«'Εφυγε» από τη ζωή ο εικαστικός Βλάσης Κανιάρης

efuge-apo-ti-zoi-o-eikastikos-blasis-kaniaris-eikastikos-blasis-kaniaris

ΠΕΜΠΤΗ, 03 ΜΑΡΤΙΟΥ 2011

Πέθανε ο μεγάλος Έλληνας εικαστικός Βλάσης Κανιάρης, σε ηλικία 83 ετών.

Σε ηλικία 83 ετών, «έφυγε» από τη ζωή ο εικαστικός Βλάσης Κανιάρης. Η κηδεία θα πραγματοποιηθεί το Σάββατο, 5 Μαρτίου, στις 12 το μεσημέρι στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.

Καλλιτέχνης με διεθνή σταδιοδρομία, ο Κανιάρης, γεννήθηκε το 1928 στην Αθήνα. Από το 1946 και για σχεδόν πέντε χρόνια φοίτησε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στη Σχολή Καλών Τεχνών φοίτησε από το 1950 έως το 1955, με δασκάλους τον Ουμβέρτο Αργυρό, τον Γιάννη Παππά, τον Πάνο Σαραφιανό και τον Γιάννη Μόραλη. Παράλληλα, εργάστηκε κοντά στον Γιάννη Τσαρούχη στις σκηνογραφικές παραγγελίες της εποχής, πραγματοποιώντας και ο ίδιος σκηνογραφικές εργασίες. Με ζωγραφική, σχέδια και σκηνογραφίες πρωτοεμφανίστηκε στην Πανελλήνια Έκθεση του 1952.

Λίγους μήνες μετά το τέλος των σπουδών του πήγε στη Ρώμη, όπου έζησε και εργάστηκε μέχρι το τέλος του 1960, όταν εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Ρώμη, εξέθεσε στη γκαλερί «La tartaruga» έργα του, από την περίοδο 1959 έως 1960, φτιαγμένα πάνω σε κομμάτια δικτυωτού χωρίς καθορισμένο σχήμα, καταργώντας το ζωγραφικό τελάρο και τη σύμβασή του. Από τότε εμφανίστηκαν και οι πρώτες κατασκευές από πραγματικά υλικά και αντικείμενα.

Στο Παρίσι έζησε μέχρι το 1967 και επέστρεψε το 1969, όταν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ελλάδα. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 πραγματοποίησε έκθεση στη γκαλερί «J», έναν πολύ σημαντικό εικαστικό χώρο που στα λίγα χρόνια λειτουργίας του κατάφερε να προτείνει ό,τι σημαντικότερο έδειξε η Ευρώπη τα επόμενα 20 χρόνια.

Το 1964 παρουσίασε, στο πλαίσιο της Biennale της Βενετίας, τον πρώτο «χώρο» από κούκλες και αντικείμενα.

Έργο του από την πρόσφατη έκθεση του Μουσείου Μπενάκη με τίτλο

Μεσολάβησε μια αναδρομική έκθεση στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Στοκχόλμης το 1971 και ο Κανιάρης συνέχισε στο Παρίσι την επεξεργασία ενός θέματος που τον απασχόλησε μέχρι το 1976. Αφορά τους μετανάστες ως πρόβλημα ατομικό και πρόβλημα σχέσεων, ένταξης, περιβάλλοντος. Με υποτροφία της D.A.A.D. (της Γερμανικής Υπηρεσίας Ανταλλαγών) δούλεψε το έργο του και εργάστηκε στο Δ. Βερολίνο για δύο σχεδόν χρόνια. Η έκθεση αυτή παρουσιάστηκε σε πολλά μουσεία της Δ. Γερμανίας και το I.C.A. στο Λονδίνο με τον τίτλο «Gastarbeiter - Fremdarbeiter» (Φιλοξενούμενοι εργάτες - Ξένοι εργάτες).

Το 1975 εξελέγη καθηγητής στην έδρα ζωγραφικής της Σχολής Αρχιτεκτόνων του Ε.Μ.Π. και το 1976 εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Το 1979-80 παρουσίασε, σε συνεργασία με τη γκαλερί Bernier, στο εγκαταλελειμμένο παγοποιείο του FIX, μεγάλη έκθεση με περιβάλλοντα καταστάσεων, συνθηκών, εικόνων, κάτω από το γενικό τίτλο «HELAS-HELLAS» (Αλίμονο-Ελλάδα ή ο ζωγράφος και το μοντέλο του).

Το 1981 και το 1989 δίδασκε ως επισκέπτης καθηγητής στη Sommerakademie του Σάλτσμπουργκ και το καλοκαίρι του 1988 στη Biennale της Βενετίας έδειξε ορισμένες προτάσεις ενός νέου κύκλου εργασίας με τον προσωρινό τίτλο «Βορράς - Νότος». Χωρίς ιδιαίτερες αλλοιώσεις παρουσίασε την ίδια πρόταση τον Οκτώβρη του 1988 στο Γενί Τζαμί της Θεσσαλονίκης.

Το 1991 ο Μιλτιάδης Παπανικολάου οργάνωσε αναδρομική έκθεση του Βλάση Κανιάρη στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο της Θεσσαλονίκης. Το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου πραγματοποίησε την αναδρομική έκθεση «Open Box» στο Karl Ernst Osthaus-Museum στο Χάγκεν της Γερμανίας. Αυτήν την έκθεση παρουσίασε την άνοιξη του 1992 και η Staatliche Kunsthalle του Βερολίνου.

Παράλληλα, το 1991, ο εκδοτικός οίκος Verlag fur Moderne Kunst της Νυρεμβέργης εξέδωσε μονογραφία για το έργο του Κανιάρη της περιόδου 1953-1983, την οποία επιμελήθηκε ο Michael Fehr.

Το 1992 ο Κανιάρης οργάνωσε στο Μίνστερ της Γερμανίας έκθεση με τίτλο «The Open Image. Aspects of Modern Art in Europe after 1945», στην οποία πραγματεύτηκε το άνοιγμα του τελάρου στο χώρο. Στην έκθεση αυτή κλήθηκε ο Βλάσης Κανιάρης μαζί με σημαντικούς καλλιτέχνες, όπως οι Maznoni, Beuys, Dubuffet, Tapies, Rotella, Klein κ.ά. Την ίδια χρονιά συμμετείχε τιμής ένεκεν και στην εναρκτήρια Foire του Art Athina 1992.

Το 1996 έλαβε μέρος σε έκθεση του Κέντρου Georges Pompidou στο Παρίσι, με τίτλο «Face a l’Histoire, 1933-1996», εκθέτοντας δίπλα στους Beuys, Merz και Tapies.

Τον Απρίλιο του 1999 συμμετείχε, μαζί με καλλιτέχνες από τις βαλκανικές χώρες, την πρώην Σοβιετική Ένωση, την Αρμενία, την Κύπρο και την Ελλάδα, στην έκθεση «Minus-Plus, το Έλασσον-Το Μείζον», στην Ελληνοαμερικανική Ένωση και την ίδια χρονιά πραγματοποίησε την μεγάλη αναδρομική του έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη, με την οποία εγκαινιάστηκε τον επόμενο χρόνο στη Θεσσαλονίκη το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης.

Τον Μάιο του 2000 έλαβε μέρος στην έκθεση «Auf den Handen wanderst du» στη γκαλερί «Kubus» του Ανόβερο, μαζί με τους Ακριθάκη, Αρφαρά, Μπουρονίκο, Μαρκόπουλο, Ψυχοπαίδη και Τσόκλη και την άνοιξη του 2001 συμμετέχει στην έκθεση «Γλωσσαλγία» στην Ελληνοαμερικανική Ένωση και στο Μουσείο Φρυσίρα στην Πλάκα.

Το 2003 το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού διοργάνωσε έκθεση προς τιμήν του στη Νέα Υόρκη, με τίτλο «Ό,τι θέλει ο λαός» και επιμελητή τον Μάνο Στεφανίδη. Οι ξένοι επιμελητές δεν τον ξέχασαν και το 2006, τον κάλεσαν στην πολυέκθεση «Projekt Migration» στην Κολωνία. Τέλος, το 2008 η έκθεση «Γενέθλιον» στο Μουσείο Μπενάκη, ένα αφιέρωμα στα ογδοντάχρονα του καλλιτέχνη, παρουσίασε το έργο του σε αντιπαράθεση προς την «επίσημη» ιστορία.