Βίος και Πολιτεία του… Νίκου Καζαντζάκη
Με αφορμή τη συμπλήρωση 57 χρόνων από τον θάνατο του μεγάλου κρητικού μας συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη στις 26 Οκτωβρίου, ας θυμηθούμε τους μεγαλύτερους σταθμούς στην πορεία της ζωής του.
Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1883, στο Ηράκλειο Κρήτης. Στην Αθήνα σπούδασε Νομική με άριστα. Το πρώτο του πόνημα ήταν το βιβλίο «Όφις και Κρίνο» το 1906, με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβαμή.
Στα πρώτα χρόνια της συγγραφικής του πορείας, δημιούργησε αρκετά θεατρικά έργα, όπως τα «Ξημερώνει», «Έως Πότε;», «Κωμωδία, τραγωδία μονόπρακτη» και «Η Θυσία». Το τελευταίο δημοσιεύθηκε λίγο αργότερα με τον τίτλο «Ο Πρωτομάστορας» και συμμετείχε το 1910 στον Λασσάνειο Δραματικό Αγώνα, αποσπώντας το πρώτο βραβείο, ενώ διασκευάστηκε αργότερα και σε λιμπρέτο από τον Μανόλη Καλομοίρη, ο οποίος το μελοποίησε σε όπερα.
Αγαπούσε πολύ και την αρθρογραφία και συχνά έγραφε σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά, πάντα με ψευδώνυμο, όπως το «Ακρίτας», «Κάρμα Νιρβαμή» ή «Πέτρος Ψηλορείτης».

Η φιλική του σχέση με τον Άγγελο Σικελιανό ήταν ουσιαστική και βαθιά. Μαζί ταξίδεψαν στο Άγιον Όρος, αλλά και σε πολλά ακόμα μέρη της Ελλάδας, αναζητώντας «τη συνείδηση της γης και της φυλής τους». Οι δρόμοι τους θα χωρίσουν το 1923, αλλά θα ξανασμίξουν έπειτα από 19 χρόνια, το 1942.
Το μυθιστόρημά του «Bίος και Πολιτεία του Aλέξη Zορμπά», που κυκλοφόρησε το 1943, είναι εμπνευσμένο από δύο αποτυχημένες προσωπικές του εμπειρίες. Το 1915 μαζί με τον Ι. Σκορδίλη, προσπάθησαν να κατεβάσουν ξυλεία από το Άγιον Όρος, αποτυχημένα βέβαια, ενώ λίγο αργότερα, το 1917, γνώρισε έναν εργάτη, τον Γιώργη Ζορμπά, με τον οποίο προσπάθησαν να εκμεταλλευθούν ένα λιγνιτωρυχείο στην Πραστοβά της Μάνης, καταλήγοντας σε αποτυχία και πάλι.
Στο βιβλίο του «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» περιγράφει εμπειρίες από την περίοδο που ο Ελευθέριος Βενιζέλος τον διόρισε Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Περιθάλψεως, με αποστολή τον επαναπατρισμό Ελλήνων από την περιοχή του Καυκάσου. Οι εμπειρίες που αποκόμισε εκεί, αξιοποιήθηκαν αργότερα στο μυθιστόρημά του.
Προς το τέλος του 1924, ξεκίνησε να γράφει το έπος της ζωής του, την «Οδύσεια», με 33.333 17σύλλαβους στίχους, χωρισμένους σε 24 ραψωδίες, με 7.500 λέξεις που δεν υπάρχουν σε κανένα λεξικό της ελληνικής γλώσσας. Η έκδοση του βιβλίου έγινε το 1938.
Τα ταξίδια ήταν μια από τις μεγάλες του αγάπες. Επισκέφθηκε αμέτρητες πόλεις και χώρες του κόσμου, ανάμεσά τους το Παρίσι, τη Βιέννη, το Βερολίνο, την Ιταλία, την Κύπρο, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο, το Σινά, τη Ρωσία, την Κίνα, την Ιαπωνία, την Ισπανία, την Τσεχοσλοβακία, την Αγγλία, τη Γαλλία, την Ολλανδία, τη Γερμανία, τη Γιουγκοσλαβία κ.α. Από τα ταξίδια του εμπνεύστηκε και τη σειρά ταξιδιωτικών του άρθρων, που αποτελούν την έκδοση «Ταξιδεύοντας».

Η «Aσκητική», το φιλοσοφικό έργο του Νίκου Καζαντζάκη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Αναγέννηση, του Δημήτρη Γληνού το 1927.
Το 1953 προσβλήθηκε από μία μόλυνση στο μάτι, γεγονός που τον υποχρέωσε να νοσηλευτεί αρχικά στην Ολλανδία και αργότερα στο Παρίσι και τελικά, έχασε την όρασή του από το δεξί μάτι.
Κατηγορήθηκε ως ιερόσυλος από την Ορθόδοξη Εκκλησία, με βάση αποσπάσματα από τον «Kαπετάν Mιχάλη» και το σύνολο του περιεχομένου του «Τελευταίου Πειρασμού», έργο το οποίο δεν είχε ακόμη κυκλοφορήσει στην Ελλάδα και το 1954, η Ιερά Σύνοδος με έγγραφό της ζητούσε από την κυβέρνηση την απαγόρευση των βιβλίων του Νίκου Καζαντζάκη. Τελικά η Εκκλησία της Ελλάδος δεν μπόρεσε να προχωρήσει στον αφορισμό του Νίκου Καζαντζάκη, αφού ήταν αντίθετος σε αυτό, ο οικουμενικός πατριάρχης Αθηναγόρας. Μπορεί να μην αφορίστηκε τελικά, αλλά η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδας τον κατέκρινε και το όνομά του εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να φέρει το στίγμα του αφορισμού.
Το 1957, επέστρεψε από το ταξίδι του στην Κίνα, προσβεβλημένος από λευχαιμία. Νοσηλεύτηκε στην Κοπεγχάγη της Δανίας και το Φράιμπουργκ της Γερμανίας, όπου τελικά κατέληξε στις 26 Οκτωβρίου του 1957 σε ηλικία 74 ετών. Άλλοι πάλι, λένε ότι η λευχαιμία εμφανίστηκε στον Καζαντζάκη το χειμώνα του 1938, 19 χρόνια πριν απ' το τέλος του. Ζητήθηκε από τη γυναίκα του Ελένη Καζαντζάκη, η σορός του να τεθεί σε λαϊκό προσκύνημα, αλλά κάτι τέτοιο δεν έγινε δεκτό. Έτσι, η σορός του συγγραφέα μεταφέρθηκε στο Ηράκλειο, όπου χαράχτηκε επάνω στον τάφο του, όπως ο ίδια θέλησε, η φράση: «Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος».
Βάλια Κανελλοπούλου







