Συγγενείς καρδιοπάθειες: πόσο βοηθά η μαγνητική τομογραφία;
Η ιατρική επιστήμη έχει προσφέρει πολλά στους ασθενείς με συγγενείς καρδιοπάθειες. Ένα σημαντικό όπλο των γιατρών ωστόσο, είναι και η μαγνητική τομογραφία, όπου αναίμακτα και ανώδυνα, απεικονίζεται η πραγματική κατάσταση της υγείας του εξεταζομένου.
Τα τελευταία χρόνια, ο πρώτος μεγάλος αριθμός των παιδιών με συγγενή καρδιοπάθεια ενηλικιώθηκε και αυτή η επιτυχία της ιατρικής οδήγησε στην δημιουργία της υποειδικότητας της καρδιολογίας των ενηλίκων με συγγενή καρδιοπάθεια.
Ωστόσο, οι χειρουργικές επεμβάσεις προσφέρουν πλήρη ίαση σε λίγους μόνο ασθενείς. Αρκετοί από τους ασθενείς θα χρειαστούν δεύτερη χειρουργική επέμβαση διόρθωσης υπολειμματικών αιμοδυναμικών διαταραχών και πολλοί θα χρειαστούν θεραπεία επίκτητων καρδιοπαθειών, στις οποίες είναι περισσότερο ευαίσθητοι. Για τους λόγους αυτούς, υπάρχει ανάγκη ισόβιας παρακολούθησης, ώστε να βελτιώσουν τη διάρκεια και την ποιότητα της ζωής τους.
Ο αναίμακτος απεικονιστικός έλεγχος της καρδιακής λειτουργίας έως και την δεκαετία του ΄80 γινόταν αποκλειστικά με τους υπερήχους. Ο υπέρηχος, λόγω χαμηλού κόστους και διαθεσιμότητας, παραμένει η εξέταση ρουτίνας στον έλεγχο αυτών των ασθενών. Παρόλα αυτά, είναι μια εξέταση, η ακρίβεια της οποίας εξαρτάται από τον συνδυασμό της ικανότητας του ιατρού και της ανατομικής του θώρακα του εξεταζομένου.
Επειδή σημαντικές ανατομικές δομές όπως οι δεξιές καρδιακές κοιλότητες και η πνευμονική αρτηρία βρίσκονται ακριβώς πίσω από το στέρνο, η διερεύνηση τους με τον διαθωρακικό υπέρηχο συχνά συναντά πολλές δυσκολίες.
Μαγνητική τομογραφία
Τις δύο τελευταίες δεκαετίες, η μαγνητική τομογραφία κατάφερε να προσφέρει εικόνες υψηλότατης ευκρίνειας, αναδεικνύοντας την καρδιαγγειακή μορφολογία σε κινηματικές προβολές και ακολουθίες ικανές για ακριβέστατες μετρήσεις καρδιακών όγκων και ταχυτήτων ροής. Ειδικότερα στην μέτρηση του κλάσματος εξώθησης της βασικότερης παραμέτρου της καρδιακής λειτουργίας, η Μαγνητική τομογραφία είναι η μέθοδος πρώτης επιλογής.
Αποτελεί επίσης μέθοδο πρώτης επιλογής και για τον έλεγχο της δεξιάς κοιλίας, η οποία, καθώς είναι κρυμμένη ακριβώς πίσω από το στέρνο ενός ενηλίκου, καθιστά τις περισσότερες φορές την υπερηχογραφική μελέτη ελλειπή ή αδύνατη.
Τα περισσότερα παιδιά με συγγενή καρδιοπάθεια που επιβιώνουν τις πρώτες 30 ημέρες από την εγχείρηση μεγαλώνουν με καλή ποιότητα ζωής, με πιθανώς εξατομικευμένους μόνον περιορισμούς στην άσκηση. Σε πολλές ωστόσο συγγενείς καρδιοπάθειες, όπως για παράδειγμα η τετραλογία Fallot, αιμοδυναμικές διαταραχές παραμένουν και μετά την εγχείρηση.
Οι διαταραχές αυτές εξισορροπούνται από συνεχή καρδιακή καταπόνηση και οδηγούν στην ενήλικη ζωή σε καρδιακή ανεπάρκεια. Πόσο πρέπει να επιτρέψουμε την καταπόνηση αυτή μέχρι να ξαναεπέμβουμε χειρουργικά; Ο υπολογισμός με την μαγνητική τομογραφία του κλάσματος εξώθησης της δεξιάς κοιλίας και της ανεπάρκειας των βαλβίδων της αποτελούν σήμερα βασικούς ρυθμιστές της απόφασης αυτής στα μεγαλύτερα καρδιοχειρουργικά κέντρα.
Η μαγνητική τομογραφία πραγματοποιείται χωρίς να απαιτεί την επιδεξιότητα του χειριστή και δεν επηρεάζεται από την ιδιαίτερη ανατομική ενός χειρουργημένου ασθενούς. Επιπλέον, η ανάλυση της καρδιακής λειτουργίας μπορεί να επαναληφθεί από τα δεδομένα της ίδιας εξέτασης από οποιονδήποτε άλλον εξειδικευμένο ακτινολόγο ή καρδιολόγο σε οποιοδήποτε άλλο καρδιοχειρουργικό κέντρο στον κόσμο.
Αυτή η αντικειμενικότητα και η αξιοπιστία των μετρήσεων προσφέρει την δυνατότητα σε ασθενείς οι οποίοι χειρουργήθηκαν στο εξωτερικό να ελέγχονται και να λαμβάνουν ιατρικές εκτιμήσεις από απόσταση.
Τα παραπάνω οδήγησαν τον Φεβρουάριο του 2010 την Ευρωπαϊκή Καρδιολογική Κοινότητα να δημοσιεύσει στο Εuropean Ηeart Journal τις συστάσεις για την διενέργεια Μαγνητικής τομογραφίας σε ενήλικες με συγγενή καρδιοπάθεια:
•Πρώτη Μαγνητική Τομογραφία Αναφοράς, η οποία θα αποτελεί την βάση των δεδομένων για το μέλλον.
•Επανέλεγχος κάθε τρία χρόνια ή νωρίτερα σε περιπτώσεις που ο υπερηχογραφική εξέταση είναι δυσχερής ή αμφίβολη ή σε επιδείνωση της καρδιακής λειτουργίας.
Μεταξύ των Μαγνητικών τομογραφιών, ο έλεγχος ρουτίνας πραγματοποιείται με υπερήχους.
Οι οδηγίες της καρδιολογικής κοινότητας δεν αποτελούν δέσμευση για τους θεράποντες ιατρούς, οι οποίοι είναι ικανοί να αξιολογούν την κάθε περίπτωση ξεχωριστά. Όμως, στο καινούργιο αυτό πεδίο της ιατρικής όπου τα πρωτόκολλα θεραπείας ακόμα σχεδιάζονται, αντικειμενικές μετρήσεις, όπως αυτές της μαγνητικής τομογραφίας σε μεγάλα σύνολα ασθενών, είναι ανεκτίμητες για το παρόν και το μέλλον της ιατρικής έρευνας. Κέντρα αναφοράς στις συγγενείς καρδιοπάθειες, όπως το πανεπιστημιακό ιατρικό κέντρο του Leiden στην Ολλανδία, πραγματοποιούν ετήσιους επανελέγχους στο σύνολο αυτών των ασθενών.
Τόσο η διαγνωστική όσο και η θεραπευτική προσέγγιση των ασθενών αυτών βρίσκεται στα χέρια ικανότατων εξειδικευμένων καρδιολόγων. Ανάλογη εξειδίκευση απαιτείται και από τους ακτινολόγους όπως αυτή ορίζεται από την European Society of Cardiology (Εκπαίδευση 2ου Επιπέδου στην Μαγνητική Τομογραφία Καρδιάς και εμπειρία από 200 τουλάχιστον εξετάσεις).
Η μαγνητική τομογραφία καρδιάς είναι απαραίτητη συμπληρωματική εξέταση στον έλεγχο των ενηλίκων με συγγενή καρδιοπάθεια. Η διαθεσιμότητα της τεχνικής υποδομής και η εξειδίκευση του ακτινολόγου ιατρού αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι η μαγνητική τομογραφία είναι μια ανώδυνη, αναίμακτη και ασφαλής μέθοδος, η οποία δεν κάνει χρήση ιονίζουσας ακτινοβολίας και δεν έχει ενοχοποιηθεί για οποιαδήποτε βιολογική επιβάρυνση σε παιδιά και ενήλικες.
Από τον Δρ. Ψυχίδη Παναγιώτη, Ιατρό Ακτινολόγο, συνεργάτη του Ομίλου Βιοιατρική.







