Κάρολος Ντίκενς: η χειμαρρώδης πένα της κοινωνικής εξαθλίωσης
Ανέδειξε το βικτωριανό Λονδίνο, σε λογοτεχνική του μούσα, παρά την κοινωνική σαπίλα και αδικία που επικρατούσε. Με τα 200α «γενέθλια» του Ντίκενς να γίνονται σήμερα η αφορμή για εορτασμούς σε ολόκληρη την υφήλιο, θα προσπαθήσουμε να ανακαλύψουμε τους σταθμούς της ζωής του, που ακόμη αναβιώνουν μέσα από τα κείμενά του.
Ο Κάρολος Ντίκενς, ανέδειξε το Λονδίνο σε καταφύγιο του οίστρου του και κατέφερε να γίνει μία από τις σημαντικότερες λογοτεχνικές μορφές παγκοσμίως. Έγραψε για τη μετανάστευση, την οικονομική εξαθλίωση, την ελλιπή εκπαίδευση σε μία εποχή όπου η χώρα έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή της.
Έτσι ξεκίνησαν όλα
Γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου του 1812 στο Landport, από τον Τζον και την Ελίζαμπεθ Ντίκενς αλλά πολύ σύντομα αναγκάστηκε να αναλάβει τα ηνία της οικογένειας, όταν ο πατέρας του φυλακίστηκε για χρέη. Μετακόμισαν στο Marshalsea, όπου εργάστηκε στο εργοστάσιο βαφών του Γουώρεν, κάτω από απάνθρωπες συνθήκες.
Η οικογενειακή εξαθλίωση γρήγορα έγινε πηγή έμπνευσης και η ζωή του έμελλε να αποτυπωθεί για πάντα στο χαρτί. Χαρακτήρες ζωντανοί, εικόνες έντονες και μνήμες θα μεταφράζονταν αργότερα σε διάφορες γλώσσες του κόσμου, αναγνωρίζοντας την συγγραφική του ανωτερότητα.
Η πρώτη επαφή με το κείμενο γίνεται στις περιοδικές εκδόσεις «The Mirror of Parliament» και «The True Sun», για να συνεχίσει στα 21 του χρόνια ως κοινοβουλευτικός ρεπόρτερ της εφημερίδας «The Morning Chronicle.»
Τρία χρόνια αργότερα, το 1836, θα εκδώσει Τα μεταθανάτια έργα της λέσχης του Πίκγουϊκ, με τον πρωταγωνιστή του Σάμιουελ να μπλέκει μία ομάδα απίστευτων χαρακτήρων σε κάθε λογής περιπέτειες.
Η πρώιμη αναγνώριση
Το δεύτερο μυθιστόρημά του είναι που θα τον τοποθετήσει στο «πάνθεον» των μεγάλων συγγραφέων. Ο ορφανός Όλιβερ Τουίστ, είναι ο απόλυτος εκπρόσωπος του Λονδίνου του Ντίκενς. Η ανάγκη του συγγραφέα για διαμαρτυρία ενάντια στην οργή του για το κοινωνικό σύστημα της ανεπτυγμένης Αγγλίας, θα κάνει τον Όλιβερ Τουίστ, σήμα κατατεθέν του. Ο ίδιος έγραψε κάποτε «Με τις περιπέτειες και τη δυστυχισμένη ζωή του μικρού Όλιβερ, θέλησα ν' αποδείξω ότι το πνεύμα του καλού καταφέρνει πάντα να υπερνικά κάθε αντίξοη περίσταση και τελικά να θριαμβεύει».
Στην ουσία αυτό που όντως κατάφερε ο Ντίκενς ήταν να μεγαλουργήσει και θίγοντας τις άθλιες συνθήκες, να κατακρίνει και παράλληλα να αφυπνίσει μία κοινωνία που αιμορραγούσε.
Ο Νίκολας Νίκλεμπι εκδίδεται το 1838-1839 με θέμα πάλι την παιδική εκμετάλλευση και το σαθρό εκπαιδευτικό σύστημα, ενώ ακολουθεί η ιστορία της Νελ, πρωταγωνίστριά του, στο «Παντοπωλείο» του 1840. Με τον Μπάρναμπι Ρατζ να παρεμβάλλεται εκδοτικά στα 1841, τα χρόνια 1843-1845 αποτελούν την …χριστουγεννιάτικη περίοδο του Ντίκενς.
Στο «πάνθεον» της λογοτεχνίας
Προσωπικές αναμνήσεις, ντυμένες με χρώματα, αρώματα και μυρωδιές των Χριστουγέννων, θα κυκλοφορήσουν μέσα από «Τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα», τις «Καμπάνες» και άλλες ιστορίες.
Παράλληλα, το 1843-1844 κυκλοφορεί και η κωμική πλευρά του Ντίκενς μέσα από το «Μάρτιν Τσάζλεγουιτ» για να ακολουθήσει αμέσως μετά μία ιστορία περηφάνιας και ταπείνωσης στο…ειρωνικό «Ντόμπι και Υιός».
Το 1949 είναι η χρονιά του Ντέιβιντ Κόπερφιλντ, ίσως το πιο αυτοβιογραφικό έργο του Ντίκενς. Επόμενες συγγραφικές δημιουργίες αποτελούν το «Έρημο Σπίτι», «καταρρακώνοντας» την βικτωριανή Αγγλία της εξέλιξης, τα «Δύσκολα Χρόνια» (1854) και «Η μικρή Ντόριτ» (1855-1857) στον απόηχο του εγκλεισμού του πατέρα του στην φυλακή.
Το αριστούργημα της «Ιστορίας των δύο πόλεων», κυκλοφορεί το 1859, δίνοντας...λόγο στα εγκλήματα και τις θυσίες την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης.
Η δημιουργική πένα του Ντίκενς θα γράψει το 1860- 1861, το κορυφαίο ίσως έργο του. Οι «Μεγάλες Προσδοκίες» θα εξιστορήσουν την γνωριμία του ορφανού Πιπ με έναν κατάδικο, που θα αλλάξει τη ζωή του. Ο νεοπλουτισμός και η αστεία πλευρά κάθε ματαιόδοξου που επιθυμεί να πλουτίσει, θα αποτελέσει την θεματολογία του μυθιστορήματος «Ο κοινός μας φίλος», που εκδίδεται το 1865 ενώ «Το μυστήριο του Έντουϊν Ντρούντ» δεν θα αποκαλυφθεί ποτέ καθώς ο Κάρολος Ντίκενς πέθανε πριν ολοκληρώσει το μυθιστόρημά του, το 1870.
Πληθωρικός, κοινωνικός και αυθόρμητος ο Κάρολος Ντίκενς απέκτησε στη ζωή του δέκα παιδιά, παντρεύτηκε όποια ερωτεύτηκε, κατέρρευσε μετά τα 50 του λόγω ασθένειας και πέθανε από καρδιακή προσβολή στα 58 του, έχοντας χτίσει με την πένα του έναν κόσμο που διαιωνίζεται.
Στη διαθήκη του ανέφερε κατηγορηματικά ότι δεν ήθελε ποτέ να του κάνουν κάποιο μεγαλεπήβολο μνημείο, κάτι που διατηρήθηκε μέχρι...χθες καθώς σήμερα αναμένεται να γίνουν τα αποκαλυπτήρια του μνημείου του στην γενέτειρα του.
ΣΟΦΗ ΖΙΩΓΟΥ







