Οι νικητές των λογοτεχνικών βραβείων The Athens Prize for Literature

logotexnia-brabeia
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 25 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2016

Ο Ρίτσαρντ Φλάναγκαν και η Κωνσταντία Σωτηρίου απέσπασαν τα λογοτεχνικά βραβεία The Athens Prize for Literature, που απονέμει κάθε χρόνο η Κοινωνία των (δε) κάτων.

Η ανακοίνωση και η απονομή έγιναν στις 24/11, στο Δημαρχιακό Μέγαρο Αθηνών ύστερα από προσφώνηση του δημάρχου Αθηναίων Γιώργου Καμίνη.

Ο Ρ. Φλάναγκαν, που γεννήθηκε το 1961 στην Τασμανία, βραβεύτηκε για το μυθιστόρημά του «Το μονοπάτι για τα βάθη του βορρά» (μετάφραση Γιώργος Μπλάνας, εκδόσεις Ψυχογιός). Η Κ. Σωτηρίου για το μυθιστόρημά της «Η Αϊσέ πάει διακοπές» (εκδόσεις Πατάκη). 

«Το μονοπάτι για τα βάθη του βορρά»
Αύγουστος 1943. Ο Αυστραλός χειρουργός Ντορίγκο Έβανς νιώθει να τον στοιχειώνει ακόμη, ύστερα από δύο χρόνια, η παθιασμένη σχέση του με τη γυναίκα του θείου του. Η ζωή του σε ένα ιαπωνικό στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου, στον Σιδηρόδρομο του Θανάτου, που συνδέει την Ταϊλάνδη με τη Βιρμανία δεν είναι παρά ένας καθημερινός αγώνας να προστατεύσει τους άντρες του από το ξύλο, την πείνα και τη χολέρα. Μέχρι την ημέρα που λαμβάνει ένα γράμμα που θα τον αλλάξει για πάντα.

Ένα αριστουργηματικό μυθιστόρημα για τις πολλές όψεις του καλού και του κακού, της αγάπης και του θανάτου, καθώς ένας άνθρωπος επιβιώνει και ωριμάζει, μόνο και μόνο για να ανακαλύψει όσα έχει χάσει.

«Η Αϊσέ πάει διακοπές»
«Είκοσι Ιουλίου, το θυµάσαι πολύ καλά, είχε γίνει η µεγάλη καταστροφή. Ξύπνησες το πρωί και ήταν η λεκάνη στη ρίζα της συκιάς σου γεµάτη µε σύκα ανοιγµένα. Με το νυχτικό βγήκες έξω τα χαράµατα, πήρες το φαράσι και τη σκούπα να τα µαζεύεις. Μάζευες, µάζευες και τελειωµό δεν είχαν. Τα συκαλάκια σου, σκεφτόσουν, τα µελένια σου τα σύκα και µαράζωνες τη συκιά. Και έλεγες τι θα τρώµε τώρα τον Αύγουστο που δεν θα είχες τα συκαλάκια τα γλυκά, τι θα τρώµε τον Αύγουστο που δεν θα έχουµε σύκα.
Αν δει το πλάσµαν τα σύκα να ψήννουνταιεποχήν που ’εν ένι του τζαιρού τους, σηµαίνει µεγάλον µαράζιν. Σηµαίνεικαβκάδες, καρκασαλλίκκιν, κακόν. Που τζείνα τα κακά που ’εν ηµπορεί να βάλει το σέριν του ούτε ο ίδιος ο Θεός. Τίποτε ’εν θα ηµπόρει να κάµει ο Πλάστης.
Έτσι σε βρήκε η γειτόνισσα το πρωί. Ήρθε καταχαρούµενη να σου πει τα νέα. Σωθήκαµε, σου φώναξε. Σωθήκαµε. Ήρθε η µάνα µας να µας σώσει. Ήρθε η Αϊσέ να κάνει εδώ διακοπές. "Τι κάνεις εκεί µε τα σύκα;" "Σκάσανε όλα" της είπες. "Ανοίγουνε τα συκαλάκια µου τον Ιούλιο, τα µελένια µου τα σύκα που ζηλεύει όλη η γειτονιά. Σκάνε και πέφτουνε στην αυλή. Δεν θα έχουµε σύκα να τρώµε τον Αύγουστο" είπες και βούρκωσες. Άφησες µετά τη γειτόνισσα στην αυλή και έτρεξες να ξυπνήσεις τον γιο σου. "Μάνα, τι γίνεται;" σου φώναξε. "Ήρθε" του είπες "η Αϊσέ να κάνει εδώ διακοπές. Και εµάς µας αρρώστησε η συκιά µας. Δεν θα έχουµε κάτι να την τρατάρουµε. Δεν θα µπορέσουµε τον Αύγουστο να τρώµε σύκα".
Και άρχισες ύστερα να κλαις».