική εξωτερική πολιτική.

Παρότι απέκτησε πολύτιμες διασυνδέσεις εντός του Δημοκρατικού Κόμματος, η ανάμειξη του Παπανδρέου στην πολιτική παρέμεινε περιορισμένη. Κύριο μέλημά του συνέχιζε να είναι η εξέλιξη της ακαδημαϊκής του καριέρας. Αφού δίδαξε για ένα εξάμηνο ως επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ, αποδέχτηκε την πρόταση να διοριστεί τακτικός καθηγητής για το φθινόπωρο του 1956. Η θητεία του Παπανδρέου στο Μπέρκλεϊ άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις. Ένας απ’ τους φοιτητές του, μετέπειτα καθηγητής Οικονομικών ο ίδιος, αναφέρει ότι ο Παπανδρέου «ήταν ο καλύτερος ομιλητής που έχω ακούσει ποτέ. Έκανε ακόμα και τη μακροοικονομική θεωρία να μοιάζει σαν μια συναρπαστική μάχη ανάμεσα στους κεϋνσιανούς και τους νεοκλασικούς».26 Ωστόσο, το αληθινό επίτευγμα του Παπανδρέου στο Μπέρκλεϊ σημειώθηκε αλλού. Λίγο μετά τον διορισμό του εξελέγη πρόεδρος του Οικονομικού Τμήματος. «Ο Άντι ήρθε εδώ έχοντας την πρωτοκαθεδρία σ’ έναν πολύ σημαντικό τομέα», αναφέρει ο Κλαρκ Κερ, πρύτανης τότε του Μπέρκλεϊ. Μέσα σε δύο χρόνια ο Παπανδρέου, τον οποίο ο Κερ θεωρούσε «ανερχόμενο αστέρα», μετέτρεψε ένα τμήμα που «είχε πάρει την κάτω βόλτα» σ’ ένα απ’ τα κορυφαία τμήματα οικονομικών σπουδών στις ΗΠΑ. Ακολουθώντας μια επιθετική τακτική «στρατολόγησης» (που είχε ως αποτέλεσμα υπέρογκους τηλεφωνικούς λογαριασμούς), επισκεπτόταν μεγάλα πανεπιστήμια των ΗΠΑ, κυρίως ανατολικά, εντόπιζε τους καλύτερους απόφοιτους και τους έκανε απίστευτες προσφορές.

Σύντομα οι νεοσύλλεκτοι του Παπανδρέου απέκτησαν το παρατσούκλι «τα παιδιά του Άντι». Όταν κάποιοι από αυτούς επέστρεψαν στο Χάρβαρντ στη δεκαετία του ’60, «τα παιδιά του Άντι» έγιναν γνωστά ως «η μαφία του Μπέρκλεϊ». Ο Παπανδρέου κέρδισε επίσης τον έπαινο των συναδέλφων του για τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε τις έντονες εσωτερικές διαμάχες στο Μπέρκλεϊ. Τον Σεπτέμβριο του 1950 είχε ψηφιστεί στην Καλιφόρνια ένας νόμος που υποχρέωνε τους καθηγητές των δημόσιων πανεπιστημίων να υπογράψουν μια δήλωση αποκήρυξης του κομμουνισμού. Υπερασπιζόμενοι την ακαδημαϊκή ελευθερία, πολλοί από αυτούς αρνήθηκαν, με συνέπεια να χάσουν τη δουλειά τους.

Τελικά προσέφυγαν στα δικαστήρια και δικαιώθηκαν, ωστόσο η ατμόσφαιρα στα πανεπιστήμια είχε δηλητηριαστεί απ’ τις αντεγκλήσεις και την αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο πλευρές. Παρότι δε συμμετείχε στις διενέξεις αυτές, ο Παπανδρέου χρησιμοποίησε τις «απίστευτες πολιτικές του ικανότητες» για την εκτόνωση της έντασης, όπως αναφέρει ο μετέπειτα καθηγητής στο Χάρβαρντ Ντέιλ Τζόργκενσον. Ενώ συνεχίζονταν οι συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο παρατάξεις, «εμφανίστηκε ο Άντι και ουσιαστικά έλυσε τα προβλήματα, με αποτέλεσμα να ηρεμήσουν όλοι».28 Οι διαμάχες που αντιμετώπισε ο Παπανδρέου στο Μπέρκλεϊ, οι οποίες απέρρεαν απ’ τον Ψυχρό Πόλεμο, ήταν μια μικρογραφία των πολύ πιο σοβαρών διενέξεων που θ’ αντιμετώπιζε επιστρέφοντας αργότερα στην Ελλάδα.

Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι επιδόσεις του Παπανδρέου στο Μπέρκλεϊ προανήγγειλαν την αποστολή που θ’ αναλάμβανε στην Ελλάδα, όπου οι πολιτικές διώξεις σε βάρος των ηττημένων του Εμφυλίου Πολέμου υπονόμευαν τους δημοκρατικούς θεσμούς της χώρας. Κατά τη διάρκεια της θητείας του Παπανδρέου, η ακαδημαϊκή ελευθερία βρέθηκε για μια ακόμα φορά στο στόχαστρο των αντικομμουνιστών, όταν οι κυβερνητικές υπηρεσίες άρχισαν ν’ ανακρίνουν καθηγητές προκειμένου να διαπιστώσουν «τα φρονήματα των φοιτητών που είχαν υποβάλει αίτηση για διορισμό σε ευαίσθητες κρατικές θέσεις».

Όταν το θέμα τέθηκε στη σύγκλητο του Μπέρκλεϊ, στις 28 Οκτωβρίου του 1958, ο Ανδρέας Παπανδρέου ψήφισε υπέρ της μειοψηφούσας πρότασης ν’ απαγορευτεί στους καθηγητές να ενημερώνουν τις αρχές για τα πολιτικά φρονήματα των φοιτητών τους. Μέσα στη συντηρητική ατμόσφαιρα της εποχής, η ψήφος του Παπανδρέου τον κατέτασσε φαινομενικά στην Αριστερά. Ωστόσο, η γενικότερη ιδεολογία του, όπως αναφέρει ο Κερ, χαρακτηριζόταν από «πολιτική μετριοπάθεια».

Βέβαια, κατά μια άλλη έννοια, ο Ανδρέας ήταν κάθε άλλο παρά μετριοπαθής. Απ’ τη θέση του προέδρου του Οικονομικού Τμήματος βρήκε την ευκαιρία και ανέπτυξε έντονο ακτιβισμό, αλλά και ανέλαβε με ενθουσιασμό να υλοποιήσει πολλά σχέδια και πρωτοβουλίες, κερδίζοντας έτσι την αναγνώριση και την εκτίμηση των άλλων. Εντυπωσιασμένοι απ’ την αρχηγική του παρουσία, οι συνάδελφοί του καθηγητές του έδωσαν το παρατσούκλι «στρατηγός».

Σ’ ένα περιβάλλον όπου η πολιτική είναι κατά τεκμήριο απίστευτα ανταγωνιστική και με έντονο προσωπικό χαρακτήρα, ο Παπανδρέου κατάφερε να καλλιεργήσει το ομαδικό πνεύμα με απτά αποτελέσματα, και η επιδεξιότητά του αυτή θα εκδηλωνόταν στον μέγιστο βαθμό όταν θα έμπαινε στον ελληνικό πολιτικό στίβο. Εντούτοις, το Μπέρκλεϊ έδωσε στον Παπανδρέου την ευκαιρία ν’ ασκήσει και να αναπτύξει αυτές τις ικανότητες, και μάλιστα με πολύ πιο αποδοτικό τρόπο απ’ ό,τι του πρόσφερε η συμμετοχή του στην επιτροπή στήριξης της υποψηφιότητας του Στίβενσον στη Μινεσότα. Κατά μία έννοια, η θητεία του Ανδρέα στο Μπέρκλεϊ αντιπροσώπευε την αληθινή επιστροφή του στην πολιτική. Σύντομα θα ένιωθε την παρόρμηση να αναλάβει νέες προκλήσεις. Στα τέλη της δεκαετίας του ’50, ο Παπανδρέου είχε ενταχθεί πλέον στις τάξεις του αμερικανικού φιλελεύθερου κατεστημένου – αυτού του πελώριου, ανεπίσημου δικτύου όπου συμμετείχε η αφρόκρεμα όχι μόνο των πανεπιστημίων και της πολιτικής, αλλά και των επιχειρήσεων και του κόσμου της εργασίας, το οποίο θ’ αποκτούσε ακόμα μεγαλύτερη ισχύ και επιρροή κατά τη διάρκεια της προεδρίας Κένεντυ. Ο ερχομός του 1958 σηματοδότησε την απαρχή μιας νέας πορείας για τον Ανδρέα, ο οποίος, όπως εξομολογήθηκε σ’ έναν συνάδελφό του, αισθανόταν πλέον ότι «είχε τελειώσει με το καθηγητιλίκι».

Την άνοιξη εκείνης της χρονιάς έλαβε μια επιστολή απ’ τον Γεώργιο Ανδρεόπουλο, επικεφαλής μιας κεντρώας οργάνωσης νεολαίων στην Ελλάδα, ο οποίος, αναμφίβολα με προτροπή του Γεωργίου Παπανδρέου, τον καλούσε να επιστρέψει στην πατρίδα και να ηγηθεί μιας σταυροφορίας για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Απαντώντας, στις 4 Μαΐου, ο Ανδρέας δήλωσε: «Με συγκινεί η σκέψη σας πως μπορώ να ηγηθώ της “Σταυροφορίας”, που θα ταράξει το τέλμα των οικονομικών της χώρας μας. Θα μου ήταν αρκετό να είμαι απλό μέλος μιας τέτοιας σταυροφορίας – αν οι αντικειμενικές συνθήκες δώσουν κάποια ελπίδα επιτυχίας. Θέλω να σας βεβαιώσω πως το ζήτημα με απασχολεί σοβαρά».

Σύντομα η μοίρα θα παρενέβαινε με τρόπο τέτοιο, που θα επέτρεπε να επικρατήσουν οι «αντικειμενικές συνθήκες» τις οποίες αναζητούσε ο Παπανδρέου. Μια εβδομάδα μετά την απαντητική επιστολή του Ανδρέα, οι Έλληνες ψήφισαν για την ανάδειξη της νέας Βουλής. Οι εκλογές είχαν ως αποτέλεσμα την εντυπωσιακή επανεμφάνιση της κομμουνιστικής Αριστεράς. Παρά την (υποστηριζόμενη απ’ τις ΗΠΑ) ήττα και την επακόλουθη καταστολή των κομμουνιστικών δυνάμεων στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, η Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ) έλαβε σχεδόν το ένα τέταρτο των ψήφων και αναδείχθηκε αξιωματική αντιπολίτευση. Η δεξιά Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση (ΕΡΕ) του Κωνσταντίνου Καραμανλή έλαβε το 41% των ψήφων, ποσοστό που ήταν αρκετό, σύμφωνα με τον εκλογικό νόμο της χώρας, για να της δώσει μια άνετη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο. Ωστόσο, το Κόμμα Φιλελευθέρων, με συναρχηγούς τον Γεώργιο Παπανδρέου και τον Σοφοκλή Βενιζέλο, περιορίστηκε στην τρίτη θέση. Το απογοητευτικό εκλογικό αποτέλεσμα υπονόμευσε ακόμα περισσότερο το ηθικό των διασπασμένων κεντρώων δυνάμεων.

Η ανάκαμψη της κομμουνιστικής Αριστεράς προκάλεσε σεισμό στην ελληνική πολιτική σκηνή, και οι δονήσεις έγιναν αισθητές μέχρι τις ΗΠΑ. Ιδιαίτερα θορυβημένη ήταν η CIA, η οποία είχε οργανώσει μυστική επιχείρηση χρηματοδότησης κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του 1958 με σκοπό ν’ ανακόψει την πορεία ανόδου της ΕΔΑ.34 Η ισχυρή παρουσία της Αριστεράς έθεσε σε κίνδυνο την ανάδειξη της Ελλάδας, όπως αποσκοπούσε το Δόγμα Τρούμαν, σε μια σταθερά φιλοδυτική κοινοβουλευτική δημοκρατία και σημαντικό σύμμαχο των ΗΠΑ στον Ψυχρό Πόλεμο. Το γεγονός αυτό οδήγησε τους Αμερικανούς σε συνολική αναθεώρηση της πολιτικής τους απέναντι στη χώρα που είχαν θέσει υπό την προστασία τους λόγω της στρατηγικής της σημασίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, η Συντονιστική Επιτροπή Επιχειρήσεων δημιούργησε μια ομάδα εργασίας που ανέλαβε να προτείνει αλλαγές στο «Επιχειρησιακό Σχέδιο για την Ελλάδα», στο οποίο συμμετείχαν το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, το Πεντάγωνο και η CIA. Καθοριστικό ρόλο στην αναθεώρηση της αμερικανικής πολιτικής απέναντι στην Ελλάδα έπαιξε μια εκτενής έκθεση που συνέταξε τον Σεπτέμβριο του 1958 η αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα, με σκοπό να βοηθήσει την ομάδα εργασίας του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας στην προετοιμασία του νέου επιχειρησιακού σχεδίου.35 Η έκθεση της πρεσβείας σηματοδότησε μια σημαντική αλλαγή της αμερικανικής πολιτικής, η οποία έμελλε να επηρεάσει σε βάθος τις εξελίξεις στην Ελλάδα — και, εμμέσως, τις προοπτικές επιστροφής του Ανδρέα Παπανδρέου στη χώρα. Οι συντάκτες της έκθεσης υπογράμμιζαν την ανάγκη ν’ αναπτυχθεί «ένα σχέδιο δράσης… για να μειωθεί η δύναμη των κομμουνιστών», έτσι ώστε να παραμείνει η Ελλάδα «μια σταθερή πηγή ισχύος μέσα στο NATO».

Ως αντιστάθμισμα για την πιθανή κατάρρευση της κυβέρνησης Καραμανλή, οι ΗΠΑ θα έπρεπε «να κρατήσουν ανοιχτή επικοινωνία με άλλα εθνικόφρονα άτομα και ομάδες, έχοντας υπόψη ότι οιαδήποτε διάδοχη κυβέρνηση μπορεί να είναι λιγότερο φιλοδυτική στις θέσεις και τις δηλώσεις της». Για τον σκοπό αυτό, οι ΗΠΑ θα έπρεπε να καλλιεργήσουν, σε «προσεκτική και επιλεκτική βάση», ορισμένα «εθνικόφρονα στοιχεία και άτομα που δεν μετέχουν τώρα στην κυβέρνηση, αλλά θεωρούμε ότι μπορεί να έχουν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν μια μη κομμουνιστική εναλλακτική επιλογή, πέραν της ΕΡΕ». Η «προσεκτική και επιλεκτική» προσέγγιση που υποδείκνυε η έκθεση αντανακλούσε τη δυσπιστία των πολιτικών στελεχών της πρεσβείας απέναντι στις συνεχιζόμενες προσπάθειες των διασπασμένων Ελλήνων φιλελεύθερων, τους οποίους είχαν υποστηρίξει οι ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, να δημιουργήσουν μια τέτοια εναλλακτική επιλογή. Αντανακλούσε επίσης την επιθετικότητα του ψυχροπολεμικού περιβάλλοντος που επικρατούσε στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Έξι μήνες αργότερα, με την άφιξη του «σκληρού» πρέσβη Έλις Μπριγκς στην Αθήνα, η πρεσβεία θα συνέχιζε ν’ αγνοεί τους φιλελεύθερους, διατηρώντας θερμές σχέσεις με τους κυβερνώντες συντηρητικούς. Ωστόσο, για το πολιτικό τμήμα της πρεσβείας, ο συναγερμός που είχε σημάνει στην Ουάσινγκτον για την ανάκαμψη της κομμουνιστικής αριστεράς έδινε την ευκαιρία να επανέλθει στο προσκήνιο η ιδέα που είχε διατυπώσει ο Άρθουρ Σλέσινγκερ το 1948 περί ενίσχυσης της μη κομμουνιστικής αριστεράς, η οποία είχε χάσει έδαφος όταν ο Ψυχρός Πόλεμος εντάθηκε στον απόηχο του Πολέμου της Κορέας. Η υποστήριξη της μη κομμουνιστικής αριστεράς αποσκοπούσε στον προσεταιρισμό της εκλογικής βάσης της κομμουνιστικής αριστεράς μέσω της ανάδειξης ενός εναλλακτικού «εθνικόφρονος» κόμματος, το οποίο θα προσέλκυε εκείνους που είχαν στραφεί στην κομμουνιστική αριστερά προκειμένου να εκφράσουν τη διαμαρτυρία τους για τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες. Στην Ελλάδα, οι πιθανότεροι υποψήφιοι για τη δημιουργία ενός τέτοιου κόμματος ήταν οι φιλελεύθεροι αντικομμουνιστές, όπως ο Γεώργιος Παπανδρέου.

Η έκθεση της αμερικανικής πρεσβείας διαπίστωνε με οξυδέρκεια ότι «μία απ’ τις βασικές αιτίες της σημερινής αβεβαιότητας είναι το γεγονός ότι πολλοί Έλληνες πατριώτες είχαν συνδεθεί στενά με τους κομμουνιστές του ΕΑΜ, αλλά κατά τη διάρκεια του συμμοριτοπόλεμου πήραν το μέρος των εθνικοφρόνων, με αποτέλεσμα σήμερα είτε να παραμένουν μετέωροι, είτε να έχουν επιλέξει συνειδητά ή λόγω απάθειας να ενταχθούν στις τάξεις της ΕΔΑ». Αν η αναβίωση της κομμουνιστικής αριστεράς αντανακλούσε πράγματι την πολιτική αποξένωση των μη κομμουνιστών, πατριωτών Ελλήνων, τότε υπήρχε μια πρόσφορη εκλογική βάση που περίμενε να στεγαστεί σ’ έναν νέο κομματικό σχηματισμό.

Υιοθετώντας τη βασική εισήγηση των συντακτών της έκθεσης, η Συντονιστική Επιτροπή Επιχειρήσεων (OCB) του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας αναθεώρησε το επιχειρησιακό σχέδιο για την Ελλάδα, παρέχοντας μια βάση αφετηρίας στους υποστηρικτές της πρότασης Σλέσινγκερ για τη στήριξη της μη κομμουνιστικής αριστεράς. Στις 8 Ιανουαρίου του 1959 η ομάδα εργασίας ανέφερε ότι η OCB «εξέταζε τον ρόλο που θα μπορούσαν να παίξουν οι ΗΠΑ στην ανοικοδόμηση του Κέντρου και των μετριοπαθών αριστερών ομάδων, καθώς και στην ανάπτυξη μιας μη κομμουνιστικής εναλλακτικής λύσης σε περίπτωση που αποτύχει η παρούσα κυβέρνηση Καραμανλή». Κατά συνέπεια, το νέο «Επιχειρησιακό Σχέδιο για την Ελλάδα» πρότεινε να συνεχιστεί η αμερικανική στήριξη στον Καραμανλή και παράλληλα ν’ αναζητηθούν «τρόποι με τους οποίους μπορούν να βοηθήσουν οι ΗΠΑ στη διασφάλιση μιας αποτελεσματικής μη κομμουνιστικής αντιπολίτευσης στην Ελλάδα».

Λίγο μετά τις εκλογές, ο Ανδρέας οριστικοποίησε την απόφασή του να επιστρέψει στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της εκπαιδευτικής του άδειας. Στις 27 Ιουνίου του 1958, έκανε αίτηση για να λάβει επιχορήγηση απ’ το Ίδρυμα Γκούγκενχαϊμ, εξηγώντας ότι σκόπευε να μεταβεί για ένα χρόνο στην Ελλάδα προκειμένου να «διαμορφώσει ένα δοκιμαστικό σχέδιο για την ανάπτυξη της χώρας». Παρότι διαβεβαίωνε το Ίδρυμα ότι «πρωταρχικός στόχος» του ήταν η προώθηση της οικονομικής θεωρίας, ουσιαστικά ο Παπανδρέου είχε αρχίσει να καταστρώνει σχέδια για να επιστρέψει οριστικά στην Ελλάδα. Αυτό ήταν το πρώτο βήμα στη διαδρομή που θα τον οδηγούσε ξανά στην Ελλάδα — μια διαδρομή αργή αλλά σταθερή, όπως θα την περιέγραφε ο ίδιος αργότερα. Στην πραγματικότητα, όμως, η επιστροφή του Ανδρέα ήταν κάθε άλλο παρά σταθερή. Παθιασμένες συγκρούσεις, βασανιστικές αμφιβολίες και παρορμητικές ανατροπές έμελλε να σημαδέψουν τη βασανιστική του οδύσσεια.

H περίληψη της έκδοσης

Η περίληψη του βιβλίου «Ανδρέας Παπανδρέου-Η γέννηση ενός πολιτικού αντάρτη» (εκδ. Ψυχογιός) έχει ως εξής: «Η Ελλάδα του 1960 είναι ένας τόπος ιδιόμορφος, ευμετάβλητος και απολύτως κατάλληλος για να αναδείξει μιαν από τις πιο αμφιλεγόμενες πολιτικές προσωπικότητες της Ευρώπης.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου, εικονοκλάστης, αιρετικός, αντιφατικός, διαμόρφωσε τις πολιτικές του αντιλήψεις μέσα στις συγκρούσεις με το ελληνικό πολιτικό περιβάλλον του 1960, το οποίο τον καθόρισε περισσότερο, ίσως, από τις οικογενειακές καταβολές και από τις σπουδές του στο Χάρβαρντ.

Μετά από είκοσι χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες και ενώ είναι φίλα προσκείμενος στη φιλελεύθερη παράταξη, ο Παπανδρέου επιστρέφει στην Αθήνα και, απρόσμενα, οικειοποιείται μιαν πολιτική στάση που συνδυάζει σοσιαλιστικές αντιλήψεις και εθνικιστικές τάσεις και που, αργότερα, θα τον φέρει σε αντίθεση με τις ΗΠΑ και, μοιραία, θα τον καταστήσει έναν από τους βασικούς στόχους της Χούντας.

Ο Παπανδρέου έζησε την παθιασμένη αγάπη των οπαδών του και την εξίσου εμπαθή αποστροφή των αντιπάλων αλλά δεν άφησε καμιά ξεκάθαρη απάντηση για το ποιος πραγματικά ήταν και τι πραγματικά πίστευε, υποστήριζε και διακήρυττε ως πολιτικός ηγέτης.

Αυτή η ιδιαίτερη βιογραφία αποτελεί ένα χρονικό των αγώνων και των ιδεών οι οποίες καθόρισαν το μέλλον του ανδρός και την πρωτεϊκή φυσιογνωμία του. Παράλληλα, εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο οι συγκυρίες και το ταμπεραμέντο του Παπανδρέου αλληλεπίδρασαν με καθοριστικές πολιτικές συνέπειες για τη σύγχρονη ελληνική και ευρωπαϊκή Ιστορία».

Λίγα λόγια για τον συγγραφέα

Ο Σπύρος Δραϊνας είναι κάτοχος διδακτορικού διπλώματος στις πολιτικές επιστήμες από το Πανεπιστήμιο Γιορκ του Τορόντο. Έχει εργαστεί ως σύμβουλος, πολιτικός αναλυτής και ιστορικός, ενώ άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε σημαντικά έντυπα της Ελλάδας και του εξωτερικού, όπως τα Books Journal, London Review of Books, Wall Street Journal, Τα Νέα κ.ά. Υπηρέτησε για χρόνια ως ιστορικός στο Ίδρυμα Ανδρέα Γ. Παπανδρέου, έχει συνεργαστεί με το Διεθνές Κέντρο Γούντροου Ουίλσον στην Ουάσινγκτον, συμμετείχε σε ερευνητικά προγράμματα του Πανεπιστημίου Πρίνστον και έχει δώσει διαλέξεις σχετικά με την ελληνική Ιστορία στο US Foreign Service Institute, στα Πανεπιστήμια Γέιλ, Κολούμπια, Μίσιγκαν κ.ά., καθώς και στο Εθνικό Εθνικό Κέντρο Ερευνών της Ελλάδας.

Πληροφορίες: «Ανδρέας Παπανδρέου-Η γέννηση ενός πολιτικού αντάρτη» (εκδ. Ψυχογιός). Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει στις 24 Οκτωβρίου.

Ρεπορτάζ, επιμέλεια: Μάνια Στάικου.