Ο μακάβριος θρύλος που σχετίζεται με τα Πόκεμον

lavender-town
ΠΕΜΠΤΗ, 21 ΙΟΥΛΙΟΥ 2016

Με αφορμή τη φρενίτιδα γύρω από το Pokémon GO, θυμόμαστε μια από τις πιο ανατριχιαστικές ιστορίες που σχετίζεται με το franchise της Nintendo.

Το Pokémon έκανε την παρθενική του εμφάνισή στον κόσμο των video games το μακρινό 1996, προκαλώντας άμεση φρενίτιδα στα 10χρονα όλου του πλανήτη (όσοι βρίσκονται στην ηλικιακή κλίμακα 25-30 μπορούν να επιβεβαιώσουν) που για πολύ καιρό ζούσαν σε ρυθμούς Pokémon, παίζοντας μανιωδώς το παιχνίδι σε κάθε σχολικό διάλειμμα (οι πιο μάγκες κι εν ώρα μαθήματος) ή κενό εντός της μέρας, ανταλλάσσοντας αυτοκόλλητα, κάνοντας «μάχες» μεταξύ τους και παρακολουθώντας φανατικά τη σειρά κινουμένων σχεδίων που ακολούθησε. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα να γίνει το Pokémon το νούμερο #2 πιο εμπορικό βιντεοπαιχνίδι στην ιστορία των video games -η πρώτη θέση ανήκει επάξια στο Super Mario).

Είκοσι χρόνια μετά, και με δεδομένο ότι όλοι έχουν από ένα smartphone, οι ευφυείς άνθρωποι της Νintendo επανήλθαν με το Pokémon GO, το mobile video gameπου θα δεις να παίζουν όλοι ανεξαρτήτως, από παιδιά του Δημοτικού μέχρι hip 25αρες και preppy 35αρηδες. Με αφορμή τον ερχομό του παιχνιδιού στην Ελλάδα και δεδομένης της ευρύτερης "ποκεμονολογίας" που διακατέχει εδώ και καιρό την ποπ κουλτούρα και την (ψηφιακή) δημόσια σφαίρα (μην παραξενευτείς αν εκεί που περπατάς σε σταματήσουν για να σε ρωτήσουν με αγωνία «αν έχει εδώ κοντά κάποιο PokeGym»), κάνουμε μια αναδρομή στο παρελθόν και θυμόμαστε μια μακάβρια ιστορία που μας φρίκαρε -κι εξακολουθεί να μας φρικάρει.

Μιλάμε φυσικά για τον ανατριχιαστικό μύθο της Lavender Τown και το σάλο που δημιουργήθηκε από τις φημολογούμενες μαζικές αυτοκτονίες παιδιών στην Ιαπωνία του 1996 λίγο μετά την κυκλοφορία του κλασικού Pokémon Red and Green. Αν και έχουν ακουστεί δεκάδες εκδοχές γύρω από την υπόθεση, μία είναι αυτή που μέχρι και σήμερα συνδέει ευθέως το γεγονός με το παιχνίδι κι αυτή έχει να κάνει με το soundtrack της Lavender Town. Όσοι έπαιζαν το βιντεοπαιχνίδι γνωρίζουν ήδη πως η εν λόγω τοποθεσία ήταν μία από τις λίγες περιοχές του Pokémon Red & Green όπου δεν υπήρχε Pokémon gym. Η ιστορία, λοιπόν, επικεντρώνεται στο ανατριχιαστικό μουσικό θέμα που ακούγεται κάθε φορά που ο παίχτης επισκέπτεται τη Lavender Τown -το οποίο μπορείς να ακούσεις εδώ και κατόπιν να καθίσεις με την ησυχία σου σε εμβρυακή στάση μέχρι να σου φύγει το ρίγος.

Σκοπός του τραγουδιού σύμφωνα πολλούς είναι ακριβώς αυτός: να παρεισφρήσει στα πιο ευαίσθητα νεύρα του εγκεφάλου και να τα επηρεάσει με τέτοιο τρόπο ώστε να σου προκαλέσουν ένα αίσθημα τρόμου εφάμιλλο με αυτό που προκαλεί η θέαση του πιο hardcore θρίλερ. Οι πιο ακραίες εκδοχές θέλουν το τραγούδι να είναι προγραμματισμένο σε συγκεκριμένο κώδικα ώστε να δημιουργεί στα παιδιά τάσεις αυτοκτονίας (!). Όπως είναι φυσικό, το Internet βρίθει ιστοριών που να συνδέουν το κύμα αυτοκτονιών με το συγκεκριμένο τραγούδι, με αποτέλεσμα το creepiness να αγγίζει άλλο level λες και δεν είναι ούτως ή άλλως τρομακτική από μόνη η σκέψη πως μικρά παιδάκια έβαλαν τέλος στη ζωή τους.

Εκτός από το τραγούδι που είναι ανατριχιαστικό από μόνο του (το θέρεμιν δε σου διαλύει μόνο τα αυτιά αλλά και την αθωότητα), αναρωτιέται κανείς κοιτώντας πίσω πώς είναι δυνατόν το concept να πέρασε από έγκριση δεδομένου ότι η Lavender Τown δεν ήταν παρά νεκροταφείο για Pokémon, μια εικόνα εκ των πραγμάτων παράτερη για παιδικό παιχνίδι. Φαντάσου να είσαι παιδί και να παίζεις το Pokémon για πρώτη φορά, να ξεκινάς με την ιδέα πως θα παίξεις ένα ευχάριστο video game για τη φιλία, την εξερεύνηση, την περιπέτεια (έννοιες άμεσα συνδεδεμένες με την παιδική ηλικία) και ξαφνικά να έρχεσαι αντιμέτωπος με την πιο θλιβερή πλευρά της πραγματικότητας: το θάνατο. Η Lavender Town είναι εξ’ ορισμού ζοφερή καθώς περιέχει εικόνες που δε συνάδουν με τη φύση της ωστόσοδεν υπάρχει αμφιβολία πως το τραγούδι είναι αυτό που, συναισθηματικά, σε θέτει αυτομάτως σε κατάσταση συναγερμού (κάθε επιχειρηματολόγηση επ’ αυτού θεωρείται περιττή εφόσον ακούσεις το τραγούδι).

Έχοντας όλα αυτά υπόψιν, δεν είναι καθόλου μυστήριο το ότι η Lavender Town δημιούργησε το σκοτεινό αλλά σαγηνευτικό αυτό μύθο. Και μόνο η ιδέα πως υπάρχουν τρομαχτικά πράγματα που μόνο παιδιά μπορούν να δουν ή να βιώσουν–ένα μοτίβο που έχει χρησιμοποιηθεί πολλάκις και στον κινηματογράφο (βλ. «Έκτη Αίσθηση»)- αρκεί από μόνη της για να σου σηκώσει τις τρίχες. Το συγκεκριμένο αφήγημα ενισχύεται και από την αγνή και αθώα ύπαρξη των παιδιών που τα καθιστά ευάλωτα σε πράγματα δαιμονικής φύσεως –όπως δηλαδή ένα τραγούδι που τα οδηγεί ντουγρού προς στην αυτοκτονία. Αν προσθέσουμε σε όλα αυτά κι ένα πραγματικό γεγονός που συνέβη το 1997, όταν ένα συγκεκριμένο επεισόδιο της σειράς Pokémon είχε ως αποτέλεσμα μαζικά κρούσματα επιληψίας σε παιδιά που το παρακολούθησαν (λόγω των έντονων εναλλασσόμενων χρωμάτων σε μια σκηνή), τότε αντιλαμβανόμαστε πως το νήμα για το μύθο της Lavender Town είχε πολλά και καλά πατήματα για να λάβει τις διαστάσεις που έλαβε.

Αναμφίβολα, κάθε τι που αφορά τα παιδιά και γίνεται τόσο μαζικό όπως η «κατανάλωση» των Pokémon είναι καταδικασμένο να συνοδευτεί από ένα κάρο υποψίες και εικασίες περί κρυμμένων μηνυμάτων και υστερόβουλων σκοπιμοτήτων.  Είναι ίσως η υπερπροστατευτική φύση του γονέα τέτοια που καμιά φορά ψάχνει φωτιά εκεί που δεν υπάρχει καπνός με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη φασαρία που είχε προκληθεί επειδή το παιχνίδι δήθεν προωθούσε τη θεωρία της εξέλιξης του ανθρώπινου είδους, αντικρούοντας έτσι εκείνη της χριστιανικής «δημιουργίας».

Είτε είναι αλήθεια είτε όχι, η ιστορία της Lavender Τown συνεχίζει να αιωρείται, να κεντρίζει το ενδιαφέρον και να αναπαράγεται με την πρώτη πολλά χρόνια μετά τη γέννησή της. Δεν ξέρουμε τι πραγματικά συνέβη στην Ιαπωνία των mid 90s και μάλλον δε θα μάθουμε ποτέ καθώς το εμπόδιο της γλώσσας αυτομάτως δυσχεραίνει σε καθοριστικό βαθμό τη δυνατότητα ενημέρωσης. Η συγκεκριμένη παράμετρος συνοψίζεται εύστοχα στα λόγια του Rich McCormick, ο οποίος μεταξύ άλλων είχε αναφέρει πως η επιλογή της Ιαπωνίας ως σκηνικό του γεγονότος δεν είναι διόλου τυχαία καθώς το ζήτημα της γλώσσας «καλύπτει τη φήμη με ένα δυνατό πέπλο μυστηρίου».

ΣΟΦΙΑ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ / [email protected]