Μάρω Δούκα: «Οι σύμμαχοι-προστάτες δεν είναι κατ’ ανάγκην και φίλοι μας»

maro-douka-oi-summaxoi-prostates-den-einai-kat-anagkin-kai-filoi-mas

Πηγή: Νίκος Δούκας

ΤΕΤΑΡΤΗ, 29 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2010

Η Μάρω Δούκα μιλά αποκλειστικά στο click@Life για το σκοτάδι που καλύπτει ορισμένες πτυχές της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας καθώς και για το πολυσυζητημένο βιβλίο της «Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ».

Η Μάρω Δούκα, με αφορμή το μυθιστόρημά της «Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ» (εκδ. Πατάκη) σχολιάζει στο click@Life τη σιωπή που καλύπτει ορισμένα γεγονότα της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας. Η ηρωίδα της, η νεαρή Βιργινία, επιχειρεί να συνθέσει το παζλ της παρουσίας των Γερμανών στα Χανιά από τον Οκτώβριο του 1944 έως και τον Ιούνιο του 1945, ανατρέχοντας σε οικογενειακά ημερολόγια και ιστορικά ντοκουμέντα. Η Μάρω Δούκα σκιαγραφεί τις περίεργες ισορροπίες ανάμεσα στους Γερμανούς, τους Αμερικανούς και τους Βρετανούς, περιβάλλοντας με λογοτεχνικό μανδύα κρίσιμα περιστατικά που φωτίζουν με διαφορετικό τρόπο την τοιχογραφία μιας ταραγμένης περιόδου στην Κρήτη. Η πυκνή πρόζα της Δούκα συναρθρώνει τις διαφορετικές φωνές των ηρώων της με τις ψηφίδες της Ιστορίας, σε μια συναρπαστική αφήγηση.

«Πηγές της Ιστορίας δεν είναι μόνο τα αρχεία, τα ντοκουμέντα, οι μαρτυρίες. Είναι και η σιωπή», γράφετε στο βιβλίο σας. Μπορείτε να μας πείτε, σε ποιες περιπτώσεις, κατά τη διάρκεια της έρευνάς σας, έχετε έρθει αντιμέτωπη με αυτό το «τείχος σιωπής»;

Η «σιωπή» εδώ σχετίζεται κυρίως με τον πόνο που δεν μας αφήνει να ξεχάσουμε αλλά και με τον πόνο που μας προκαλούν όσα θυμόμαστε. Κυριολεκτώντας, πάντως, η «σιωπή» που περιέβαλλε τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο στα Χανιά υπήρξε για μένα το ερέθισμα, επομένως και η «πηγή», για να ενδιαφερθώ να μάθω «τι ακριβώς έγινε τότε», από τον Οκτώβριο του 1944 έως και τον Ιούνιο του 1945, στη δυτική άκρη της Κρήτης. Όσο για το «τείχος της σιωπής», ταυτόσημο συχνά με το «τείχος της αποσιώπησης», σχεδόν με προέτρεπε να του προκαλώ ρωγμές και να προχωράω...

Ποιο ήταν το έναυσμα για να ξεκινήσετε να γράφετε το βιβλίο σας;

Όταν έψαχνα, πριν από δέκα χρόνια, για το μυθιστόρημα «Αθώοι και φταίχτες» έπεσε στα χέρια μου μια επιστολή όπου ο αντισυνταγματάρχης Παύλος Γύπαρης, Απρίλιο του 1945, απευθυνόμενος στον Γενικό Διοικητή Κρήτης επίσκοπο Αγαθάγγελο Ξηρουχάκη, έγραφε ότι δεν τον άφησε ασυγκίνητο η πρόταση των Γερμανών να μπει στην πόλη και να χτυπήσει τους αναρχικούς... Απορία: Τι ζητούσαν Απρίλιο του 1945 οι Γερμανοί στα Χανιά και ποιοι ήταν οι αναρχικοί από τους οποίους φιλοδοξούσε να καθαρίσει την πόλη ο Γύπαρης; Έπρεπε όμως να τελειώσω πρώτα το «Αθώοι και φταίχτες». Όταν επιτέλους εκδόθηκε, έλαβα ταχυδρομικά το βιβλίο του φιλόλογου Σταύρου Βλοντάκη «Η οχυρά θέσις Κρήτης» που αναφερόταν σε εκείνη ακριβώς την περίοδο. Τι άλλο ήθελα; Άρχισα αμέσως να κρατώ σημειώσεις...

Σε πολλά σημεία του βιβλίου σας επικαλείστε την έρευνα του βρετανού ιστορικού Άντονι Μπίβορ. Ποια σημεία της δικής του έρευνας, λειτούργησαν ως ερέθισμα για την εξέλιξη των χαρακτήρων στο μυθιστόρημά σας;

Γενικώς τα βιβλία των Βρετανών, όπως του Φίλντινγκ, για παράδειγμα, αλλά και του Γουντχάουζ ή του Χιουζ, με «βοήθησαν» να κατανοήσω τον διχαστικό ρόλο των Βρετανών στην Κρήτη χωρίς τον φόβο ότι «παρασύρομαι» από την αριστερή ματιά μου ή από τον καταγγελτικό λόγο των αγωνιστών εκείνης της εποχής...Συγκεκριμένα ο ιστορικός Μπίβορ με βοήθησε όχι τόσο στην «εξέλιξη των χαρακτήρων», όσο στην κατανόηση της παραβίασης της διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα σε εχθρούς και συμμάχους... Μου είχε κάνει εντύπωση, θυμάμαι, η αναφορά του ότι ο Βρετανός πράκτορας Τσικλητήρας κυκλοφορούσε «μυστικά» στην πόλη με στολή χωροφύλακα που του είχε προμηθεύσει ο διαβόητος συνεργάτης των Γερμανών Δημήτρης Παπαγιαννάκης.

Η νεαρή ηρωίδα σας νιώθει εξοργισμένη με την τάση νεοπλουτισμού και επίδειξης που επικρατεί σε ορισμένα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Συμμερίζεστε το θυμό της;

Θα έλεγα πως ναι. Ο θυμός, κατά τη γνώμη μου, είναι ένδειξη ψυχικής υγείας. Αλίμονο στον άνθρωπο που δεν θυμώνει, αλίμονό του όμως πάλι αν αφήνεται άκριτα στον θυμό του. Τη νεαρή ηρωίδα μου την έχω φανταστεί όχι μόνο να προσπαθεί να κατανοήσει τα βαθύτερα αίτια του θυμού της αλλά και να πασχίζει να τον ανυψώσει σε αφήγηση.

Παρά την επαναστατική της διάθεση η ηρωίδα σας μοιάζει σε αρκετά σημεία αποπροσανατολισμένη, χωρίς να είναι σίγουρη τι ζητά από τη ζωή της. Γιατί τη σκιαγραφήσατε με αυτό τον τρόπο; Υπάρχουν κάποια χαρακτηριστικά της νέας γενιάς που θελήσατε να τα «περάσετε» και σε αυτήν;

Μάλλον αναποφάσιστη θα την έλεγα, μπερδεμένη. Ξέρει προς τα πού να βαδίσει αλλά δεν έχει βρει ακόμη τον βηματισμό της. Κι αυτή η αναζήτηση του βηματισμού της θα την οδηγήσει στο να προσηλωθεί στα ημερολογιακά τετράδια του παππού της. Σαφέστατα κουβαλάει πολλά από τα χαρακτηριστικά της γενιάς της, όπως τη δυσκολία της, για παράδειγμα, να επικοινωνήσει με την οικογένειά της, δεν παύει όμως να είναι πρόσωπο μυθιστορηματικό που καλείται όχι απλώς να εκφράσει την εποχή του αλλά και να την υπερβεί «διαβρώνοντας» δημιουργικά τα κοινώς αποδεκτά των ημερών του…

Στο βιβλίο σας, αναφέρεστε σε υπαρκτά πρόσωπα, όπως στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Πόσο δύσκολο ήταν για εσάς να χειριστείτε ως συγγραφέας, το κομμάτι δράσης που του αναλογεί στο βιβλίο σας;

Εφόσον επέλεξα απαρχής να μην «συμπλέξω» τον Μητσοτάκη με τα φανταστικά πρόσωπα του βιβλίου και να ακολουθήσω απλώς τις «γραφές», θα έλεγα ότι δεν συνάντησα καμιά δυσκολία. Πηγές μου για τη δράση του εκείνα τα χρόνια ήταν ο Μπίβορ, ο Στέφανος Πρώιμος, ο Στέφανος Μυλωνάκης, ο Σταύρος Βλοντάκης... Εγώ δεν είχα παρά να συναρμολογήσω τις πληροφορίες και να τις εντάξω στη ροή του κειμένου.

Ο Βαγγέλης Κτιστάκης είναι ένα από τα πρόσωπα-κλειδιά του βιβλίου σας. Πώς εργαστήκατε για να σκιαγραφήσετε τις απόψεις και την προσωπικότητά του;

Προτού καν αρχίσω να γράφω, ο κομμουνιστής Κτιστάκης, με τον μαρτυρικό θάνατο και την πικραμένη ζωή του, είχε κεντρίσει τη συγγραφική περιέργειά μου και μ’ είχε βαθιά συγκινήσει. Για να τον «φανταστώ», χρειάστηκε όχι μόνο να αναζητήσω τα βασικά της ζωής του αλλά και να διαβάσω πολιτικά κείμενα, προκειμένου να κατανοήσω, όσο μου ήταν δυνατόν, το κλίμα και το πνεύμα εκείνης της εποχής. Ώσπου, συνειδητά αυθαιρετώντας μέσα στο πλαίσιο της μυθοπλασίας, αν και χωρίς καμιά διάθεση αγιοποίησης, τον ανέδειξα σε φίλο και συνομιλητή του κεντρικού ήρωά μου για να τον ανυψώσει αυτός σε τραγικό πρόσωπο.

Κατά τη γνώμη σας ποια διδάγματα από την περίοδο του εμφυλίου, θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν στη σημερινή πραγματικότητα;

Η περίοδος που φιλοδόξησα να αναπλάσω στο βιβλίο είναι η γερμανική και η μετέπειτα «άτυπη» αγγλογερμανική κατοχή στα Χανιά. Ο εμφύλιος έπεται... Το μέγα δίδαγμα που θα μπορούσαμε να αντλήσουμε από εκείνα τα χρόνια είναι ότι οι λογής σύμμαχοι-προστάτες δεν είναι κατ’ ανάγκην και φίλοι μας. Και ότι όπως αυτοί αγωνίζονται για την εφαρμογή της εξωτερικής πολιτικής τους στον τόπο μας, έτσι κι εμείς οφείλουμε, καθώς θα έλεγε και ο Σεφέρης, να διαπραγματευόμαστε και να διεκδικούμε για το δικό μας όφελος και όχι να συρόμαστε δουλικώς πίσω τους.

Το βιβλίο σας «Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ», αποτελεί μέρος μιας τριλογίας που είχε ξεκινήσει με το προηγούμενο μυθιστόρημά σας «Αθώοι και φταίχτες». Ποιο είναι το κεντρικό θέμα της τριλογίας σας και κατά πόσο έχετε ήδη σχεδιάσει στο μυαλό σας το επόμενο βήμα σας ως μυθιστοριογράφος;

Λογοτεχνική περσόνα και στα δυο βιβλία είναι μια πόλη, τα Χανιά, ταξιδεύοντας στον χρόνο, όπου τα ιστορικά γεγονότα, όπως το έχω πει πολλές φορές, όχι απλώς υπηρετούν τη μυθοπλασία αλλά και την εκθέτουν, διεκδικώντας τον πρωταγωνιστικό τους ρόλο. Κεντρικό, επομένως, θέμα και στα δυο βιβλία θα έλεγα ότι είναι ο άνθρωπος με όλη τη δόξα, τον αγώνα και την αγωνία αλλά και τη ματαιότητα και την ανεμελιά του στη ροή της Ιστορίας. Όσο για το τρίτο βιβλίο που εύχομαι να αξιωθώ να γράψω, για να κλείσει ο κύκλος, θα προτιμούσα να μην πω τίποτα ακόμη...

Πληροφορίες: «Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ», Μάρω Δούκα, εκδ. Πατάκη.

ΜΑΝΙΑ ΣΤΑΪΚΟΥ