Morrissey: Η φωνή που έμαθε μια γενιά να νιώθει

morrissey
ΤΕΤΑΡΤΗ, 21 ΜΑΙΟΥ 2025

Η ερμηνεία του και τα τραγούδια του μας έχουν χαϊδέψει ουκ ολίγες φορές την ψυχή, κάποιες θέσεις του, ωστόσο, έχουν προκαλέσει αμηχανία και απογοήτευση, χαρίζοντάς του τον τίτλο του αμφιλεγόμενου καλλιτέχνη. Το φετινό Release Αthens μας δίνει την ευκαιρία να τον δούμε ξανά από κοντά και να θυμηθούμε τα παλιά, σαν φίλοι που τους συνδέει το συναίσθημα και η μουσική κι όχι η πολιτική.

Κάθε σχέση που αποτυπώνεται στο χρόνο περνάει από κύματα. Kάπως έτσι συμβαίνει και με την περίπτωση του Morrissey, της φωνής που έχει συνοδέψει γενιές επί γενεών στην εφηβεία και την ενήλικη ζωή, που δεν έπαψε ποτέ να εκφράζει το ανείπωτο, τις αμφιβολίες και τις εμμονές που κρύβουμε στα μύχια της ψυχής μας. Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει φωνή σαν του Morrissey, όχι μόνο επειδή δεν μοιάζει με καμία άλλη –που ισχύει-, αλλά γιατί χάρισε τη χροιά του σε όλα αυτά που θέλαμε όλοι να τραγουδήσουμε δυνατά, ενώ την ίδια στιγμή ίσως να μην μπορούσαμε να αρθρώσουμε λέξη γι’ αυτά: την απόρριψη, την αμηχανία, την εμμονή, την ερωτική αοριστία, τη μοναξιά. Ενόψει της εμφάνισής του στο Release Athens αυτό το καλοκαίρι, αξίζει να σταθούμε όχι στα νούμερα, τους δίσκους ή κάποιες κατά καιρούς ακραίες απόψεις του, αλλά στο συναίσθημα. Γιατί όπως και να το κάνουμε ο Morrissey δεν είναι απλώς ένας καλλιτέχνης -είναι η φωνή που σιγόνταρε μια ολόκληρη γενιά στο να νιώθει, να πονά, να ελπίζει και να αμφιβάλλει. Τραγουδώντας.

Ένα από τα πράγματα που σίγουρα του δίνουμε είναι ότι από την εποχή των Smiths μέχρι και στη συνέχεια με τη solo καριέρα του, δεν ήθελε ποτέ να αρέσει σε όλους –κάτι που φυσικά έφερε το αντίθετο αποτέλεσμα και κυριολεκτικά λατρεύτηκε από όλους εκείνους που έψαχναν απελπισμένα να ανήκουν κάπου. Κι όσο τα ‘80s έβραζαν από ρυθμό και pop hits, ο Morrissey έγραφε τραγούδια για την εσωτερική ήττα: “Please, Please, Please Let Me Get What I Want”, ένα κομμάτι μόλις δύο λεπτών που έγραψε μαζί με τον κιθαρίστα των Smiths, Johnny Mar, και δίνει μελωδία στην έκκληση που όλοι έχουμε κάνει κατά καιρούς προς το σύμπαν να κάνει μια εξαίρεση και να πάνε όλα καλά -επηρεασμένοι ξέρετε από ποιον.

To πρώτο single των Smiths που μπήκε στο βρετανικό Top 10, "Heaven Knows I'm Miserable Now” με τον τόσο φλεγματικά αληθινό στίχο "I was looking for a job and then I found a job, and heaven knows I'm miserable now" αποτυπώνει την αιώνια αλήθεια: ότι τίποτα δεν σκοτώνει τα όνειρα πιο γρήγορα από το να... πραγματοποιηθούν. Και σε όλο αυτό το υπαρξιακό παραλήρημα, ο Morrissey λικνίζεται με τον δικό του χαρακτηριστικό τρόπο, με μια εσάνς τσιφτετελιού άγγλου τουρίστα και με ένα φουντωτό κλαδί να ξεπροβάλλει από την πίσω τσέπη του τζιν του -τα λουλούδια ήταν ένα διαρκές μοτίβο στη γλώσσα της εικόνας των The Smiths.

Με το “I Know It’s Over” των Smiths το 1986, με τον Morrissey (και τον Marr) πίσω από τους στίχους και την παραγωγή, βυθιζόμαστε σε έναν λυρικό μονόλογο ενός ατόμου που παλεύει με την απώλεια, όχι απαραίτητα του θανάτου, αλλά της αγάπης που δεν ανταποκρίθηκε ποτέ ή μιας σχέσης που δεν ξεκίνησε καν, παρά μόνο στη φαντασία του. Μια ωδή στον απόλυτο εσωτερικό διάλογο: όταν κλαις μόνος σου και δεν έχει μείνει κανείς να σε ακούσει –ίσως μόνο η μαμά σου, κυριολεκτικά ή συμβολικά - "Oh mother, I can feel the soil falling over my head".

Για τον Morrissey, η ευθραυστότητα δεν ήταν αδυναμία -ήταν πράξη αντίστασης. Όταν στο “Everyday is Like Sunday” από το πρώτο του solo album το 1988 “Viva Hate” ζωγραφίζει μια πόλη-φάντασμα, δεν μιλά απλώς για ένα παραθαλάσσιο θέρετρο, αλλά για την αίσθηση του να περιμένεις κάτι να συμβεί και τίποτα να μην αλλάζει. Όπως είναι η καθημερινότητα των περισσοτέρων που πολλές φορές η ακινησία μοιάζει να ουρλιάζει.

Γύρω στο 1994, και πάλι σε ένα μοτίβο απελπισίας και ανεκπλήρωτου έρωτα κουρνιάσαμε όλοι στο comfortness  του “The More You Ignore Me, The Closer I Get”, από το άλμπουμ "Vauxhall and I". Ένα τραγούδι που χορεύει στα όρια του ρομαντισμού και της απόγνωσης, μια μελωδική αποτύπωση του πόσο «γραμματόσημα» μπορούμε να γίνουμε, αποτελώντας την απόλυτη ομολογία συναισθηματικής εμμονής -οριακά μηνύσιμης το 2025. Κι όπως όλοι φανταζόμασταν, λέγεται πως το έγραψε για κάποιον άνθρωπο που τον απέρριψε επανειλημμένα και ο ίδιος ο Morrissey το χαρακτήρισε ως «τραγούδι αυτοπροστασίας».

Στα χρόνια που ακολούθησαν, το ταλέντο του Morrissey να μετουσιώνει την εσωτερική μοναξιά σε πανηγυρικό τραγούδι παρέμεινε αδιαμφισβήτητο, αν και τα άλμπουμ του "Southpaw Grammar" το 1995 και "Maladjustedτο 1997 είναι από τα λιγότερο επιτυχημένα εμπορικά στο παλμαρέ του –διατηρώντας ωστόσο cult θέση στην καρδιά πολλών fans.

To “First of the Gang to die” από το "You Are the Quarry" το 2004 γίνεται ύμνος για τους περιθωριοποιημένους, με τον Morrissey να δίνει υπόσταση, ταυτότητα και συναισθηματικό βάθος σε νέους μεταναστευτικής καταγωγής, παιδιά της εργατικής τάξης και «χαμένους» της μεγαλούπολης και το “Let me Kiss you” ισορροπεί και πάλι ανάμεσα στον ρομαντισμό και την απελπισία, για να μην ξεχνιόμαστε.

Σε κάθε περίπτωση, τα τραγούδια του Morrissey λειτουργούν με κάποιο τρόπο ομοιοστατικά, βοηθώντας πολλούς να βρουν ισορροπία μέσα σε ένα περιβάλλον που ένιωθαν ξένο ή αποξενωμένο. Δεν είναι και λίγο να κάνεις την ευαισθησία δύναμη και την αμηχανία τέχνη, τρεκλίζοντας στις πιο σκοτεινές, εσωτερικές διαδρομές του κοινού σου.

Στο Release, λοιπόν, στις 16 Ιουλίου στην Πλατεία Νερού θα επιστρέψει εκεί όπου ανήκει, για να μας «βγάλει την ψυχή». Με την καλή έννοια.

Εισιτήρια εδώ για να το ζήσουμε όλοι μαζί.

ΤΖΟΥΛΙΑ ΤΑΣΩΝΗ
[email protected]