Η Χρυσοξένη Προκοπάκη εξηγεί γιατί «Αξία και νόημα υπάρχει και στο Ημιτελές»

xrusokseni-prokopaki
ΤΡΙΤΗ, 21 ΜΑΙΟΥ 2024

Μια νέα συγγραφέας από το Ρέθυμνο συστήνεται και μιλά για το βιβλίο της που κυκλοφόρησε λίγες μέρες πριν, με τον τίτλο:Ημιτελείς,εκδ. Στίξις.

Η νεαρή σε ηλικία αλλά όχι και σε δραστηριότητα Χρυσοξένη Προκοπάκη στην ταυτότητά της  δηλώνει, ελεύθερη επαγγελματίας. Και στα δυο εμπεριέχονταιοι δυο μεγάλες  αγάπες της , το γράφειν (συγγραφέας λοιπόν) και οι εκδόσεις (εκδότρια της Στίξις).

 Άνθρωπος με καθαρή ματιά, ενσυναίσθηση, καθόλου δήθεν, με πολύ χιούμορ κι ένα πληθωρικό και καθόλου προσποιητό  φωτεινό χαμόγελο, η Χρυσοξένη συστήνεται και μιλά για το βιβλίο της που κυκλοφόρησε λίγες μέρες πριν, με τον τίτλο: Ημιτελείς, εκδ. Στίξις.

Χρυσοξένη Προκοπάκη, γεννήθηκες: Στο Ρέθυμνο, το 1981.

Ποια είναι η πρώτη ξεκάθαρη εικόνα που διατηρείς από την παιδική σου ηλικία;

Πολλές αναδύονται ταυτόχρονα και διεκδικούν την πρωτιά. Αυτή που επιμένει όμως είναι τα καλοκαίρια στη θάλασσα, τα παιχνίδια, η άγνοια τού τι είναι η ενηλικίωση.

Ποιο είναι το πρώτο βιβλίο που διάβασες και δάκρυσες;

Δεν ξέρω αν είναι το πρώτο που με έκανε να δακρύσω, αλλά σίγουρα το θυμάμαι με συγκίνηση. Της Αγγελικής Βαρελά το «Φιλενάδα φουντουκιά μου». Ήταν μάλιστα η πρώτη συγγραφέας που γνώρισα από κοντά στο Δημοτικό.

Έριξες όλα σου τα χρήματα για τη δημιουργία ενός εκδοτικού οίκου;

Δεν έχω ακόμα αυτοκτονικές τάσεις… Ευτυχώς, μέχρι τώρα κρεμάω το καλάθι μέχρι εκεί που φτάνει το χέρι μου.

Ρέθυμνο-Αθήνα μια απόσταση που διανύεις συχνά μέσα στη χρονιά. Αν η μισή σου καρδιά βρίσκεται στο Ρέθυμνο, η άλλη μισή πού βρίσκεται;

Και στα δύο μέρη βρίσκομαι ολόκληρη. Οι άνθρωποι που τα κατοικούν και υφαίνουν τις αναμνήσεις μου είναι αυτοί που κάνουν για μένα έναν τόπο να αξίζει πραγματικά.

«Ημιτελείς», το νέο σου βιβλίο, από πού πήρε τον τίτλο;

Ο τίτλος είναι έμμεση αναφορά στην Ημιτελή Συμφωνία του Σούμπερτ. Είχα διαβάσει κάπου ότι ο Σούμπερτ δεν πρόλαβε να την ολοκληρώσει, καθώς πέθανε νωρίς, στα τριάντα ένα του χρόνια. Αναρωτήθηκα πόσα πράγματα δεν κατάφερε να κάνει, πόσα πράγματα θα μπορούσε να είχε κάνει αν ζούσε περισσότερο. Κι ύστερα σκέφτηκα ότι το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με όλους μας. Πάντα θα μένει κάτι που θα αφήνουμε μισό: ένα έργο, μια κουβέντα, μια σχέση. Και, ίσως, τελικά δεν χρειάζεται να ολοκληρωθεί. Αξία και νόημα υπάρχει και στο ημιτελές. Ίσως ιδίως σ’ αυτό.

Μπορείς να το περιγράψεις με πέντε μόνο λέξεις;

Υπαρξιακό, σουρεαλιστικό, ανθρώπινο, αληθινό, διεισδυτικό.

Ελληνίδα μητέρα: ένα πρόσωπο που είναι κεντρικό στους Ημιτελείς. Σχεδόν κυρίαρχο. Ισχύει;

Κεντρικός ήρωας του βιβλίου είναι ο γιος. Όμως, η μητέρα έχει τον βασικό ρόλο. Είναι μια αρχετυπική φιγούρα, που κινεί νήματα και επηρεάζει βαθιά όσους βρίσκονται κοντά της. Μπορεί να προσφέρει ασφάλεια και την ίδια στιγμή να προκαλέσει ρήγματα στις ζωές των άλλων. Έχει εκτόπισμα. Στο μυθιστόρημα αυτό φαίνεται η δύναμη που έχει η μητέρα στη διαμόρφωση των παιδιών της.

Ποιος είναι ο πρώτος άνθρωπος που διαβάζει τα δικά σου χειρόγραφα;

Ο σύντροφός μου και δυο-τρεις φίλες μου.

Τι σε κάνει να «νιώσεις απέχθεια» στην πόλη;

Ο θόρυβος, η έλλειψη σεβασμού στον άνθρωπο, η αδιαφορία, η αφροντισιά, η ασχήμια.

Διαβάστε ένα απόσπασμα από το βιβλίο 

Ο μπαμπάς εμφανίζεται ξαφνικά. Με κοιτάζει από το διπλανό κάθισμα. Μου κάνει νόημα να ξεκινήσω. Να βάλω μπρος τη μηχανή και να φύγω. Ο μπαμπάς, από αμίλητος και θλιμμένος που ήταν, τώρα χαμογελάει. «Πού βρίσκεις το κουράγιο να χαμογελάς ακόμα;» τον ρωτάω. Τον επικρίνω με το ύφος μου, τον κατηγορώ. Θέλω ακόμα να μάθω πώς μπόρεσε να ξεπέσει τόσο πολύ. Δεν φοβήθηκε ούτε μια στιγμή ότι θα έχανε τα πάντα; Δεν μετάνιωσε ποτέ; Μα ο μπαμπάς, πιο εύθυμος τώρα από πριν, μου απαντάει: «Η ζωή είναι θαυμάσια όταν την κοιτάς στο σύνολό της, στο παρελθόν της, σ’ αυτό το είδος χώρου που μεταμορφώνεται ο χρόνος όταν όλα έχουν απομακρυνθεί… Να κοιτάς τον κόσμο μέσα από το πρίσμα ενός πεθαμένου, εάν αυτό είναι μπορετό. Είναι μαγεία. Είναι ένα θαύμα. Κι ύστερα τα πράγματα παίρνουν μία σημασία τόσο μεγάλη…»[1]. Τα λόγια τα έχει κλέψει από τον θείο Ευγένιο.

Στο ραδιόφωνο ακούγεται η Ημιτελής Συμφωνία του Σούμπερτ. Με τρομάζει οτιδήποτε ημιτελές, οτιδήποτε μένει στη μέση. Αυτή τη στιγμή, με τρομάζουν τα πάντα. Θέλω να βάλω τα κλάματα. Όμως δεν είμαι μωρό. Δεν είμαι παιδί. Δεν πρέπει να κλάψω. Όχι τώρα, όχι ακόμα. Ο θείος Ευγένιος, στη θέση που καθόταν πριν από λίγο ο μπαμπάς, ψιθυρίζει ακαταλαβίστικες λέξεις, κάνει αστείες γκριμάτσες. Τι παράλογος άνθρωπος! Εξαφανίζεται αμέσως. Στον απέναντι τοίχο κάποιος έγραψε με κόκκινη μπογιά: «Τους δαίμονές μου, ή θα τους φάω ή θα με φάνε». Η πόλη βυθίζεται στην ομίχλη. Αρχίζει να βρέχει. Καταρρακτωδώς. 

 [1] Ευγένιος Ιονέσκο, Ο μόνος, Μτφρ. Ζωρζ Σαρή, Εκδόσεις Άλμπατρος, σ. 72.