Ποιες κουζίνες του κόσμου…υστερούν;

fagito-mpaxarika-kosmos
ΠΕΜΠΤΗ, 08 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2015

Το να συγκρίνει κανείς κουζίνες από όλο τον κόσμο μεταξύ τους δεν είναι εύκολο. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να γίνει, και τα αποτελέσματα δεν είναι και πολύ κολακευτικά για κάποιες χώρες.

Η αξιολόγηση εστιατορίων, το να τα κατατάσσει και να βραβεύει κάποιος το καλύτερο του κόσμου μοιάζει σίγουρα πιο ευχάριστο από το να αξιολογεί μια ολόκληρη κουζίνα. Μπορεί, άραγε να πει κάποιος ότι μια κουζίνα έχει καλύτερο φαγητό από μια άλλη; Σίγουρα οι προσωπικές προτιμήσεις παίζουν ρόλο σε κάθε τέτοιου είδους διαδικασία, δεν μπορούν, όμως, να αλλάξουν το γεγονός ότι δεν ανήκουν όλες οι κουζίνες στην ίδια κατηγορία, σύμφωνα με δημοσίευμα του Guardian.

Πόσο εύκολο είναι να συγκρίνουμε τις κουζίνες του κόσμου;
Μέρος του προβλήματος στην προσπάθεια σύγκρισης είναι η δυσκολία του να βρεθούν αντικειμενικά στάνταρ. Η γεύση σίγουρα είναι ο βασιλιάς, αλλά δεν υπάρχει κλίμακα μέτρησης γι’αυτή κι αυτό αποδεικνύεται εύκολα από το ότι οι λάτρεις των πικάντικων της ινδικής ή της ταϊλανδέζικης κουζίνας, θα θεωρήσουν μάλλον «άχρωμο» και άγευστο ένα βρετανικό ψητό, ενώ αυτοί που δεν αντέχουν τις καυτερές γεύσεις, θα χάσουν κάθε αίσθηση στα δυνατά πιάτα της μεξικάνικης, της ινδικής, της αιθιοπικής κ.ο.κ. κουζίνας.

Γι’ αυτό ίσως πρέπει να δούμε το θέμα με λίγο περισσότερη κουλτούρα. Σίγουρα η γαλλική κουζίνα είναι πιο εκλεπτυσμένη από τα σπιτικά, γευστικά θαύματα στις Φιλιππίνες, εκ πρώτης όψεως. Τι γίνεται, όμως, αν σκεφτούμε πώς σε αυτή βρίσκουμε μερικά λίγο «σκληρά» πιάτα, όπως το πουλί ortolan, του οποίου το κυνήγι έχει απαγορευτεί, αλλά λέγεται πως έχει την καλύτερη γεύση ή το φουά γκρα, που για να δώσει η χήνα ή πάπια το λιπαρό συκώτι της, πρέπει να ταΐζεται με το ζόρι και να ζει σε ελάχιστο χώρο;

Ακόμα, υπάρχουν και αυτοί που θα μπορούσαν να πουν ότι αυτό το μόνιμο κυνήγι αισθητικής και φιλοσοφίας στην ιαπωνική κουζίνα τους απομακρύνει και προτιμούν τη χαλαρή άνεση που τους προσφέρει ένα ιταλικό, οικογενειακό τραπέζι. Μπορεί κάποιος να πει ότι δεν έχουν δίκιο;

Αν το πόσο δημοφιλής είναι μια κουζίνα αποτελούσε σημείο αναφοράς για την ποιότητά της, τότε θα έπρεπε να πούμε ότι το κινέζικο είναι ο καθαρός νικητής, κάνοντας θραύση απ’ άκρη σ’ άκρη του κόσμου, από την Αυστραλία μέχρι τη Νέα Υόρκη –χωρίς να συμπεριλάβουμε και τα δισεκατομμύρια Κινέζων που το τιμούν 3 φορές την ημέρα. Από την άλλη πάλι, και τα Mc Donald’s είναι πολύ δημοφιλή. Θα μπορούσε αυτό να σημαίνει ότι η αμερικάνικη κουζίνα είναι η καλύτερη του κόσμου; 

Κι όσον αφορά την παγκόσμια επιρροή που έχει μια κουζίνα; Αυτό θα σήμαινε ότι η πορτογαλική κουζίνα θα έπρεπε να βρίσκεται στην κορυφή, καθώς για αιώνες ενέπνευσε πιάτα πολύ διαφορετικά, όπως το ινδικό vindaloo (πιάτο κάρυ), το γιαπωνέζικο tempura με θαλασσινά και λαχανικά και το βραζιλιάνικο feijoada που είναι ζωμός φασολιών με μοσχάρι και χοιρινό.

Όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι είναι σίγουρα δύσκολο να τεθούν τα στάνταρ που θα υποδείξουν την καλύτερη και τη χειρότερη κουζίνα. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν ξεχωρίζει καμία είτε προς τα πάνω, είτε προς τα κάτω.

Τελικά, υπάρχουν νικητές και χαμένοι;
Ας ξεκινήσουμε με το παράδειγμα της Κούβας. Δεν είναι λίγοι αυτοί που θεωρούν την κουβανέζικη κουζίνα πλούσια και με μεγάλη ποικιλία, αυτό, όμως, δεν αναιρεί το γεγονός ότι συμπεριλαμβάνει πολλά λαχανικά εισαγωγής σε κονσέρβα και σάντουιτς στη γέμιση των οποίων βρίσκουμε φθηνό επεξεργασμένο κρέας. Ακόμα και τα μοχίτος υστερούν, λόγω της έλλειψης δυόσμου, ενώ γενικότερα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι είναι μια κουζίνα που βρίσκεται ανάμεσα στις όχι και τόσο λαχταριστές, λόγω της οικονομικής κακουχίας που έχει περάσει. Συνεπώς, εδώ, δεν τίθεται θέμα προσωπικών προτιμήσεων, αλλά αντικειμενικών παραγόντων.

Στη Σκανδιναβία, πολλοί Νορβηγοί ακολουθούν το σταθερό διατροφικό πλάνο της… κατεψυγμένης πίτσας, κάτι που δεν φανερώνει πολλά για την παραδοσιακή κουζίνα της χώρας, η οποία κυριαρχείται από ζωμούς κρέατος με λαχανικά. Ακόμη κι αν κάποιος βρίσκει τη νορβηγική κουζίνα νόστιμη, δεν μπορεί να πει ότι ανήκει στην ίδια κατηγορία με τη γαλλική ή την ιαπωνική.

Μπορεί κάποιος να πει με ειλικρίνεια ότι η κουζίνα της Γκαμπόν, του Τατζικιστάν ή του Κατάρ αξίζει την ίδια επιδοκιμασία με αυτή του Βιετνάμ, του Μεξικό ή της Ισπανίας; Κι αν κάποιος το πιστεύει, τότε πώς εξηγεί ότι δεν ανοίγουν εστιατόρια με π.χ. τατζικιστανή κουζίνα σε κάθε γωνιά;

Η κουζίνα κάθε χώρας αποτελεί μέρος της πολιτιστικής της ταυτότητας. Μπορεί να αποτελεί πηγή υπερηφάνειας, καταλύτη για τον τουρισμό ή ακόμη και κάποιου είδους όχημα για μια μορφή δύναμης. Η κριτική μπορεί να αποδειχτεί επικίνδυνη περιοχή, εκθέτοντας τον κριτικό σε κατηγορίες για άγνοια, κακό γούστο ή ακόμη και ξενοφοβία. Δεν χρειάζεται, όμως, να είμαστε τόσο υπερβολικοί.

Το να ισχυρίζεται κάποιος ότι το φαγητό μιας χώρας δεν είναι καλό, δεν είναι τόσο επίθεση, όσο αναγνώριση του γεγονότος ότι τα πράγματα συνεχώς αλλάζουν. Ακόμη και η βρετανική κουζίνα, που κάποτε αποτελούσε μια από τις χειρότερες της δυτικής Ευρώπης, σήμερα έχει υποστεί τέτοια αναγέννηση, που οι Γάλλοι της χαρίζουν αστέρια Michelin απλόχερα. Τώρα, όμως, μπορούν όλοι να παραδεχτούν ότι υπήρξε μια περίοδος που η βρετανική κουζίνα δεν ήταν καλή.

Με το ίδιο σκεπτικό, παρ’ όλο που κάποιος μπορεί να μην ταξίδευε σήμερα στην Κούβα για το φαγητό της, σε μια δεκαετία μπορεί να αναδειχθεί μια από τις καλύτερες κουζίνες του κόσμου. Στο μεταξύ, πολλοί θα προτιμήσουν τη βιετναμέζικη με τις σούπες με νουντλς και το διάσημο σάντουιτς Banh Mi ή την ταϊλανδέζικη, δίνοντας στις υπόλοιπες το χρόνο να βελτιωθούν και να διαπρέψουν.