Ο Κοέλιο επιστρέφει με τη "Μοιχεία"

coelho
ΤΕΤΑΡΤΗ, 18 ΙΟΥΝΙΟΥ 2014

Ενα βιβλίο για τον έρωτα που κινείται άναμεσα στο πάθος, την τρέλλα και ...τη μοιχεία. Το 16ο βιβλίο του Πάολο Κοέλιο με τίτλο "Μοιχεία" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λιβάνη. Διαβάστε ένα απόσπασμα απο το βιβλίο.

Είναι καλύτερα να μη ζεις παρά να μην αγαπάς. Ακόμα και όταν όλα φαίνονται τακτοποιημένα και προκαθορισμένα στη ζωή μας ποτέ κανείς δε ξέρει τι του επιφυλάσσει η τύχη.

Γνωρίστε τη Λίντα, μια γυναίκα γύρω στα τριάντα που αρχίζει να αμφισβητεί τη ρουτίνα και την προβλεψιμότητα της ζωής της. Στα μάτια του καθενός, έχει μια τέλεια ζωή: ένα σταθερό γάμο, ένα στοργικό σύζυγο, σωστά μεγαλωμένα παιδιά και μια δουλειά ως δημοσιογράφος που πολλοί θα ζήλευαν. Η φαινομενικά ήρεμη και τέλεια ζωή της κρύβει μια ψεύτικη ευτυχία που έρχεται να ανατρέψει. 

Όλα θα αλλάξουν όταν θα συναντήσει, για μια συνέντευξη, τον πρώην φίλο της από τα εφηβικά χρόνια, τον Jacob. Κατα τη διάρκεια της συνέντευξης καταφέρνει να της ξυπνήσει κάτι που η ίδια είχε καιρό να νιώσει: το πάθος.

Τώρα, θα κάνει ό,τι μπορεί για να κατακτήσει αυτό τον άπιαστο έρωτα και θα αναγκαστεί να κατέβει στο βάθος του πηγαδιού των ανθρώπινων συναισθημάτων ώστε να βρει επιτέλους τη λύτρωσή της.

Διαβάστε ένα απόσπασμα απο το βιβλίο:

Κάθε πρωί που ανοίγω τα μάτια μου για να αντικρίσω αυτό που λέγεται «καινούρια μέρα» θέλω να τα ξανακλείσω και να μη σηκωθώ από το κρεβάτι. Όμως πρέπει.

Έχω ένα θαυμάσιο σύζυγο, τρελά ερωτευμένο μαζί μου, διευθυντή ενός οργανισμού επενδύσεων, ο οποίος κάθε χρόνο –παρόλο που δεν του πολυαρέσει– φιγουράρει στον κατάλογο των τριακοσίων πλουσιότερων ανθρώπων της Ελβετίας σύμφωνα με το ελβετικό οικονομικό περιοδικό Bilan.

Έχω δύο παιδιά που είναι «ο λόγος για να ζω» (όπως λένε οι φίλες μου). Κάθε μέρα, νωρίς το πρωί, πρέπει να τους ετοιμάσω πρωινό και να τα πάω στο σχολείο –που απέχει πέντε λεπτά με τα πόδια από το σπίτι μας–, το οποίο είναι ολοήμερο, πράγμα που σημαίνει ότι μπορώ έτσι και να δουλεύω και να έχω ελεύθερο χρόνο. Όταν σχολάνε, μια Φιλιππινέζα νταντά τα προσέχει μέχρι εγώ και ο σύζυγός μου να γυρίσουμε στο σπίτι.

Μου αρέσει η δουλειά μου. Είμαι καταξιωμένη δημοσιογράφος σε γνωστή εφημερίδα την οποία βρίσκει κανείς σχεδόν σε κάθε γωνιά της Γενεύης, όπου μένουμε.

Μία φορά το χρόνο πηγαίνω διακοπές με την οικογένειά μου, συνήθως σε παραδεισένιους προορισμούς, με ονειρεμένες παραλίες, σε «εξωτικές» πόλεις, που οι φτωχοί κάτοικοί τους μας κάνουν να νιώθουμε ακόμα πλουσιότεροι, πιο προνομιούχοι και ευγνώμονες για τις ευλογίες της ζωής.

Δε συστήθηκα όμως ακόμα. Χαίρω πολύ, με λένε Λίντα. Είμαι τριάντα ενός χρονών, το ύψος μου είναι 1,75, είμαι 68 κιλά και ντύνομαι με τα καλύτερα και ακριβότερα ρούχα (χάρη στην απεριόριστη γενναιοδωρία του συζύγου μου). Οι άντρες με ποθούν και οι γυναίκες με ζηλεύουν.

Ωστόσο, όταν ανοίγω τα μάτια μου το πρωί σ’ αυτό τον ιδανικό κόσμο που τον ονειρεύονται όλοι και λίγοι καταφέρνουν να τον κατακτήσουν, ξέρω ότι η μέρα μου θα είναι μια καταστροφή. Μέχρι τις αρχές του έτους δεν αμφισβητούσα τίποτα και ζούσα απλώς τη ζωή μου – παρόλο που φορές φορές ένιωθα ενοχές που είχα περισσότερα απ’ όσα αξίζω. Μια ωραία μέρα, εκεί που έφτιαχνα πρωινό για όλους (θυμάμαι ότι είχε μπει η άνοιξη και τα λουλούδια άρχιζαν να ανθίζουν στον κήπο), αναρωτήθηκα: Αυτό είναι όλο λοιπόν;

Δεν έπρεπε να είχα κάνει αυτή την ερώτηση. Όμως για όλα έφταιγε ένας συγγραφέας από τον οποίο είχα πάρει συνέντευξη το προηγούμενο απόγευμα και που κάποια στιγμή μου είχε πει:

«Δε με ενδιαφέρει στο παραμικρό να είμαι ευτυχισμένος. Προτιμώ να ζω ερωτευμένος, κάτι που είναι επικίνδυνο, γιατί ποτέ δεν ξέρει κανείς τι θα συναντήσει».

Θυμάμαι πως σκέφτηκα: Τον καημένο. Δεν τον ικανοποιεί τίποτα. Θα πεθάνει δυστυχισμένος, μέσα στην πικρία.

Την επόμενη μέρα συνειδητοποίησα ότι εγώ δε διέτρεχα κανένα κίνδυνο.

Ήξερα τι θα συναντήσω: ακόμα μια μέρα ίδια με την προη-γούμενη. Ερωτευμένη; Τι να πω, αγαπάω τον άντρα μου, κάτι που μου εγγυάται ότι δε θα πάθω κατάθλιψη επειδή είμαι αναγκασμένη να ζήσω με κάποιον μόνο και μόνο για οικονομικούς λόγους, για τα παιδιά ή για να τηρήσω τα προσχήματα.

Ζω στην ασφαλέστερη χώρα του κόσμου, τα πάντα στη ζωή μου είναι σε τάξη, είμαι καλή μητέρα και σύζυγος. Έλαβα αυστηρή προτεσταντική μόρφωση και σκοπεύω να την περάσω και στα παιδιά μου. Δεν κάνω ποτέ λάθη, επειδή ξέρω ότι μπορεί να τα χαλάσω όλα. Φροντίζω να ενεργώ πάντα με τη μέγιστη αποτελεσματικότητα και την ελάχιστη προσωπική ανάμειξη. Όταν ήμουν μικρότερη, πόνεσα από έρωτες χωρίς ανταπόκριση, όπως όλοι οι κανονικοί άνθρωποι.

Από τότε που παντρεύτηκα όμως σταμάτησε ο χρόνος.

Μέχρι που βρέθηκα μπροστά σ’ εκείνο τον καταραμένο συγγραφέα και στην απάντησή του. Μα τι το κακό έχει η ρουτίνα ή η ανία;

Για να είμαι ειλικρινής, απολύτως τίποτα. Μόνο...

... μόνο τον κρυφό τρόμο πως όλα αλλάζουν από ώρα σε ώρα, πιάνοντάς με απροετοίμαστη.

Από τη στιγμή που έκανα τούτη την ολέθρια σκέψη ένα ωραίο πρωί, τρόμαξα. Θα μπορούσα να αντιμετωπίσω τον κόσμο μόνη μου αν πέθαινε ο άντρας μου; Ναι, απάντησα στον εαυτό μου, γιατί η περιουσία του θα ήταν αρκετή για να συντηρήσει πολλές γενιές. Κι αν πέθαινα εγώ, ποιος θα φρόντιζε τα παιδιά; Ο αγαπημένος μου σύζυγος. Όμως τελικά θα παντρευόταν κάποια άλλη, επειδή είναι πλούσιος, γοητευτικός και έξυπνος. Θα έπεφταν τα παιδιά μου σε καλά χέρια;

Το πρώτο μου βήμα ήταν να προσπαθήσω να απαντήσω σε όλα μου τα ερωτήματα. Κι όσο περισσότερα απαντούσα, τόσο περισσότερα ανέκυπταν. Κι αν βρει ερωμένη όταν γεράσω; Κι αν έχει ήδη κάποια άλλη, αφού δεν κάνουμε πια έρωτα τόσο συχνά όσο πρώτα; Κι αν νομίσει πως εγώ έχω άλλον, επειδή δεν του έχω δείξει μεγάλο ενδιαφέρον τα τελευταία τρία χρόνια;

Δεν τσακωνόμαστε ποτέ από ζήλια, και το θεωρούσα αυτό πολύ καλό, όμως από εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό άρχισα να υποπτεύομαι ότι αυτό δεν ήταν παρά παντελής έλλειψη αγάπης κι από τις δύο πλευρές.

Έκανα ό,τι ήταν δυνατό για να μην το σκέφτομαι πια.

Για μία εβδομάδα, κάθε φορά που έφευγα για τη δουλειά, πήγαινα να ψωνίσω κάτι στη Ρι ντι Ρον, τον εμπορικό δρόμο της Γενεύης όπου βρίσκονται όλα τα καταστήματα πολυτελείας. Τίποτα δε με πολυενδιέφερε, τουλάχιστον όμως ένιωθα πως –ας πούμε– άλλαζα κάτι. Έχοντας ανάγκη ένα αντικείμενο που δεν το χρειαζόμουν πρώτα. Ανακαλύπτοντας μια ηλεκτρική συσκευή που δε γνώριζα ότι υπήρχε, παρόλο που είναι πολύ δύσκολο να βρει κανείς κάτι πραγματικά καινούριο στον κόσμο των ηλεκτρικών συσκευών. Απέφευγα να μπω σε μαγαζιά με παιδικά, για να μην κακομάθω τα παιδιά με υπερβολικά δώρα. Ούτε σε καταστήματα με αντρικά είδη έμπαινα, για να μην αρχίσει ο άντρας μου να έχει υποψίες από την υπερβολική μου γενναιοδωρία.

Όταν γυρνούσα στο σπίτι και έμπαινα στο μαγικό βασίλειο του κόσμου μου, όλα έμοιαζαν θαυμάσια για τρεις τέσσερις ώρες, μέχρι να πέσουν όλοι για ύπνο. Τότε, σιγά σιγά, άρχιζε να γεννιέται ο εφιάλτης.

Σκέφτομαι πως το πάθος είναι για τους νέους και πως η απουσία του είναι φυσιολογική για την ηλικία μου. Δεν είναι αυτό που με τρομάζει.

Σήμερα, εδώ και μερικούς μήνες, είμαι μια γυναίκα μοιρασμένη ανάμεσα στον τρόμο τού να αλλάξουν τα πάντα και τον τρόμο τού να μείνουν τα πάντα ίδια για όλη μου τη ζωή. Λένε ότι όσο πλησιάζει το καλοκαίρι αρχίζουμε να έχουμε παράξενες ιδέες, νιώθουμε μικρότεροι επειδή περνάμε περισσότερο χρόνο έξω και αυτό μας δίνει μια άλλη αίσθηση για τις διαστάσεις του κόσμου. Ο ορίζοντας είναι πιο μακριά, πέρα από τα σύννεφα και τους τοίχους του σπιτιού.

Ίσως. Δεν μπορώ όμως πια να κοιμηθώ καλά, και δε -φταίει η ζέστη. Όταν βραδιάζει και δε με βλέπει κανείς, φοβάμαι τα πάντα: τη ζωή, το θάνατο, την αγάπη και την έλλειψή της, το γεγονός πως όλα τα καινούρια πράγματα γίνονται συνήθεια, το αίσθημα ότι χάνω τα καλύτερά μου χρόνια σε μια ρουτίνα που θα επαναλαμβάνεται ώσπου να πεθάνω και τον πανικό τού να αντιμετωπίσω το άγνωστο, όσο συναρπαστικό και περιπετειώδες κι αν είναι.

Φυσικά, προσπαθώ να παρηγορηθώ με τον πόνο των άλλων.

Ανοίγω την τηλεόραση, πέφτω σε μια εκπομπή. Παρακολουθώ ατελείωτες ειδήσεις για ατυχήματα, ανθρώπους που έχουν χάσει τα σπίτια τους εξαιτίας φυσικών καταστροφών, πρόσφυγες. Πόσοι άνθρωποι άρρωστοι υπάρχουν άραγε στον πλανήτη αυτή τη στιγμή; Πόσοι υποφέρουν από αδικίες και προδοσίες, σιωπηλά ή ουρλιάζοντας; Πόσοι είναι οι φτωχοί, οι άστεγοι και οι φυλακισμένοι;

Αλλάζω κανάλι. Βλέπω μια σαπουνόπερα ή μια ταινία και η προσοχή μου αποσπάται για λίγα λεπτά ή για μερικές ώρες. Φοβάμαι μέχρι θανάτου μήπως ξυπνήσει ο άντρας μου και με ρωτήσει «Τι συμβαίνει, αγάπη μου;». Γιατί τότε θα πρέπει να του απαντήσω πως είναι όλα καλά. Το χειρότερο όμως θα ήταν –όπως συνέβη δυο τρεις φορές τον περασμένο μήνα– να θελήσει, μόλις ξαπλώσουμε, να απλώσει το χέρι του στο μπούτι μου, να το ανεβάσει αργά προς τα πάνω και να αρχίσει να με χαϊδεύει. Μπορώ να προσποιηθώ οργασμό –το έχω ήδη κάνει πολλές φορές–, αλλά δεν μπορώ να αποφασίσω έτσι απλά να είμαι υγρή.

Θα ήμουν αναγκασμένη να του πω ότι είμαι εξουθενωμένη, κι εκείνος, χωρίς ποτέ να παραδεχτεί ότι ενοχλείται, θα μου έδινε ένα φιλί, θα άλλαζε πλευρό, θα διάβαζε τις τελευταίες ειδήσεις στο τάμπλετ του και θα περίμενε την επόμενη μέρα. Και τότε θα παρακαλούσα να ήταν κουρασμένος, πολύ κουρασμένος.

Δεν είναι πάντα έτσι όμως. Πότε πότε πρέπει να παίρνω κι εγώ πρωτοβουλία. Δε γίνεται να τον απορρίπτω δύο νύχτες στη σειρά, γιατί τότε θα βρει ερωμένη, και δε θέλω να τον χάσω. Αυνανίζομαι λίγο πρώτα κι έτσι είμαι υγρή απ’ την αρχή, οπότε όλα είναι και πάλι φυσιολογικά.

«Όλα είναι και πάλι φυσιολογικά» σημαίνει «τίποτα δε θα είναι πάλι όπως πρώτα, όπως τότε που ήμασταν ακόμα ένα μυστήριο ο ένας για τον άλλο».

Μου φαίνεται αφύσικο να διατηρείς την ίδια φλόγα μετά από δέκα χρόνια γάμου. Και κάθε φορά που προσποιούμαι ηδονή στο σεξ πεθαίνω λίγο μέσα μου. Λίγο; Νομίζω πως αδειάζω γρηγορότερα απ’ όσο θεωρούσα.

Οι φίλες μου πιστεύουν πως είμαι τυχερή – γιατί τους λέω ψέματα, πως κάνουμε έρωτα συχνά με τον άντρα μου, όπως μου λένε ψέματα κι εκείνες, πως δεν ξέρουν πώς γίνεται και οι δικοί τους άντρες διατηρούν ακόμα το ίδιο ενδιαφέρον γι’ αυτές. Λένε πως το σεξ στο γάμο είναι απολαυστικό μόνο τα πέντε πρώτα χρόνια και πως μετά χρειάζεται λιγάκι «φαντασία». Να κλείνεις τα μάτια και να φαντάζεσαι πως από πάνω σου είναι ο γείτονάς σου, κάνοντάς σου πράγματα που ο άντρας σου ποτέ δε θα τολμούσε. Να φαντάζεσαι ότι σε παίρνει ταυτόχρονα με τον άντρα σου, όλες τις δυνατές διαστροφές και όλα τα απαγορευμένα παιχνίδια.

Λίγα λόγια για τον συγγραφέα:

Ο Πάουλο Κοέλο γεννήθηκε στο Ρίο ντε Τζανέιρο το 1947 και εργάστηκε ως θεατρικός σκηνοθέτης και συγγραφέας, δημοσιογράφος και στιχουργός προτού αφοσιωθεί στα βιβλία του. Η συνεργασία του με το διάσημο Βραζιλιάνο μουσικό Ραούλ Σέισας είχε ως αποτέλεσμα κλασικά κομμάτια για το βραζιλιάνικο ροκ.
Το έργο του έχει εκδοθεί σε 168 χώρες και μεταφραστεί σε 80 γλώσσες. Στις μεγαλύτερες επιτυχίες του συγκαταλέγονται ο Αλχημιστής, που θεωρείται το βραζιλιάνικο βιβλίο με τις περισσότερες πωλήσεις στην ιστορία, καθώς και το Ημερολόγιο Ενός Μάγου. Είναι ο συγγραφέας με τους περισσότερους θαυμαστές στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Εξελέγη στην Ακαδημία Γραμμάτων της Βραζιλίας το 2002 και από το 2007 είναι Αγγελιαφόρος της Ειρήνης του ΟΗΕ. Είναι παντρεμένος από το 1979 με την καλλιτέχνιδα πλαστικών τεχνών Κριστίνα Οϊτισίκα.

Πληροφορίες: Το βιβλίο του Πάολο Κοέλιο "Mοιχεία" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λιβάνη.