Γιάννης Ξανθούλης: «Με σοκάρουν η χυδαιότητα και η αμνησία του Νεοέλληνα»

giannis-ksanthoulis-me-sokaroun-i-xudaiotita-kai-i-amnisia-tou-neoellina-amnisia-tou-neoellina

ΔΕΥΤΕΡΑ, 28 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2013

Ο Γιάννης Ξανθούλης στο μυθιστόρημά του «Ο γιος του δάσκαλου» (εκδ. Διόπτρα) βάζει στο μικροσκόπιο την ύπουλη βία που επωάζεται στο περιθώριο των μικροαστικών φαντασιώσεων και εξηγεί στο click@Life γιατί τον τρομάζει ο Νεοέλληνας.

Ο Γιάννης Ξανθούλης «επιστρέφει» για άλλη μια φορά στην ελληνική επαρχία συνθέτοντας ένα οικογενειακό δράμα, με επίκεντρο ένα δάσκαλο επικίνδυνα ερωτευμένο με μια σχεδόν φασίζουσα «τελειότητα». Πρόσωπο κλειδί-αυτός το τραγικός μέντορας, θα συστήσει μια τριάδα πρότυπο, αποτελούμενη από τον πρωτότοκο γιο του και δύο συνομηλίκους του. Ο κώδικας αξιών των τριών φίλων θα δοκιμαστεί στο στρατό, με αποτέλεσμα την αιφνίδια αυτοκτονία του γιου του δάσκαλου.

Χρόνια μετά, ο Νικόδημος, ο δεύτερος γιος του δάσκαλου, προσπαθεί να ερμηνεύσει τον ξαφνικό χαμό, του μεγαλύτερου, «τέλειου» αδελφού του που τον επισκίαζε, όχι μόνο όσο ζούσε αλλά και όταν πέθανε. Έχοντας ως οδηγό του ένα μυστηριώδες μυθιστόρημα που μοιάζει να περιγράφει όσα διαδραματίστηκαν στο στρατόπεδο, ο μοναχικός Νικόδημος, επιστρέφει στα πάτρια εδάφη για να λύσει τους λογαριασμούς του με το παρελθόν.

Στο βιβλίο σας ένας ήρωάς σας υποστηρίζει πως «είναι ανόητο να πιστεύουμε ότι ο χλευασμός και η περιφρόνηση, όταν μας έρχονται από αυτούς που αγαπάμε, είναι λιγότερο αγριευτικά από μια έντιμη, ξεκάθαρη πράξη βίας…». Ποιοι θεσμοί κατά τη γνώμη σας λειτουργούν ως φυτώρια βίας;

Η συναισθηματική επανάπαυση, η τυφλή πίστη στον έρωτα, στη θρησκεία ή σε μια ιδεολογία. Όλα αυτά όταν ανατραπούν μπορεί να γίνουν οι πιο οδυνηρά ακραίες αφορμές για το χειρότερο. Φυσικά δεν παραβλέπω σαν βασικό φυτώριο βίας το σχολείο. Τον παλιό καιρό τη σχολική βία την εκπροσωπούσε κυρίως η βέργα του δάσκαλου. Σήμερα αρκεί η ασυδοσία των παιδιών κι αυτό που κουβαλούν από το σπίτι. Δηλαδή το μεταμοντέρνο χάος.

Ο Ροδόπουλος και ο Αμπελάς αντανακλούν κατά κάποιο τρόπο τα θανάσιμα αμαρτήματα του στενόμυαλου μικροαστισμού;

Στο βιβλίο μου η «Αγία Τριάδα», όπως ονομάζω το δέσιμο των τριών φίλων, που τελικά οδηγείται σε τραγωδία, οι δύο θύτες «παίζουν» με το θήραμά τους χωρίς να υπολογίσουν τα όρια του τρίτου. Έχουν εμπιστοσύνη στην «παιγνιώδη αυστηρότητά τους» αφού συμβαίνει να είναι βαθμοφόροι του στρατού… ώσπου τελικά ανατρέπεται αυτό που θεωρούσαν «εντός πλαισίων».

Νιώθατε στην οικογένειά σας ότι κατά κάποιο τρόπο ήσασταν ένας outsider όπως ο Νικόδημος;

Ήξερα ότι δεν ήμουν τέλειος ή σχεδόν τέλειος ή τίποτα απ’ αυτό που μια μικροαστική οικογένεια ονειρεύεται για τον μοναχογιό της. Υπήρξα εξόχως δραματική περίπτωση που σώθηκε μέσω αυτοσαρκασμού και φαντασίας.

Στο μυθιστόρημά σας ο δάσκαλος επιλέγει τη δική του «τριάδα» για να περάσει τις αρχές και τις αξίες που πρεσβεύει ο ίδιος. Πώς σχολιάζετε την τελειομανία του-που απεχθάνεται και ο ίδιος ο Νικόδημος;

Συχνά οι δάσκαλοι δημιουργούν και είναι απόλυτα λογικό, γκρουπ επίλεκτων μαθητών που προσπαθούν να τους εμφυσήσουν αξίες πέραν της «σχολικής εγκυκλίου». Κάποιοι επηρεάζονται με καταλυτικό τρόπο για όλη τους τη ζωή. Ο «δεύτερος» γιος του δάσκαλου δεν ανήκε ποτέ σε τέτοιο γκρουπ ούτε συμμερίστηκε την φασίζουσα τελειότητα που πρέσβευε ο πατέρας του. Αυτό τον διέσωσε από πολλά…

Τι είναι αυτό που σας ωθεί να επιστρέφετε σε ορισμένα μυθιστορήματά σας στο χώρο του στρατοπέδου;

Παρόλο που η ιστορία της αυτοκτονίας και των ηθικών αυτουργών της πράξης είναι αληθινή, χρειάστηκαν σαράντα χρόνια για να την χρησιμοποιήσω, αν και πάντα με απασχολούσε. Ο στρατός με διαφορετικό εντελώς τρόπο υπήρχε στο «Τανγκό των Χριστουγέννων» πριν από δέκα χρόνια. Απλά συνέπεσε το φιλμ σε κοντινή απόσταση με τον «Γιο του δάσκαλου»….

Στο βιβλίο σας ένα μυθιστόρημα φαίνεται να επηρεάζει καταλυτικά την έρευνα του Νικόδημου αλλά και τις αντιδράσεις των υπόλοιπων ηρώων. Πώς αξιοποιήσατε αφηγηματικά την γοητεία που μπορεί να ασκεί η ανάγνωση και η λογοτεχνία;

Με τη λογοτεχνία και το σινεμά πορεύτηκα στην μέχρι τώρα ζωή μου. Όταν παιδί διάβασα σε παιδική διασκευή τους «Άθλιους» του Ουγκώ ονειρευόμουν να ταξιδέψω στο Παρίσι για να δω από κοντά τους περίφημους υπονόμους. Έτσι έμαθα να ονειρεύομαι μέσα από τα βιβλία ακολουθώντας ένα δικό μου χάρτη που είχε να κάνει με δευτερεύοντα αξιοθέατα. Δηλαδή είχα ένα πολύ ιδιωτικό τρόπο προσέγγισης στα πράγματα. Όπως ας πούμε στη Νέα Υόρκη πιο ενδιαφέρον εύρισκα ένα ξενοδοχείο που σύχναζαν συγγραφείς αλκοολικοί του μεσοπολέμου, το «Αλγκόκουιν» παρά το άγαλμα της Ελευθερίας.

Στον «Γιο του δάσκαλου» ποιες κινηματογραφικές σας εμμονές συναντάμε;

Κυρίως τις γαλλικές αφού ο αντιήρωάς μου σπούδαζε αέρα κοπανιστό στο Παρίσι. Έτσι βρήκα ευκαιρία να εκφράσω και μυθιστορηματικά τον θαυμασμό μου για τον σκηνοθέτη Λουΐ Μάλ.

Υπάρχει περίπτωση να δούμε κι αυτό το μυθιστόρημά σας να μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη όπως έγινε πρόσφατα με το «Τανγκό των Χριστουγέννων»;

Νομίζω πως θα είχε ενδιαφέρον, αν και δεν είμαι υπέρμαχος της μεταφοράς δικών μου έργων στο σινεμά. Όμως στο «Τανγκό» βρήκα ενδιαφέροντα σημεία σαν κινηματογραφική γραφή. Ο Στάνκογλου ήταν ο τέλειος υπολοχαγός που επείγεται να χορέψει τανγκό.

Σας αρέσει να κάνετε νύξεις για τη σταδιακή μετάλλαξη του Νεοέλληνα. Τι είναι αυτό σας σοκάρει στη σταδιακή του μεταμόρφωση;

Με σοκάρουν η χυδαιότητα και η αμνησία του Νεοέλληνα. Όλοι σχεδόν έχουν εκποιήσει το παρελθόν τους προσκολλημένοι σε ένα μοντέλο άρρωστης ευμάρειας ενισχυμένης από τα «θαύματα» της τεχνολογίας και το life style.

«Τα εκλαϊκευμένα οικονομικά θρίλερ για τον ξεπεσμό του τραπεζικού ήθους» όπως χαρακτηρίζετε στο βιβλίο σας, τους νέους τίτλους που πολλαπλασιάζονται στα βιβλιοπωλεία, σας έχουν κινήσει το ενδιαφέρον;

Μερικοί, ναι. Το διάβασα σαν ρεπορτάζ φρίκης. Ας πούμε πως εξιδανικεύεται ο αμοραλισμός των Τραπεζών σε ένα κόσμο που κυριαρχεί η ανομία, ο καρκίνος, η φτώχια και η πολυσχιδής ερμηνεία της Δημοκρατίας και του φιλελευθερισμού.

Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η κρίση μπορεί να μας κάνει περισσότερο συνειδητοποιημένους. Εσείς τι πιστεύετε;

Ίσως να ξαναβρούμε την αληθινή κλίμακα που εξ ορισμού μας αντιστοιχεί ως Έλληνες.

Πώς συνδυάζετε την παιγνιώδη, χιουμοριστική πλευρά σας- που την έχουμε δει να βγαίνει και στο ραδιόφωνο-με την γλυκιά πικράδα των βιβλίων σας;

Δεν κάνω ιδιαίτερη προσπάθεια για να συνδυάσω αυτά που αναφέρετε. Γι’αυτό εξάλλου μισώ τα ανέκδοτα κι αυτούς που δηλώνουν «τώρα ας κάνουμε χιούμορ». Η ρίζα του θέματος βρίσκεται στην οικογένεια μου που πάντα υπερασπιζόμασταν αλλά άθελά μας, την γελοιογραφία του δράματος.

Ποια είναι η πιο σουρεαλιστική ατάκα που ακούσατε τώρα τελευταία;

Την ακούω τα τελευταία 66 χρόνια. «Όλα στο φως» κι εννοούν λάμπα 25 κηρίων.

Πληροφορίες: το μυθιστόρημα «Ο γιος του δάσκαλου» του Γιάννη Ξανθούλη, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα.

ΜΑΝΙΑ ΣΤΑΪΚΟΥ